• Κυρία Υπουργέ, Ανταποκρινόμενοι στην πρόσκλησή σας για την υποβολή προτάσεων προκειμένου να βελτιωθούν οι διατάξεις της προτεινόμενης Υπουργικής Απόφασης με την οποία ρυθμίζονται οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου 21 του Ν. 4321/2015, σας υποβάλλουμε τις απόψεις του Συνδέσμου μας. Ι. Επί του άρθρου 21 Ν. 4321/2015 Πολλές ευρωπαϊκές χώρες προσπάθησαν να περιορίσουν τις συναλλαγές οι οποίες μπορεί να υποκρύπτουν μεταφορά κερδών σε άλλες, χαμηλής ή και καθόλου φορολογίας, χώρες και κατάφεραν να το επιτύχουν σε κάποιο βαθμό, χωρίς όμως να περιορίζεται η ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων. Εάν εφαρμοσθεί το άρθρο 21 ως έχει, χωρίς αλλαγή των προϋποθέσεων της περίπτωσης (Β) του σχεδίου της Υπουργικής απόφασης, είναι βέβαιο ότι όχι μόνο θα περιορισθεί η ελεύθερη επιλογή των προμηθευτών και επομένως και του ανταγωνισμού, αλλά και θα οδηγηθούμε σε αδικαιολόγητες αυξήσεις τιμών βασικών ειδών όπως αυτά που εμπορεύονται τα μέλη μας, ήτοι δημητριακά και φυτικές πρωτεΐνες, δηλαδή πρώτες ύλες για την παραγωγή ψωμιού, ζυμαρικών και κρέατος. Ο Γαλλικός Φορολογικός Κώδικας (CGI) του οποίου έχει γίνει κατά το παρελθόν μνεία στην εισηγητική έκθεση παρόμοιων νομοθετικών ρυθμίσεων, ορίζει (άρθρο 238A - δεν υποστηρίζεται από τον ιστότοπο η επισύναψη σχετικών αρχείων) ότι φορολογούμενος που συναλλάσσεται με επιχείρηση που εδρεύει σε κράτος με προνομιακή φορολογία οφείλει να αποδείξει ότι οι δαπάνες που καταβάλλει στην εν λόγω επιχείρηση στο πλαίσιο αυτών των συναλλαγών αφορούν πραγματικές συναλλαγές και δεν παρουσιάζουν χαρακτήρα «ασυνήθη» (anormal) ή «υπερβολικό» (exagéré). Το ίδιο έχει αποφανθεί και το Γαλλικό Συμβούλιο Επικρατείας με την υπ’ αριθ. 298582/24.6.2009 απόφασή του. Η ολοσχερής απόρριψη της δαπάνης που επιβάλλει το άρθρο 21 είναι πέρα από κάθε ορθολογισμό. Είναι δυνατόν στην περίπτωση αποδεδειγμένης παράδοσης αγαθών για τα οποία απαιτείται μεταφορά, τελωνισμός, έλεγχος γεωπόνων, χημική ανάλυση από το Γενικό Χημείο του Κράτους δειγμάτων που λαμβάνονται από την τελωνειακή αρχή, λήψη Κοινοτικού πιστοποιητικού εισαγωγής AGRIM με κατάθεση σημαντικού ύψους εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης κ.λπ. να αναγνωρίζεται το έσοδο από την πώλησή τους και καμμία δαπάνη για την απόκτησή τους; Η χώρα μας εισάγει ετησίως 800.000 τόνους σιτάρι, 100-200.000 τόνους κριθάρι, 200-300.000 τόνους καλαμπόκι, 300.000 τόνους σογιάλευρο και 250.000 τόνους σογιόσπορο καθώς και μικρότερες ποσότητες άλλων ζωοτροφών, συμβαίνει δε συχνά η χώρα τιμολόγησης (την οποία σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να ελέγξει ο Έλληνας αγοραστής - παραλήπτης), να είναι διαφορετική από τη χώρα προέλευσης και φόρτωσης του εμπορεύματος. Είναι γνωστό ότι οι πρώτες ύλες (στην περίπτωσή μας σιτηρά, ελαιούχοι σπόροι και ζωοτροφές) χαρακτηρίζονται στη διεθνή αγορά από μεγάλους όγκους διακίνησης και πενιχρά περιθώρια κέρδους. Σύμφωνα με την κλαδική ανάλυση της διεθνούς εταιρίας μελετών αγοράς Plimsoll – Worldwide Business Intelligence επί των 1.000 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου «Σιτηρά-Σπόροι-Ζωοτροφές» το μέσο μικτό περιθώριο κέρδους κυμαίνεται μεταξύ 1,0 % και 3,6 %, το δε καθαρό περιθώριο προ φόρων μεταξύ 0,2 % και 2,3 % (δεν υποστηρίζεται από τον ιστότοπο η επισύναψη σχετικών αρχείων), περιθώρια εντός των οποίων κινούνται και οι ελληνικές επιχειρήσεις με το ανωτέρω αντικείμενο εργασιών. Επιπλέον συναντάται η αλλαγή αγοραστή και προορισμού εμπορεύματος μετά τη φόρτωσή του κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του (afloat) ακόμη και περισσότερες από μία φορές. Με βάση τα παραπάνω πώς είναι δυνατόν, με τέτοια περιθώρια κέρδους να μην αναγνωρίζεται το 100% της δαπάνης απόκτησης των εν λόγω εμπορευμάτων; Η λογική επιβάλλει τη μη αναγνώριση του ποσού που μπορεί να θεωρηθεί ως «μεταφερόμενο» κέρδος (λόγω υπερτιμολόγησης), και σε καμμιά περίπτωση του συνόλου της δαπάνης. