• ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ «Αρχική Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2016/97 /ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων». Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Σ Υ Ν Τ Ο Ν Ι Σ Τ ΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ, καταθέτει τις ακόλουθες παρατηρήσεις του /σχόλια στο ανωτέρω Σχέδιο Νόμου. : 1. Στο άρθρο 04 παρ. 3 , συμφωνούμε απόλυτα για την αλλαγή που προτείνεται ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δεν καταβάλλεται προμήθεια, ήτοι: «α) αν ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο συντονιστής έχει καταδικαστεί με οριστική απόφαση κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση, ή β) αν αυτεπαγγέλτως ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για πράξεις που απορρέουν από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής». Στην διάταξη αυτή έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α. Κριτήριο για την στέρηση της αποζημιώσεως κατά την στιγμή της καταγγελίας δεν μπορεί να είναι η καταδίκη αλλά η ΥΠΟΒΟΛΗ μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης, εκ της οποίας θα ασκηθεί ποινική δίωξη που θα οδηγήσει στην έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι είναι ορθό να υπάρχει στέρηση της αποζημιώσεως αν έχει υποβληθεί μηνυτήρια αναφορά ή έγκληση από την ασφαλιστική επιχείρηση, εκ της οποίας θα ασκηθεί ποινική δίωξη (άρα αν η υπόθεση τεθεί στο αρχείο, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δικαιούται την αποζημίωση) ως αποτέλεσμα της οποίας ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο συντονιστής καταδικαστεί με «οριστική» απόφαση. β. Κατά τον Νόμο ΟΡΙΣΤΙΚΗ είναι η απόφαση που εκδίδεται από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πλημμελειοδικείο ή Εφετείο Κακουργημάτων) και αυτή που εκδίδεται μετά από έφεση κατά της οριστικής απόφασης ονομάζεται ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ απόφαση. Ούτω θεωρούμε ότι δεν είναι ορθό, από απόψεως κρίσεως τελέσεως του αδικήματος, να αρκείται ο Νόμος στην ύπαρξη Πρωτόδικης απόφασης (ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ) καθ΄ όσον η τυχόν καταδικαστική σε βάρος του διαμεσολαβητή πρωτοβάθμιο απόφαση (που του στερεί την αποζημίωση) μπορεί να ανατραπεί στο Εφετείο και αυτός να αθωωθεί, οπότε θα δικαιούται την αποζημίωση. Είτε, αντίστροφα, αθωωτική απόφαση πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (που δεν θα στερεί την αποζημίωση) μπορεί να καταστεί καταδικαστική στο Δεύτερο Βαθμό (που θα στερεί την αποζημίωση). Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι ορθότερο είναι να προβλεφθεί ότι απόλλυται η αποζημίωση με την ύπαρξη καταδικαστικής ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ απόφασης. γ. Η αναγκαιότητα ύπαρξης οριστικής ( ή ορθότερα τελεσίδικης) απόφασης, δημιουργεί και την εξής παρενέργεια. Αν ασκηθεί δίωξη (για πλημμέλημα ή κακούργημα) εναντίον κάποιου προσώπου (στην υπό κρίση περίπτωση ενός ασφαλιστικού διαμεσολαβητή) μετά από υποβολή έγκλησης ή μηνυτήριας αναφοράς, ο χρόνος στον οποίο, κατά τον Νόμο πρέπει να έχει εκδικασθεί η υπόθεση (από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά και από το Εφετείο) είναι ΟΚΤΩ έτη (υπό τον όρο ότι έχει κληθεί ο κατηγορούμενος μέσα στα 5έτη) για τα πλημμελήματα και ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ έτη για τα κακουργήματα (άρθρο 111 Ποινικού Κώδικα). Το συνήθως συμβαίνον, με βάση τους προγραμματισμούς δικών του Πρωτοδικείου (τουλάχιστον αυτού των Αθηνών, το οποίο