• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΝΩΣΗ ΑΜΙΣΘΩΝ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ' | 1 Οκτωβρίου 2014, 12:40

    Με το άρθρο αυτό καθορίζονται τα πάγια και αναλογικά τέλη για την έγγραφή πράξεων, τα οποία πλέον καταβάλλονται στο σύνολό τους ως τέλη υπέρ του Δημοσίου. Όπως αναφέρεται και στο προσχέδιο αιτιολογικής έκθεσης (σελ. 9), τα τέλη αυτά «καταβάλλονται στο εξής αποκλειστικά υπέρ του Δημοσίου και όχι υπέρ τρίτων (ΤΑΧΔΙΚ ή ΕΚΧΑ Α.Ε. ή υπέρ αμίσθων υποθηκοφυλάκων)». Ευθέως, επομένως, οι συντάκτες του προσχεδίου αντιμετωπίζουν τον διενεργούντα -υπό την απόλυτη ευθύνη του- την εγγραφή άμισθο υποθηκοφύλακα ως «τρίτο»! Σημειωτέον ότι σύμφωνα την με πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1358/1998, ΕφΑιγ 31/2012, ΜΠΚαβ 58/2013), «ο άμισθος υποθηκοφύλακας δεν είναι τρίτος ως προς την πράξη της μεταγραφής που ενεργεί, τα δε δικαιώματά του που θεσπίζονται από τις οικείες διατάξεις δεν είναι δικαιώματα υπέρ τρίτου, αλλά ίδια αυτού δικαιώματα, αποτελούντα τις αποδοχές του, όπως ακριβώς και τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων» (ΑΠ 1358/1998). Ενώ, λοιπόν, μέχρι σήμερα «τρίτοι» σε σχέση με την εγγραφή πράξεων στα άμισθα υποθηκοφυλακεία θεωρούνται το Δημόσιο, το ΤΑΧΔΙΚ και η ΕΚΧΑ Α.Ε., το παρόν προσχέδιο νόμου, «αντιστρέφει» την κατάσταση, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλει τίποτα σε σχέση με την ευθύνη και την εμπλοκή του Δημοσίου όσον αφορά στη λειτουργία των αμίσθων υποθηκοφυλακείων. Ο άμισθος υποθηκοφύλακας εξακολουθεί να φέρει πλήρη προσωπική ευθύνη για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη (άρθρο 1344 Α.Κ.), καθώς επίσης συνεχίζει να φέρει πλήρως το λειτουργικό, μισθολογικό και εν γένει κόστος του υποθηκοφυλακείου, χωρίς καμία συμμετοχή και ευθύνη του Δημοσίου. Το Δημόσιο εξακολουθεί να μην ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις του αμίσθου υποθηκοφύλακα ή του προσωπικού του (άρθρο 1345 Α.Κ.), να μη συμμετέχει στις δαπάνες μισθοδοσίας του προσωπικού (άρθρο 1 παρ. 7 Ν. 153/67), ούτε φυσικά στις λοιπές δαπάνες λειτουργίας των αμίσθων υποθηκοφυλακείων (δαπάνες ενοικίου, ΔΕΚΟ κλπ.). Πώς, λοιπόν, νομιμοποιείται το Δημόσιο να εισπράττει μόνο αυτό αποκλειστικά τέλος για την εγγραφή της πράξης; Σε ποιο σημείο ακριβώς έγκειται η ανταποδοτικότητα αυτού, αφού το Δημόσιο ουδέν πράττει και ουδεμία υποχρέωση αναλαμβάνει σε σχέση με την εγγραφή πράξεων στα άμισθα υποθηκοφυλακεία; Ποια είναι η νόμιμη βάση για την κατάργηση των δικαιωμάτων των αμίσθων υποθηκοφυλάκων; Διότι στο παρόν προσχέδιο δεν πρόκειται απλώς για έναν επανακαθορισμό των δικαιωμάτων αυτών, αλλά για την πλήρη κατάργησή τους, την ενσωμάτωση αυτών στα δικαιώματα του Δημοσίου και την ονομασία τους ως «τέλη εγγραφής». Ο υποθηκοφύλακας παραμένει με τις ίδιες υποχρεώσεις ελεύθερου επαγγελματία, αλλά χωρίς αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρέχει, κατά τον χρόνο που τις παρέχει και από τον λήπτη αυτών. Αντίθετα καθιερώνεται ένα είδος sui generis «μισθού» (έστω και αναλογικός) από το Δημόσιο εκ διαμέτρου αντίθετος προς το άμισθο καθεστώς και το status του ελεύθερου επαγγελματία. Η