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η τιμολόγηση γίνεται από εταιρία που εδρεύει σε μη συνεργάσιμο ή προνομιακής φορολόγησης κράτος, το όφελος από την ευνοϊκότερη φορολόγηση το καρπούται σε σημαντικό βαθμό ο καταναλωτής αφού για τα προϊόντα αυτά (όπως και τα πετρελαιοειδή, τα μέταλλα κ.ά.) η παγκόσμια αγορά είναι πλήρως ανταγωνιστική και διαφανής. Επί του προκειμένου και, δεδομένου ότι είναι ευχερής ο προσδιορισμός της κανονικότητας της τιμής, διατυπώνουμε την πρόταση της εξαίρεσης από τη ρύθμιση του άρθρου 21 των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστηριακή αγορά, πράγμα που είχε συμβεί και σε αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση κατά το παρελθόν. ΙΙ. Επί του σχεδίου της εφαρμοστικής Υπουργικής απόφασης Ως προς το (Α) Είναι γνωστό ότι οι τιμές των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστηριακές αγορές (χρηματιστήρια εμπορευμάτων) υπόκεινται σε μεγάλες και πολλές φορές αιφνίδιες διακυμάνσεις. Ενδεικτικά παρατηρούμε ότι στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγο (CBOT – Chicago Board of Trade), μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου 2014 η τιμή σιταριού αυξήθηκε κατά 31% ενώ μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 2014 μειώθηκε κατά 38%(δεν υποστηρίζεται από τον ιστότοπο η επισύναψη σχετικών αρχείων). Σχετικά με την προϋπόθεση του «κλεισίματος της τιμής στην οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά τη συγκεκριμένη ημερομηνία», αυτή είναι πρακτικά ανεφάρμοστη από την πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου μας οι οποίες, λόγω μικρού μεγέθους, δεν έχουν τη δυνατότητα απευθείας πρόσβασης στις αγορές αυτές για την οποία, μεταξύ άλλων, απαιτείται η καταβολή σημαντικού ύψους εγγυήσεων υπό τη μορφή «περιθωρίων ασφαλείας» (margins). Για το λόγο αυτό είναι σύνηθες το κλείσιμο της τιμής να γίνεται από τον πωλητή και η τιμολόγηση να γίνεται με τελική τιμή (flat). Σημειώνουμε εδώ ότι, στην περίπτωση που συμφωνείται με τον αντισυμβαλλόμενο τίμημα με βάση τιμή κλεισίματος στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων (δηλαδή την αγορά δικαιωμάτων μελλοντικής εκπλήρωσης - futures) υπάρχει επιπλέον και το “premium”, δηλαδή ένα ποσό ανά μονάδα προϊόντος (μετρικό τόνο) το οποίο είναι επιπρόσθετο και εξαρτάται από τις συνθήκες προσφοράς, αποθήκευσης και διακίνησης του προϊόντος στις εκάστοτε χώρες φόρτωσης. Παράλληλα, υπάρχουν κατηγορίες εμπορευμάτων (π.χ. σιτάρι Ρωσίας ή Ουκρανίας) τα οποία δεν είναι διαπραγματεύσιμα σε κάποιο χρηματιστήριο εμπορευμάτων, είναι όμως αυτονόητο, ότι οι τιμές τους είναι άμεσα συνδεδεμένες με τα άλλα χρηματιστήρια των ομοειδών προϊόντων. Επαναλαμβάνουμε και εδώ την πρότασή μας για τη χορήγηση της προέγκρισης αυτοδίκαια εφόσον η συναλλαγή αφορά εμπορεύματα ή προϊόντα που είναι γενικώς χρηματιστηριακά και για τα οποία πληρούται και αποδεικνύεται η πραγματικότητα και αυθεντικότητα της συναλλαγής (μεταφορά, τελωνισμός κ.λπ. όπως αναφέρεται παραπάνω). Στην πρώτη προϋπόθεση αυτοδίκαιης χορήγησης της προέγκρισης, σχετικά με την ολοκλήρωση της υπηρεσίας προτείνουμε την εξαίρεση υπηρεσιών που συνδέονται με την πραγματοποίηση φόρτωσης, μεταφοράς και παραλαβής εμπορευμάτων π.χ. επιβλέψεις φόρτωσης, δειγματοληψίες, αναλύσεις κ.