εκδικάζει και τον μεγαλύτερο όγκο των υποθέσεων) είναι ότι υποθέσεις πλημμεληματικών πράξεων, δικάζονται σε πρώτο βαθμό στα 5 με 6 χρόνια, με την έκδοση ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ και στο Εφετείο λίγο πριν την πάροδο των 8 ετών, με την έκδοση ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ και σε μεγαλύτερο χρόνο οι υποθέσεις κακουργηματικών πράξεων. Κατά συνέπεια στην περίπτωση κατά την οποίο μετά την πάροδο 5ετίας, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ΑΠΑΛΛΑΓΕΙ (αθωωθεί), ΔΕΝ θα έχει την δυνατότητα να διεκδικήσει την αποζημίωσή του καθώς η σχετική αξίωσή του θα έχει ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΙ, με δεδομένο ότι οι αξιώσεις αυτές υπόκεινται σε 5ετη παραγραφή (τουλάχιστον για τις αξιώσεις των Συντονιστών και ασφαλιστικών συμβούλων, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του εμπόρου όπως και η Ασφαλιστική Εταιρεία και ούτω οι αξιώσεις των παραγράφονται στα 5 χρόνια - άρθρο 250 Αστικού Κώδικα). Το ανακύπτον αυτό πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί με την προτεινόμενη κατωτέρω διαμόρφωση της διατάξεως ως εξής: «Η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης αυτεπαγγέλτως ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ της ΑΞΙΩΣΕΩΣ του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή κατά της ασφαλιστικής εταιρείας για την διεκδίκηση της προμήθειας, που προβλέπεται ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΟΥ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ». Πρέπει δε να υπάρξει η πρόβλεψη αυτή διότι αλλιώς οι ασφαλιστικές εταιρίες θα καταθέτουν (άνευ στοιχείων) μηνυτήρια αναφορά ή έγκληση κατά του διαμεσολαβητή και μετά βεβαιότητος θα αποφεύγουν την καταβολή της προμήθειας, αφού αθωωτική/απαλλακτική απόφαση επ΄ αυτών θε εκδίδεται μετά την πάροδο του χρόνου παραγραφής της αξιώσεως του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή εναντίον τους (και τούτο ανεξάρτητα τυχόν συνεπειών της ασφαλιστικής εταιρείας για την ψευδή καταμήνυση κλπ). 2. Τα ίδια, ως ανωτέρω, ισχύουν και την αυτεπάγγελτη άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για πράξεις που απορρέουν από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι θα πρέπει και για την περίπτωση αυτή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, να προβλεφθεί ΚΑΤΑΔΙΚΗ του διαμεσολαβητή με την έκδοση αποφάσεως (οριστικής ή ορθότερο τελεσίδικης), όπως στην περίπτωση υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση, και να μην αρκείται ο νόμος στην δίωξη και μόνον και να υπάρξει και πρόβλεψη αναστολής της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ποινική δίκη μέχρις της εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως. 3. Στο άρθρο 04 παρ. 4 υπάρχει (η ορθότατη) πρόβλεψη ότι «σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση του καταβάλλει προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν». 3.1.Θεωρούμε όμως ότι ο χαρακτηρισμός της «παροχής» αυτής ως «προμήθειας» δημιουργεί προβλήματα (φορολογικά, ασφαλιστικά κλπ) τόσο για την ασφαλιστική εταιρεία, όσο και για τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή και τούτο διότι: α. Οι Διαμεσολαβητές, μετά την συνταξιοδότησή τους, παύουν να είναι εγγεγραμμένοι στο Επιμελητήριο και έτσι δεν έχουν Κωδικό επαγγέλματος, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να εισπράξουν αμοιβή/προμήθειες από την Εταιρεία, καθ΄ όσον η εγγραφή στο Επιμελητήριο αποτελεί τη βασική (θεμελιώδη) προϋπόθεση για την υπαγωγή στην άσκηση του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή, η οποία βέβαια δεν πληρούται σε περίπτωση διαγραφής, λόγω συνταξιοδότησης, απ΄ αυτό. β. απ΄ ότι γνωρίζουμε χωρίς τον Κωδικό επαγγέλματος από το Επιμελητήριο, η οποιαδήποτε καταβολή χρημάτων ως προμήθειες, δεν αναγνωρίζεται από την ΔΟΥ ως δαπάνη της εταιρείας. 