• Θέσεις Σ.Π.Ε.Λ στην εφαρμογή του νόμου 4321/2015, Άρθρο 21 και εφαρμόστηκες διατάξεις. Ο Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (Σ.Π.Ε.Λ) ορμώμενος από την πρόσκληση για την υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση των διατάξεων του σχεδίου της Υπουργικής Απόφασης με την οποία ρυθμίζονται οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου 21 του Ν. 4321/2015, με βάση τα στοιχεία του Κλάδου των Λιπασμάτων θα ήθελε να επισημάνει τα εξής: O Σ.Π.Ε.Λ εκπροσωπεί 46 εταιρείες παραγωγής και εμπορίας Λιπασμάτων και τα μέλη του καλύπτουν το 98% της κατανάλωσης των λιπασμάτων - προϊόντων θρέψης φυτών στον Ελλαδικό χώρο. Τα προϊόντα του κλάδου των λιπασμάτων, εξαιτίας της εξαιρετικής ποιότητας, διατίθενται πέρα της ελληνικής αγοράς και στο εξωτερικό. Έτσι, συνεισφέρουν σημαντικά στην εθνική οικονομία, στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και του αγροτικού τομέα. Η ετήσια κατανάλωση λιπασμάτων στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου, ανέρχεται σε 800 χιλιάδες τόνους, υποστηρίζοντας το πλήθος των ποικιλιών των ελληνικών καλλιεργειών (δενδρώδεις, αροτραίες, κηπευτικές και ανθοκομικές, καλλιέργειες). Για να ανταποκριθούν οι εταιρείες του κλάδου των λιπασμάτων στις ανάγκες αυτές, εισάγουν μεγάλο μέρος των διακινούμενων λιπασμάτων (συσκευασμένα ή χύδην) και βασικών πρώτων υλών. Στη συνέχεια διοχετεύονται στην αγορά είτε απευθείας, είτε στην περίπτωση που είναι χύδην αφού πρώτα συσκευαστούν, είτε ως νέα προϊόντα λιπασμάτων ακολουθώντας σύγχρονες τεχνολογίες στην ανάμειξη και τον εμπλουτισμό των πρώτων υλών. Με βάση τους κανόνες της διεθνούς αγοράς και προσφοράς λιπασμάτων οι μεγάλοι παραγωγοί λιπασμάτων και πρώτων υλών του εξωτερικού προπωλούν τα προϊόντα τους σε μεγάλους ενδιάμεσους εμπορικούς οίκους (traders). Συνεπώς οι Traders προμηθεύονται από τα εργοστάσια παραγωγής μεγάλες ποσότητες πρώτων υλών και τις διακινούν σε μικρότερες ποσότητες σε εταιρείες λιπασμάτων ανάλογα με την εποχιακή ζήτηση. Επιπρόσθετα πολλές φορές αυτές οι νομικές μορφές έχουν έδρα σε διαφορετική χώρα από την χώρα παραγωγής του λιπάσματος. Κατ’ επέκταση, λόγω της μικρής δυναμικότητας των τοπικών ελληνικών μονάδων παραγωγής αλλά και του μικρού μεγέθους της Ελληνικής αγοράς, οι Έλληνες παραγωγοί, εισαγωγείς και διακινητές των λιπασμάτων είναι υποχρεωμένοι σε μεγάλο βαθμό να προμηθεύονται τις βασικές πρώτες ύλες, όχι απευθείας από τα εργοστάσια παραγωγής, αλλά μέσω των ενδιάμεσων αυτών εμπορικών οίκων (traders). Ως εκ τούτου οι ελληνικές επιχειρήσεις στον κλάδο των λιπασμάτων καλούνται να συμμορφωθούν με τις προϋποθέσεις της περίπτωσης (Β) του σχεδίου της Υπουργικής απόφασης. Η εφαρμογή του σχεδίου Υπουργικής Απόφασης με τον τρόπο που έχει προταθεί, δηλαδή χωρίς τη μεταβολή των προϋποθέσεων της περίπτωσης (Β), που περιλαμβάνει την αθροιστική υποβολή συγκεκριμένων τεκμηρίων-δικαιολογητικών θα προκαλέσει δυσμενείς επιπτώσεις και θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ομαλή συνέχιση της απρόσκοπτης παραγωγικής διαδικασίας στον κλάδο των Λιπασμάτων. Πιο συγκεκριμένα, τα περισσότερα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη λήψη της προέγκρισης, όπως α) Ισολογισμοί των 3 τελευταίων ετών, β) Δήλωση Πελατών /Προμηθευτών γ) Πιστοποιητικά Φορολογικής κατοικίας του προμηθευτή και μια σειρά άλλων αποδεικτικών, αποτελούν έγγραφα εμπιστευτικού χαρακτήρα και πολλές φορές δεν καθίσταται δυνατό να διατεθούν από τους προμηθευτές στις επιχειρήσεις. Η διαδικασία είναι γραφειοκρατική και χρονοβόρα, επιβαρύνει τις επιχειρήσεις με επιπρόσθετο κόστος και εν τέλη επηρεάζει αρνητικά την ήδη επιβαρυμένη ρευστότητά τους. Παράλληλα, ο επιπλέον φόρος που καλούνται οι εταιρείες να καλύψουν προκαταβολικά, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, που υπό τις συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που επικρατούν στην ελληνική αγορά θα ήταν ένα επιπρόσθετο δυσβάστακτο βάρος. Πέραν όμως της αρνητικής επίπτωσης στην ρευστότητα και στη λειτουργία των επιχειρήσεων, είναι πιθανό να υπάρξει σημαντική επίπτωση στην προμήθεια πρώτων υλών και κατ’ επέκταση στην διαθεσιμότητα επαρκών ποσοτήτων λιπασμάτων. Το γεγονός αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η επιλογή των προμηθευτών και επομένως ο ανταγωνισμός. Τυχόν περιορισμός του ανταγωνισμού μπορεί να οδηγήσει σε δημιουργία ολιγοπωλίων, αύξηση των τιμών και τελικά στην επιβάρυνση του κόστους του τελικού καταναλωτή, γεγονός που θα ήταν καταστροφικό την στιγμή που οι αγρότες προσπαθούν μέσα στην κρίση να περιορίσουν τα έξοδά τους. Εναλλακτικά, ο τελικός καταναλωτής θα αποφύγει την εφαρμογή της λίπανσης της καλλιέργειάς του δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μειωμένη παραγωγή και υπολίπανση με βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες συνέπειες για το έδαφος του χωραφιού του και το εισόδημά του. Ο Σ.Π.Ε.Λ προτείνει τροποποίηση ή αναθεώρηση του σχεδίου της Υπουργικής Απόφασης κυρίως στα σημεία που αφορούν στην προκαταβολική φορολόγηση της συναλλαγής, καθώς και στη διαδικασία πιστοποίησης της πραγματικής υπόστασης της συναλλαγής. Με βάση τα παραπάνω και με γνώμονα την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς μέσα σε πλαίσια δικαίου και υγιούς ανταγωνισμού, αλλά και την απρόσκοπτη τροφοδοσία των αγροτών και τη διατήρηση της αειφορίας, ο Σ.Π.Ε.Λ. διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις για τις επιπτώσεις της εφαρμογής του παραπάνω νόμου στην αγορά και στους καταναλωτές. Με εκτίμηση Σ.Π.Ε.Λ Πανόρμου 62, 11523, Αθήνα τηλ: 210 3224872 mail: info@spel.gr