ά. Σχετικά με τη μίσθωση αεροσκαφών, διερωτώμεθα σε τί μπορεί να διαφέρει η μίσθωσή τους, για την οποία προβλέπεται χορήγηση προέγκρισης της συναλλαγής αυτοδίκαια, από τις βασικές πρώτες ύλες τροφίμων; Ως προς το (Β) Τα περισσότερα τεκμήρια που απαιτούνται, και μάλιστα αθροιστικά, για τη λήψη της προέγκρισης που αναφέρεται εδώ είναι αδύνατον να παρασχεθούν, συγκεκριμένα: Ισολογισμοί και γενικότερα οικονομικά στοιχεία εταιριών που δεν υποχρεούνται σε δημοσίευση μπορεί να παρασχεθούν μόνο από τις ίδιες και η μέχρι τώρα εμπειρία είναι αρνητική για αυτονόητους λόγους διαφύλαξης σημαντικών εμπιστευτικών στοιχείων. Είναι αυτονόητο ότι το πελατολόγιο (δήλωση πελατών - προμηθευτών) αποτελεί σημαντικό στοιχείο μεγάλης εμπιστευτικότητας και δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί από τον αντισυμβαλλόμενο σε τρίτους παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό το επαγγελματικό απόρρητο. Αντίστοιχα, καμμιά ελληνική επιχείρηση δεν θα έδινε το πελατολόγιό της σε πελάτη της, πολύ δε περισσότερο στο εξωτερικό. Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα απαιτούμενα τεκμήρια (πάγια, ενοίκιο, αριθμός απασχολουμένων). Για τις πρώτες ύλες και τα χρηματιστηριακά προϊόντα είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει τιμοκατάλογος, θεωρημένος ή μη, όπως απαιτείται. Ας αναλογισθούμε επί του προκειμένου αν θα ήταν πράγματι σκόπιμο και επιθυμητό να υπάρχουν αντίστοιχες απαιτήσεις από αλλοδαπούς αγοραστές ελληνικών προϊόντων. Το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, όπως συμβαίνει και στη χώρα μας, εκδίδεται μετά από αίτηση του ίδιου του φορολογούμενου για συγκεκριμένο λόγο που προβλέπεται ρητά από τη νομοθεσία και παραδίδεται μόνο σ’αυτόν, πολλές φορές με σημαντική καθυστέρηση.Ως εκ τούτου τίθεται ευλόγως το ερώτημα για ποιό λόγο και με ποιό κίνητρο ο κάθε πωλητής αγροτικών πρώτων υλών θα υποβληθεί στην διαδικασία συγκέντρωσης και παράδοσης στον αντισυμβαλλόμενο όλων των δικαιολογητικών-τεκμηρίων που απαιτούνται αθροιστικά προκειμένου να συναλλάσσεται με αγοραστές σε μία χώρα με μικρό - λόγω μεγέθους - ενδιαφέρον; Ακόμη και εάν υπάρχει από την πλευρά του προμηθευτή υπόσχεση χορήγησης των εν λόγω εγγράφων και εκ των υστέρων αυτή αθετηθεί με κάποια - έστω εύλογη - δικαιολογία, ο φορολογούμενος θα βρεθεί σε αδιέξοδο εκτεθειμένος σε βαρύτατες ποινές. Η αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσης αθροιστικά όλων των υπό (Β) τεκμηρίων θα προκαλέσει αδυναμία συναλλαγής με μεγάλο αριθμό προμηθευτών, μειώνοντας έτσι σημαντικά τον ανταγωνισμό και προκαλώντας αύξηση τιμών βασικών πρώτων υλών τροφίμων, αφού η αγορά θα καταλήξει να ελέγχεται από ελάχιστο αριθμό πολυεθνικών ομίλων που είναι και οι μόνοι που ενδεχομένως θα μπορούσαν να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις του νόμου, δεδομένου ότι οι συναλλαγές (αγορές) τους είναι από συνδεδεμένες εταιρίες οι οποίες θα μπορούσαν να συναινέσουν στο να τους δώσουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο απόφασης έγγραφα (πελατολόγια, πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας, κ.λπ.), επιτυγχάνοντας έτσι, με ενέργειες του Ελληνικού κράτους, τον ολιγοπωλιακό χειρισμό της αγοράς μας. Επικουρικά, προτείνουμε η προϋπόθεση (δ) του άρθρου 23 του Ν.4321 να ισχύσει για επιχειρήσεις που εδρεύουν σε κράτη μη συνεργάσιμα γιατί, κατά τη γνώμη μας, μόνο μέσω επιχειρήσεων που εδρεύουν στα κράτη αυτά (και όχι σε κράτη με «κανονική» φορολόγηση) είναι πιθανό να υπάρχει φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή στις εν λόγω συναλλαγές. Με εκτίμηση, ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΜΠΟΡΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΩΝ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΖΩΟΤΡΟΦΩΝ (Σ.Ε.Ε.Δ.Υ.Ζ.)