3.2. Θεωρούμε ότι η καταβολή τέτοιου είδους ποσού, μετά την συνταξιοδότηση αποτελεί ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ Η σημασία δε του χαρακτηρισμού των χρημάτων όχι ως εισόδημα από προμήθειες αλλά ως αποζημίωση έχει τεράστια οικονομική σημασία για τον συνταξιούχο διότι: 3.2.1.= ο φόρος εισοδήματος είναι σημαντικά πιο μεγάλος από τον φόρο στην εφάπαξ φορολόγηση μιας αποζημίωσης (με κλίμακα). 3.2.2= το καταβαλλόμενο ποσό – ως εισόδημα / προμήθεια - (προφανώς) θα επιβαρύνεται και με σημαντικές ασφαλιστικές εισφορές , αφού με τον τελευταίο Νόμο 4387/12.5.2016 οι ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών υπολογίζονται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους, κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος ( άρθρο 39). 3.2.3=το καταβαλλόμενο ποσό – ως εισόδημα /προμήθεια - (προφανώς) θα προκαλεί περικοπή στην σύνταξη (βλ. Ν. 4387/2016 κατά τον οποίο η ανάληψη επαγγελματικής δραστηριότητας (όπως μπορεί να θεωρηθεί η καταβολή προμήθειας, η οποία είναι αντιπαροχή επαγγελματικής δραστηριότητας) έχει ως συνέπεια την μείωση της κύριας και επικουρικής σύνταξης. 3.2.4= Εφόσον το ποσό αυτό θεωρηθεί ότι αποτελεί εισόδημα, (πιθανόν) να ζητηθεί και προκαταβολή επομένου έτους από την ΔΟΥ. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι η καταβολή από τις εταιρείες τέτοιων ποσών θα είναι σε βάρος του συνταξιούχου διαμεσολαβητή και όχι να του προσπορίζει ωφέλεια. Θεωρούμε ότι αυτή η παροχή που προβλέπεται ,προσιδιάζει: Με την αποζημίωση, που δικαιούνται οι υπάλληλοι ( μισθωτοί) στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (ν.2112/1920 όπως ισχύει), αποζημίωση η οποία φορολογείται κλιμακωτά ( με συντελεστές που δεν έχουν σχέση με αυτούς της φορολογίας εισοδήματος) ή/και Με την αποζημίωση, που δικαιούνται οι υπάλληλοι (μισθωτοί) όταν αποχωρήσουν, οικειοθελώς, λόγω του ότι συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις πλήρους συντάξεως γήρατος (αποζημίωση που είναι ποσοστό της αποζημίωσης που θα δικαιούνται αν τους εγένετο καταγγελία της σύμβασης εργασίας). Αποτελεί δηλαδή η παροχή αυτή, που προβλέπεται στο σχέδιο του Νόμου, ένα είδος αποζημίωσης, επειδή ο διαμεσολαβητής αποχωρεί από την εταιρεία, λόγω συνταξιοδότησης, για τον προσδιορισμό της οποίας είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη, ως στοιχείο υπολογισμού, οι προμήθειες. Τέλος το σχέδιο Νόμου αναγνωρίζει τέτοιου είδους παροχή ως αποζημίωση, στο άρθρο 4 παρ.3, όπου προβλέπει ότι σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων καταβάλλεται αποζημίωση, και ούτω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει και στην εξεταζόμενη περίπτωση της αποχώρησης λόγω συνταξιοδότησης να ορισθεί ότι η προβλεπόμενη παροχή είναι αποζημίωση. Κατά συνέπεια προτείνουμε η διάταξη να διαμορφωθεί ως εξής: «Σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση του καταβάλλει ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ τριών ετών που ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ που αναλογούν στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν». 