Πολιτεία, συστήνοντας τα άμισθα υποθηκοφυλακεία, ανέθεσε στους λειτουργούντες αυτά άμισθους υποθηκοφύλακας την παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών (νομικός έλεγχος πράξεων, καταχώριση αυτών, έκδοση πιστοποιητικών και αντιγράφων, τήρηση αρχείου κλπ.). Οι υπηρεσίες αυτές δεν «παρέχονται αποκλειστικά στο Δημόσιο (που έχει συστήσει τα άμισθα υποθηκοφυλακεία και έχει αναθέσει τη λειτουργία τους στους αμίσθους υποθηκοφύλακες)», όπως παντελώς λανθασμένα και χωρίς κανένα νομικό έρεισμα αναφέρεται στο προσχέδιο αιτιολογικής (σελ.21), αλλά παρέχονται από τον άμισθο υποθηκοφύλακα απευθείας στα συναλλασσόμενα με αυτόν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, και ο συναλλασσόμενος για κάθε πράξη ή παράλειψη στρέφεται προσωπικά εναντίον του υποθηκοφύλακα και όχι κατά του Δημοσίου (άρθρο 1344 Α.Κ.). Δευτερευόντως, ο άμισθος υποθηκοφύλακας παρέχει υπηρεσίες και στο Δημόσιο, αλλά μόνο για τις εγγραφές πράξεων που αφορούν σε εμπράγματα δικαιώματα του Δημοσίου. Μόνο για τις τελευταίες δικαιούται αμοιβής από το Δημόσιο, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. (Σημειωτέον δε ότι, στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, το Δημόσιο διαχρονικά δεν καταβάλλει αμοιβή στους αμίσθους υποθηκοφύλακες, ως εκ του νόμου οφείλει, για τις κατασχέσεις και υποθήκες που εγγράφονται καθημερινά και κατά εκατοντάδες –και στη σημερινή συγκυρία ο αριθμός τους έχει εκτοξεύσθει- στα υποθηκοφυλακεία της χώρας εξασφαλίζοντας απαιτήσεις του Δημοσίου ύψους εκατομμυρίων Ευρώ! Το Δημόσιο, δηλαδή, είναι ήδη ασυνεπές προς τους αμίσθους υποθηκοφύλακες για τις υπηρεσίες που του παρέχουν σήμερα). Για τους παραπάνω, άλλωστε, λόγους οι άμισθοι υποθηκοφύλακες είναι από φορολογικής απόψεως ελεύθεροι επαγγελματίες (τηρούν βιβλία εσόδων-εξόδων Β΄ κατηγορίας, εκδίδουν ΑΠΥ και τιμολόγια, υπόκεινται σε ΦΠΑ, σε τέλος επιτηδεύματος, έχουν όλες τις υποχρεώσεις του εργοδότη, ΙΚΑ, φόρο μισθωτών υπηρεσιών κλπ. και αναλαμβάνουν κάθε δαπάνη που αφορά τη λειτουργία του γραφείου τους). Δε νοείται ελεύθερος επαγγελματίας που να μην εισπράττει την αμοιβή του από τους συναλλασσομένους με αυτόν προς τους οποίους παρέχει υπηρεσία. Σύμφωνα με το προσχέδιο, αντί για αυτόν το Δημόσιο ουσιαστικά θα εισπράττει την αμοιβή του, υπάγοντας αυτή στην έννοια του «τέλους»! Με αυτά τα δεδομένα, σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ότι «απαναθεσμοθετείται η αμοιβή των αμίσθων υποθηκοφυλάκων κατά τρόπο δημοσιονομικά ουδέτερο σε σχέση με τα ισχύοντα …», όπως αναφέρεται στο προσχέδιο της αιτιολογικής έκθεσης (σελ. 6), τη στιγμή που ολόκληρο το ισχύον σήμερα δικαίωμα 3‰ επί της αξίας της πράξης υπέρ αμίσθου υποθηκοφύλακα, από το οποίο, σημειωτέον, καλύπτεται και η μισθοδοσία των υπαλλήλων των υποθηκοφυλακείων, ενσωματώνεται στα «τέλη» του Δημοσίου. Επίσης, σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση περί του σκοπούμενου εκσυγχρονισμού και απλούστευσης του νομοθετικού πλαισίου, που πράγματι είναι ανάγκη να επέλθει, παρατηρεί κανείς ότι ο τρόπος υπολογισμού εξακολουθεί να παραμένει πολύπλοκος, ενώ στα αναλογικά τέλη υπάρχουν στρογγυλοποιήσεις προς τα άνω.