4. Με δεδομένο ότι οι διαμεσολαβητές, πέρα και ανεξάρτητα από το ποσό που δικαιούνται, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής τους, κατά τις διατάξεις του Νόμου και τις προβλέψεις του Σχεδίου (ήτοι την «προμήθεια μετενέργειας», όπως η θεωρία την ονομάζει) δικαιούνται και «ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ των άρθρων 9 π.δ. 219/91 και 14 παρ. 4 στ.α ν.3557/07 αναλόγως εφαρμοζόμενων» (ήτοι «αποζημίωση υπεραξίας»), αφού η θεωρία (βλ. καθηγητής Ζ. Σκουλούδης : «Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης 1999 σελ. 275), ρητά καταγράφει ότι «η ….. καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης….. δημιουργεί, σε βάρος της, υποχρέωσης καταβολής ….της προμήθειας των άρθρων 4 παρ. 4 , 20 παρ. 3 και 16 παρ. 3 ν. 1569/1985 ΧΩΡΙΣ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΑΛΛΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΗΜΙΑ του διαμεσολαβητή», θεωρώντας έτσι – εμμέσως πλην σαφώς - ότι η καταβολή της εκ του Νόμου αυτής αποζημίωσης, δεν αποκλείει άλλη αποζημίωση, δηλαδή αυτή που προκύπτει από την δημιουργούμενη υπεραξία, που παραμένει, μετά την διακοπή της συνεργασίας του διαμεσολαβητή/αποχώρησή του από την ασφαλιστική εταιρεία, αποχώρηση, που για την απόδοση της αποζημίωση πελατείας, δεν ενδιαφέρει για ποιο λόγο γίνεται, ήτοι οφείλεται με οποιαδήποτε τρόπο λυθεί η συνεργασία με την Εταιρεία (ακόμα και με οικειοθελή αποχώρηση ή/και βαρύ παράπτωμα). Προτείνουμε να προστεθεί διάταξη που να προβλέπει ότι : «Οι ασφαλιστικοί πράκτορες και οι Συντονιστές ασφαλιστικών πρακτόρων δικαιούνται μετά την λύση ή λήξη, για οποιονδήποτε λόγο, της συνεργασίας τους με την ασφαλιστική εταιρεία, αποζημιώσεως υπεραξίας, κατά το μέτρο που αυτή καταλείπεται στην εταιρεία». 5. Στο άρθρο 04 παρ. 3 γ προβλέπεται ότι «σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή» ο διαμεσολαβητής στερείται της αποζημιώσεως που ορίζεται. Πιστεύουμε ότι είναι τουλάχιστον άδικο και αντίθετο με κάθε έννοια συναλλακτικών ηθών να υπάρχει στέρηση της αποζημίωσης, τη στιγμή που η απόφαση του Συντονιστή να αποχωρήσει (παραιτηθεί) τις περισσότερες φορές (σχεδόν στο σύνολο) οφείλεται όχι σε δική του πρωτοβουλία αλλά σε ενέργειες της εταιρείας όπως πχ. , αλλαγή εμπορικής πολιτικής, κατάργηση από την εταιρία των προϊόντων τα οποία σχεδόν αποκλειστικά προωθούσε ο διαμεσολαβητής, μονομερείς τροποποιήσεις Κανονισμών και μη επιθυμία του Συντονιστή να προσχωρήσει στις τροποποιήσεις αυτές κλπ. Επίσης με την αποχώρησή του ο διαμεσολαβητής καταλείπει στον Ασφαλιστή την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, η οποία παραγωγή αυτή αποτελεί για τον Ασφαλιστική εταιρεία πηγή πρόσκτησης ωφελειών (κατ’ αρχήν του ασφαλίστρου αλλά και λοιπών, με την επεξεργασία των στοιχείων του πελατολογίου και τέλος ειδικά ο Συντονιστής, ο οποίος αποχώρησε με δική του πρωτοβουλία, «καταλείπει» στην Ασφαλιστική Εταιρεία σειρά Ασφαλιστικών Συμβούλων (ήτοι την ομάδα μέσω της οποίας διαμεσολαβούσε στην σύναψη Ασφαλιστικών Συμβάσεων), τους οποίους έχει «επιλέξει, εκπαιδεύσει και εποπτεύσει» και συνόδευε υποχρεωτικά εκ του Νόμου στα πρώτα τους βήματα (άρθρο 20 Ν. 1569/85, όπως ισχύει, άρθρο 12 της Πράξης Διοικητή της ΤτΕ με αριθμό 264/07.11.2011). Οι Ασφαλιστικοί αυτοί Σύμβουλοι θα συνεχίσουν να προβαίνουν σε πρόσκτηση παραγωγής και μετά την αποχώρηση του Συντονιστή, πρόσκτηση που προφανώς θα οφείλεται στην εκπαίδευση, εποπτεία και καθοδήγηση που τους είχε προσφέρει ο Συντονιστής και θα συνεχίσουν αν προσπορίζουν ωφέλεια στον Ασφαλιστή. Να σημειώσουμε ότι από την έναρξη ισχύος του ν. 1569/1985 η ρύθμιση να λαμβάνει αποζημίωση ο αποχωρών ίσχυε και μεταβλήθηκε/ απαγορεύτηκε (άνευ ουδεμίας επεξεργασίας) με τον νόμο 2496/1997. Προτείνουμε ούτω, όπως οι διαμεσολαβητές ( άλλως ειδικά ο Συντονιστής) να δικαιούνται της αποζημίωσης που προβλέπεται στον Νόμο, ήτοι καταβολή προμηθειών και μάλιστα ΕΠΙ ΜΙΑ ΔΙΕΤΙΑ (και όχι τριετία), λόγω της πρωτοβουλίας για αποχώρηση, και να διαμορφωθεί η ρύθμιση του άρθρου 4 παρ. 3 γ ως ακολούθως: «Σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή προμήθεια ΔΥΟ ετών, που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Η παραγωγή τεκμαίρεται ότι παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση εφόσον διατηρείται η ασφαλιστική κάλυψη για το ασφαλιζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αντικείμενο, χωρίς να αλλοιώνονται ουσιωδώς οι όροι της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση». 6. Οι προβλέψεις του άρθρου 47 (Μεταβατικές διατάξεις) για την κατάθεση δηλώσεων μέχρι 15.9.2018 της κατηγορίας ασφαλιστικής διαμεσολάβησης εκ των περ. α’ και β’ της παρ. 3 του άρθρου 18 του παρόντος, στην οποία επιθυμούν να παραμείνουν εγγεγραμμένοι οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές που θα έχουν ασυμβίβαστο, αλλά και αυτής της 1.10.2018, για την διαγραφή από το Ειδικό Μητρώο και της συγχώνευσης μηχανογραφικά, από τα Επιμελητήρια, των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που δεν θα συμμορφωθούν μέχρι την 15.9.2018 με τις υποχρεώσεις που θέτει το άρθρο, είναι πολύ σύντομες , με δεδομένο ότι ήδη βρισκόμαστε σχεδόν στον μήνα Ιούλιο και διεξάγεται ακόμα η διαβούλευση και επέρχεται και ο μήνας Αύγουστος των διακοπών και της μειωμένης ενημέρωσης και ενδέχεται να εγκλωβισθούν οι συνάδελφοί μας διαμεσολαβητές. Για την περίπτωση που το σχέδιο Νόμου δεν έχει γίνει Νόμος του Κράτους μέχρι την 25η Ιουλίου προτείνουμε όπως οι προθεσμίες διαμορφωθούν σε ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΝΌΜΟΥ -- του Αυγούστου μη συμπεριλαμβανομένου (όπως συμβαίνει σε πλήθος προθεσμίες που προβλέπει η Νομοθεσία) -- για την κατάθεση δηλώσεων και σε ΕΝΑ ΜΗΝΑ, μετά την πάροδο της ανωτέρω δίμηνης προθεσμίας, για τις ενέργειες στις οποίες ορίζεται να προβεί το Επιμελητήριο. Επίσης προτείνουμε όπως στο άρθρο αυτό προβλεφθεί για όλες τις κατηγορίες διαμεσολαβητών και όχι μόνον όσων παρουσιάζουν ασυμβίβαστο , δικαίωμα επιλογής, αν το επιθυμούν, της κατηγορίας διαμεσολαβητών που θα θέλουν να ανήκουν στο μέλλον, ήτοι ότι οι πράκτορες να μπορούν να συνεχίσουν ως μεσίτες και αντίστροφα οι μεσίτες να μπορούν να συνεχίσουν ως πράκτορες. 7. Στο άρθρο 38 παρ. 3, προβλέπεται για την ενημέρωση των πελατών ότι «Η ενημέρωση της παρ. 1 δίδεται σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, καθ’ όλη την διάρκεια ισχύος του βασιζόμενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος». Με δεδομένο ότι στην παρ. 1 α του ίδιο άρθρου προβλέπεται ότι η ενημέρωση περιλαμβάνει ως πρώτο της στοιχείο το «ΕΑΝ οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρόκειται να διενεργούν την περιοδική επαναξιολόγηση της καταλληλότητας της προτεινόμενης ασφάλισης σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 39 του παρόντος, και υπό ποιες προϋποθέσεις», δίδεται η ευχέρεια να μην διενεργείται περιοδική επαναξιολόγηση. Προτείνουμε ούτω για λόγους νομοτεχνικής βελτίωσης, η παράγραφος 3 να διατυπωθεί ως ακολούθως : ότι «Η ενημέρωση της παρ. 1 δίδεται σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, καθ’ όλη την διάρκεια ισχύος του βασιζόμενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1α του ίδιου άρθρου». ΓΙΑ ΤΟ ΔΣ του ΠΣΣΑΣ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΖΑΚΙΔΗΣ