Άρθρο 04 – Συναλλακτικές σχέσεις των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων μεταξύ τους και με τον πελάτη

1. Ο ασφαλιστικός πράκτορας διανέμει προϊόντα μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων βάσει έγγραφης σύμβασης εντολής, και αμείβεται αποκλειστικά από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο όνομα και για λογαριασμό των οποίων διανέμει ασφαλιστικά προϊόντα.

2. Ο συντονιστής ασφαλιστικών πρακτόρων ασκεί τη δραστηριότητα της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, βάσει έγγραφης σύμβασης εντολής και αμείβεται αποκλειστικά από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργάζεται.

3. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, λυθεί ή λήξει η σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Η παραγωγή τεκμαίρεται ότι παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση εφόσον διατηρείται η ασφαλιστική κάλυψη για το ασφαλιζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αντικείμενο, χωρίς να αλλοιώνονται ουσιωδώς οι όροι της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση. Δεν καταβάλλεται προμήθεια:
α) αν ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο συντονιστής έχει καταδικαστεί με οριστική απόφαση κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση, ή
β) αν αυτεπαγγέλτως ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για πράξεις που απορρέουν από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής, ή
γ) σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή.

Σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή αποζημίωση που ισούται με προμήθεια τεσσάρων ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, και σε περίπτωση θανάτου την καταβάλλει στα πρόσωπα που ο πράκτορας ή ο συντονιστής είχαν ορίσει ως δικαιούχους. Αν δεν είχαν οριστεί δικαιούχοι, στην περίπτωση θανάτου η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την ως άνω αποζημίωση στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του θανόντος κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής.

Σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση τού καταβάλλει προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν.

4. Ο μεσίτης ασφαλίσεων ασκεί τη δραστηριότητα διανομής βάσει έγγραφης συμφωνίας με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, με τρόπο που να αποτρέπεται η νομική και οικονομική εξάρτησή του έναντι αυτών. Ο μεσίτης ασφαλίσεων λαμβάνει αμοιβή:
α) από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις οποίες τοποθέτησε τον ασφαλιστικό κίνδυνο κατ’ εντολή του πελάτη του, ή/και
β) από τον πελάτη, βάσει έγγραφης σύμβασης μεταξύ τους.
Ελάχιστο περιεχόμενο της συμφωνίας είναι ο ΑΦΜ του μεσίτη ασφαλίσεων, ο ΑΦΜ του πελάτη, ο χρόνος και ο τρόπος απόδοσης της αμοιβής και το ακριβές ποσό της αμοιβής ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, η βάση και η μέθοδος υπολογισμού της αμοιβής.

5. Στην ασφάλιση μεγάλων κινδύνων, και όταν πρόκειται για επαγγελματία πελάτη του άρθρου 4 παρ. 1 σημείο 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στη συνασφάλιση, ο μεσίτης ασφαλίσεων δύναται, στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η άμεση έκδοση της ασφαλιστικής σύμβασης από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να υποβάλει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις «συμφωνητικό ασφαλιστικής κάλυψης», στο οποίο αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της ασφάλισης από τις ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες βεβαιώνουν την αποδοχή της κάλυψης του κινδύνου. Ο μεσίτης ασφαλίσεων εκδίδει «πιστοποιητικό ασφάλισης» με βάση τα στοιχεία που συμφώνησε με την ασφαλιστική επιχείρηση, το οποίο παραδίδει στον πελάτη. Ο μεσίτης αντικαθιστά το πιστοποιητικό ασφαλιστικής κάλυψης χωρίς υπαίτια βραδύτητα με την σύμβαση ασφάλισης.

6. Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας διανέμει προϊόντα μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που αναλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη για την δραστηριότητά του, και αμείβεται από εκείνες έναντι προμήθειας, βάσει έγγραφης σύμβασης εντολής.

7. Επιτρέπεται η συνεργασία μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, μόνον όταν οι συνεργαζόμενοι είναι εγγεγραμμένοι στην ίδια κατηγορία διαμεσολαβητών του Ειδικού Μητρώου. Σε περίπτωση που μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του πελάτη μεσολαβούν περισσότεροι του ενός διαμεσολαβητές, οι οποίοι συνεργάζονται μεταξύ τους στην προώθηση του ασφαλιστικού προϊόντος, εκείνος από τους συνεργαζόμενους διαμεσολαβητές που έχει τη σύμβαση με την ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνει έγκριση από την ασφαλιστική επιχείρηση για τη διανομή των προϊόντων της μέσα από τη συγκεκριμένη συνεργασία και, κατά περίπτωση, για την υποεξουσιοδότηση του άρθρου 27 παρ. 5 του παρόντος, πριν συναφθεί οποιαδήποτε ασφαλιστική σύμβαση. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση διαπιστώσει την προώθηση των προϊόντων της από μη εγκεκριμένη συνεργασία, η ασφαλιστική επιχείρηση ζητά εγγράφως διευκρινίσεις από τον συμβαλλόμενο με αυτήν ασφαλιστικό διαμεσολαβητή και θέτει προθεσμία για την παροχή των διευκρινίσεων αυτών, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ημερών. Μετά το πέρας της προθεσμίας η ασφαλιστική επιχείρηση δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και τα αποτελέσματα της καταγγελίας αυτής επέρχονται μετά από τρεις ημέρες από την επίδοσή της. Στην περίπτωση αυτήν η ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να παρακρατήσει τις αναλογούσες επί του ασφαλίστρου προμήθειες που θα κατέβαλλε στον συμβαλλόμενο με αυτήν ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, εάν είχε εγκρίνει τη συνεργασία.

8. Οι προβλέψεις του άρθρου αυτού δεν θίγουν την εφαρμογή των προβλέψεων των άρθρων 26 και 36 του παρόντος.

  • Άρθρο 4 

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 αντί για σύμβαση εντολής να αναφερθεί σύμβαση έργου.
    Άρθρο 4 παρ 3 εδάφιο α «οριστική απόφαση» να γίνει «αμετάκλητη απόφαση»

    Άρθρο 4 παρ 3 εδάφιο β απαράδεκτο και αντισυνταγματικό. Χωρίς τελεσίδικη απόφαση επειδή απλά του έγινε αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη χάνει τα δικαιώματά του? Μόνο με αμετάκλητη απόφαση. Αλλιώς θα είναι 6 χρόνια περίπου χωρίς προμήθειες ακόμα και αν στο τέλος δικαιωθεί. Προτείνουμε να καταβάλλεται το 50% μέχρι την αμετάκλητη απόφαση και το υπόλοιπο 50% στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ως εγγύηση, και εφόσον ο διαμεσολαβητής αθωωθεί τότε θα καταβάλλονται και οι τόκοι (επιδικίας) για την εγγύηση.   

    Άρθρο 4 παρ 3 εδάφιο γ (το οποίο πρέπει να γίνει δ γιατί είναι άλλη παράγραφος με άλλο νόημα)

    Σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας αντί για 4 χρόνια να γίνει 8 με τη μισή προμήθεια, προσαυξημένα στα 10 αν έχει ανήλικα παιδιά στο τέλος της οκταετίας. Την άλλη μισή προμήθεια θα την παίρνει εκείνος ο  ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο οποίος θα λαμβάνει το υπόλοιπο μισό της προμήθειας, ο οποίος θα υποδειχθεί από τον ίδιο ή συγγενή του α βαθμού (αλλιώς η ασφαλιστική εταιρεία) ώστε οι ασφαλιστικές συμβάσεις να εξυπηρετούνται και να παραμένουν στην ασφαλιστική εταιρία. Ομοίως στο θάνατο με δικαιούχους έως το 4ο βαθμό. 

    Άρθρο 4 παρ 3 εδάφιο γ (το οποίο πρέπει να γίνει ε γιατί πάλι πρόκειται για άλλη διάταξη)
    Πως είναι δυνατόν να καταβληθούν 3 έτη προμήθειες εφ όσον είναι σε σύνταξη?
    Προτείνουμε να δοθεί εφ’  άπαξ σε ποσοστό 100% με αιτιολογία αποζημίωση.

    Στο άρθρο 4 παρ.3 η περίπτωση γ που αναφέρει επί λέξει: «γ)σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή» Να απαλειφθεί

    Άρθρο 4 παρ 7 

    Στη 14η γραμμή του κειμένου μετά τη λέξη «¨επίδοση της» να προσθέσουμε με δικαστικό επιμελητή

    Το ΔΣ του ΠΣΑΣ (απόφαση πλειοψηφίας)

  • Άρθρο 4 

    Άρθρο 4 παράγραφος 1 αντί για σύμβαση εντολής να αναφερθεί σύμβαση έργου.
    Άρθρο 4 παρ 3 εδάφιο α «οριστική απόφαση» να γίνει «αμετάκλητη απόφαση»

    Άρθρο 4 παρ 3 εδάφιο β απαράδεκτο και αντισυνταγματικό. Χωρίς τελεσίδικη απόφαση επειδή απλά του έγινε αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη χάνει τα δικαιώματά του? Μόνο με αμετάκλητη απόφαση. Αλλιώς θα είναι 6 χρόνια περίπου χωρίς προμήθειες ακόμα και αν στο τέλος δικαιωθεί. Προτείνουμε να καταβάλλεται το 50% μέχρι την αμετάκλητη απόφαση και το υπόλοιπο 50% στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ως εγγύηση, και εφόσον ο διαμεσολαβητής αθωωθεί τότε θα καταβάλλονται και οι τόκοι (επιδικίας) για την εγγύηση.   

    Άρθρο 4 παρ 3 εδάφιο γ (το οποίο πρέπει να γίνει δ γιατί είναι άλλη παράγραφος με άλλο νόημα)

    Σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας αντί για 4 χρόνια να γίνει 8 με τη μισή προμήθεια, προσαυξημένα στα 10 αν έχει ανήλικα παιδιά στο τέλος της οκταετίας. Την άλλη μισή προμήθεια θα την παίρνει εκείνος ο  ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο οποίος θα λαμβάνει το υπόλοιπο μισό της προμήθειας, ο οποίος θα υποδειχθεί από τον ίδιο ή συγγενή του α βαθμού (αλλιώς η ασφαλιστική εταιρεία) ώστε οι ασφαλιστικές συμβάσεις να εξυπηρετούνται και να παραμένουν στην ασφαλιστική εταιρία. Ομοίως στο θάνατο με δικαιούχους έως το 4ο βαθμό. 

    Άρθρο 4 παρ 3 εδάφιο γ (το οποίο πρέπει να γίνει ε γιατί πάλι πρόκειται για άλλη διάταξη)
    Πως είναι δυνατόν να καταβληθούν 3 έτη προμήθειες εφ όσον είναι σε σύνταξη?
    Προτείνουμε να δοθεί εφ’  άπαξ σε ποσοστό 100% με αιτιολογία αποζημίωση.

    Στο άρθρο 4 παρ.3 η περίπτωση γ που αναφέρει επί λέξει: «γ)σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή» Να απαλειφθεί

    Άρθρο 4 παρ 7 

    Στη 14η γραμμή του κειμένου μετά τη λέξη «¨επίδοση της» να προσθέσουμε με δικαστικό επιμελητή

    Το ΔΣ του ΠΣΑΣ (απόφαση κατα πλειοψηφία)

  • 29 Ιουνίου 2018, 11:49 | Π.Ο.Α.Δ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ

    ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ παρ. 7

    Η παραπάνω ρύθμιση αναζητά θεμελίωση, (βλ. αιτιολογική έκθεση ) στην διασφάλιση της ταυτότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαμεσολαβητών – της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και ενίσχυση της διαφάνειας και της ασφάλειας των συναλλαγών.

    Ωστόσο σύμφωνα με το συνολικό περιεχόμενο του σχεδίου νόμου οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές όλων των βαθμίδων έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις τόσο απέναντι στην ασφαλιστική επιχείρηση, όσο και απέναντι στον τελικό καταναλωτή , γεγονός που καθιστά άνευ ουσίας την εν λόγω ρύθμιση.

    Η διαφάνεια στις συναλλαγές μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών είναι ευχερές να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθείς ρυθμίσεις και χωρίς να αντιβαίνει στην αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων, όπως η παρούσα διάταξη, η οποία απαγορεύει στους Πράκτορες να συνεργάζονται με Μεσίτες, περιορίζοντας έτσι το Δικαίωμα εν τέλει του Καταναλωτή να επιλέξει τις σωστές Ασφαλιστικές Συμβάσεις.

    Εξ άλλου σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Α.Κ. περί εντολής ο εντολοδόχος είναι άμεσα υπεύθυνος και υπόχρεος έναντι του εντολέα, και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα κατακερματισμού ευθυνών και υποχρεώσεων, στην περίπτωση συνεργασίας διαμεσολαβητών διαφόρων κατηγοριών.

    Δεν θα πρέπει δε να αγνοηθεί το γεγονός ότι η συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών διαμεσολαβητών για τη δημιουργία ευρύτερων δικτύων προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων ευνοεί την επίτευξη οικονομιών κλίμακος. Γεγονός που εν προκειμένω επιδεικτικά αγνοείται από τον εσωτερικό νομοθέτη με αποτέλεσμα κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης να πληγούν τα υπάρχοντα δίκτυα των ασφαλιστικών πρακτόρων υπέρ των δικτύων των συντονιστών ασφαλιστικών πρακτόρων, τα οποία θα διατηρηθούν με διακριτή ευνοϊκή ρύθμιση του εσωτερικού νομοθέτη.

  • ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΑ 2016/97 & ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ Ν.1569/85 και ΠΔ 190/2006.

    Παρατηρήσεις και προτάσεις της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ –ΕΕΑΕ.

    Κατόπιν μελέτης του κειμένου του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/97 IDD και την ταυτόχρονη κωδικοποίηση του Νόμου 1569/1985 και Π.Δ.190/2006, σας υποβάλουμε τρεις παρατηρήσεις που είμαστε βέβαιοι ότι θα θελήσετε να εξετάσετε σοβαρά και να συμπεριλάβετε στο τελικό κείμενο του νόμου.

    Οι τρεις παρατηρήσεις μας αφορούν το Αρθρο 4. Συναλλακτικές σχέσεις των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων μεταξύ τους και με τον πελάτη.

    Πιο συγκεκριμένα στην παράγραφο 3:
    1. Επιθυμούμε να συμπληρωθεί στο τέλος του πρώτου εδαφίου και αμέσως πριν την πρόταση «Δεν καταβάλλεται προμήθεια:» το παρακάτω κείμενο:
    «Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε μηνιαία βάση με αναλυτική κατάσταση τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων για την διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή και τις δικαιούμενες προμήθειές του.»
    2. Επιθυμούμε να μην συμπεριληφθούν τα διαλαμβανόμενα της περίπτωσης (γ) και αντ’ αυτών να οριστεί αμέσως μετά ότι:

    «Σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του ασφαλιστικού πράκτορα η του συντονιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα, η τον συντονιστή, προμήθεια δύο ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση.» &
    3. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 που αφορά την περίπτωση του συνταξιοδοτηθέντος ασφαλιστικού πράκτορα, επιθυμούμε να προβλεφθεί ρύθμιση για την περίπτωση θανάτου του συνταξιοδοτηθέντος πράκτορα ως ακολούθως:
    «Σε περίπτωση θανάτου, του αποχωρήσαντος λόγω συνταξιοδότησης ασφαλιστικού πράκτορα, εντός του διαστήματος των τριών ετών, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την προμήθεια τριών ετών στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής, εκτός εάν ο θανών είχε ορίσει άλλως.»

    ******************

    Κατόπιν των ανωτέρω προτάσεων το πλήρες κείμενο της παραγράφου 3 του άρθρου 4, διαμορφώνεται ως εξής:

    Άρθρο 04 – Συναλλακτικές σχέσεις των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων μεταξύ τους και με τον πελάτη
    Παράγραφος 3
    Αν, για οποιονδήποτε λόγο, λυθεί ή λήξει η σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Η παραγωγή τεκμαίρεται ότι παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση εφόσον διατηρείται η ασφαλιστική κάλυψη για το ασφαλιζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αντικείμενο, χωρίς να αλλοιώνονται ουσιωδώς οι όροι της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε μηνιαία βάση με αναλυτική κατάσταση τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων για την διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή και τις δικαιούμενες προμήθειές του.
    Δεν καταβάλλεται προμήθεια:
    α) αν ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο συντονιστής έχει καταδικαστεί με οριστική απόφαση κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση, ή

    β) αν αυτεπαγγέλτως ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για πράξεις που απορρέουν από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής,

    Σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του ασφαλιστικού πράκτορα η του συντονιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα, η τον συντονιστή, προμήθεια δύο ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση.

    Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση.
    Σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή αποζημίωση που ισούται με προμήθεια τεσσάρων ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, και σε περίπτωση θανάτου την καταβάλλει στα πρόσωπα που ο πράκτορας ή ο συντονιστής είχαν ορίσει ως δικαιούχους. Αν δεν είχαν οριστεί δικαιούχοι, στην περίπτωση θανάτου η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την ως άνω αποζημίωση στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του θανόντος κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής.
    Σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση τού καταβάλλει προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν.
    Σε περίπτωση θανάτου, του αποχωρήσαντος λόγω συνταξιοδότησης ασφαλιστικού πράκτορα, εντός του διαστήματος των τριών ετών, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την προμήθεια τριών ετών στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής , εκτός εάν ο θανών είχε ορίσει άλλως.
    Υποβάλουμε αυτές τις παρατηρήσεις γιατί θα βοηθήσουν στην εύρυθμη λειτουργίας της αγοράς και θα απαλείψουν αδικίες του παρελθόντος , όταν ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές απομακρύνθηκαν από Εταιρείες στερούμενοι κόπους ετών , ή εξαναγκάσθηκαν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους και έχασαν κάθε δικαίωμα στα χαρτοφυλάκιά τους.
    Το ΔΣ της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ.

  • ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΑ 2016/97 & ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ Ν.1569/85 και ΠΔ 190/2006.

    Παρατηρήσεις και προτάσεις της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ –ΕΕΑΕ.

    Κατόπιν μελέτης του κειμένου του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/97 IDD και την ταυτόχρονη κωδικοποίηση του Νόμου 1569/1985 και Π.Δ.190/2006, σας υποβάλουμε τρεις παρατηρήσεις που είμαστε βέβαιοι ότι θα θελήσετε να εξετάσετε σοβαρά και να συμπεριλάβετε στο τελικό κείμενο του νόμου.

    Οι τρεις παρατηρήσεις μας αφορούν το Αρθρο 4. Συναλλακτικές σχέσεις των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων μεταξύ τους και με τον πελάτη.

    Πιο συγκεκριμένα στην παράγραφο 3:
    1. Επιθυμούμε να συμπληρωθεί στο τέλος του πρώτου εδαφίου και αμέσως πριν την πρόταση «Δεν καταβάλλεται προμήθεια:» το παρακάτω κείμενο:
    «Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε μηνιαία βάση με αναλυτική κατάσταση τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων για την διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή και τις δικαιούμενες προμήθειές του.»
    2. Επιθυμούμε να μην συμπεριληφθούν τα διαλαμβανόμενα της περίπτωσης (γ) και αντ’ αυτών να οριστεί αμέσως μετά ότι:

    «Σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του ασφαλιστικού πράκτορα η του συντονιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα, η τον συντονιστή, προμήθεια δύο ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση.» &

    3. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 που αφορά την περίπτωση του συνταξιοδοτηθέντος ασφαλιστικού πράκτορα, επιθυμούμε να προβλεφθεί ρύθμιση για την περίπτωση θανάτου του συνταξιοδοτηθέντος πράκτορα ως ακολούθως:
    «Σε περίπτωση θανάτου, του αποχωρήσαντος λόγω συνταξιοδότησης ασφαλιστικού πράκτορα, εντός του διαστήματος των τριών ετών, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την προμήθεια τριών ετών στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής, εκτός εάν ο θανών είχε ορίσει άλλως.»

    ******************

    Κατόπιν των ανωτέρω προτάσεων το πλήρες κείμενο της παραγράφου 3 του άρθρου 4, διαμορφώνεται ως εξής:

    Άρθρο 04 – Συναλλακτικές σχέσεις των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων μεταξύ τους και με τον πελάτη
    Παράγραφος 3
    Αν, για οποιονδήποτε λόγο, λυθεί ή λήξει η σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Η παραγωγή τεκμαίρεται ότι παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση εφόσον διατηρείται η ασφαλιστική κάλυψη για το ασφαλιζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αντικείμενο, χωρίς να αλλοιώνονται ουσιωδώς οι όροι της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε μηνιαία βάση με αναλυτική κατάσταση τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων για την διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή και τις δικαιούμενες προμήθειές του.
    Δεν καταβάλλεται προμήθεια:
    α) αν ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο συντονιστής έχει καταδικαστεί με οριστική απόφαση κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση, ή

    β) αν αυτεπαγγέλτως ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για πράξεις που απορρέουν από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής,

    Σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του ασφαλιστικού πράκτορα η του συντονιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα, η τον συντονιστή, προμήθεια δύο ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση.

    Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση.
    Σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή αποζημίωση που ισούται με προμήθεια τεσσάρων ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, και σε περίπτωση θανάτου την καταβάλλει στα πρόσωπα που ο πράκτορας ή ο συντονιστής είχαν ορίσει ως δικαιούχους. Αν δεν είχαν οριστεί δικαιούχοι, στην περίπτωση θανάτου η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την ως άνω αποζημίωση στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του θανόντος κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής.
    Σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση τού καταβάλλει προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν.
    Σε περίπτωση θανάτου, του αποχωρήσαντος λόγω συνταξιοδότησης ασφαλιστικού πράκτορα, εντός του διαστήματος των τριών ετών, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την προμήθεια τριών ετών στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής , εκτός εάν ο θανών είχε ορίσει άλλως.
    Υποβάλουμε αυτές τις παρατηρήσεις γιατί θα βοηθήσουν στην εύρυθμη λειτουργίας της αγοράς και θα απαλείψουν αδικίες του παρελθόντος , όταν ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές απομακρύνθηκαν από Εταιρείες στερούμενοι κόπους ετών , ή εξαναγκάσθηκαν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους και έχασαν κάθε δικαίωμα στα χαρτοφυλάκιά τους.
    Το ΔΣ της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ.

  • ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΑ 2016/97 & ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ Ν.1569/85 και ΠΔ 190/2006.

    Παρατηρήσεις και προτάσεις της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ –ΕΕΑΕ.

    Κατόπιν μελέτης του κειμένου του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/97 IDD και την ταυτόχρονη κωδικοποίηση του Νόμου 1569/1985 και Π.Δ.190/2006, σας υποβάλουμε τρεις παρατηρήσεις που είμαστε βέβαιοι ότι θα θελήσετε να εξετάσετε σοβαρά και να συμπεριλάβετε στο τελικό κείμενο του νόμου.

    Οι τρεις παρατηρήσεις μας αφορούν το Αρθρο 4. Συναλλακτικές σχέσεις των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων μεταξύ τους και με τον πελάτη.

    Πιο συγκεκριμένα στην παράγραφο 3:
    1. Επιθυμούμε να συμπληρωθεί στο τέλος του πρώτου εδαφίου και αμέσως πριν την πρόταση «Δεν καταβάλλεται προμήθεια:» το παρακάτω κείμενο:
    «Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε μηνιαία βάση με αναλυτική κατάσταση τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων για την διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή και τις δικαιούμενες προμήθειές του.»
    2. Επιθυμούμε να μην συμπεριληφθούν τα διαλαμβανόμενα της περίπτωσης (γ) και αντ’ αυτών να οριστεί αμέσως μετά ότι:

    «Σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του ασφαλιστικού πράκτορα η του συντονιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα, η τον συντονιστή, προμήθεια δύο ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση.» &
    3. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 που αφορά την περίπτωση του συνταξιοδοτηθέντος ασφαλιστικού πράκτορα, επιθυμούμε να προβλεφθεί ρύθμιση για την περίπτωση θανάτου του συνταξιοδοτηθέντος πράκτορα ως ακολούθως:
    «Σε περίπτωση θανάτου, του αποχωρήσαντος λόγω συνταξιοδότησης ασφαλιστικού πράκτορα, εντός του διαστήματος των τριών ετών, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την προμήθεια τριών ετών στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής, εκτός εάν ο θανών είχε ορίσει άλλως.»

    ******************

    Κατόπιν των ανωτέρω προτάσεων το πλήρες κείμενο της παραγράφου 3 του άρθρου 4, διαμορφώνεται ως εξής:

    Άρθρο 04 – Συναλλακτικές σχέσεις των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων μεταξύ τους και με τον πελάτη
    Παράγραφος 3
    Αν, για οποιονδήποτε λόγο, λυθεί ή λήξει η σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Η παραγωγή τεκμαίρεται ότι παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση εφόσον διατηρείται η ασφαλιστική κάλυψη για το ασφαλιζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αντικείμενο, χωρίς να αλλοιώνονται ουσιωδώς οι όροι της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε μηνιαία βάση με αναλυτική κατάσταση τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων για την διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή και τις δικαιούμενες προμήθειές του.
    Δεν καταβάλλεται προμήθεια:
    α) αν ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο συντονιστής έχει καταδικαστεί με οριστική απόφαση κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση, ή

    β) αν αυτεπαγγέλτως ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για πράξεις που απορρέουν από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής.

    Σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του ασφαλιστικού πράκτορα η του συντονιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα, η τον συντονιστή, προμήθεια δύο ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση.

    Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση.
    Σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή αποζημίωση που ισούται με προμήθεια τεσσάρων ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, και σε περίπτωση θανάτου την καταβάλλει στα πρόσωπα που ο πράκτορας ή ο συντονιστής είχαν ορίσει ως δικαιούχους. Αν δεν είχαν οριστεί δικαιούχοι, στην περίπτωση θανάτου η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την ως άνω αποζημίωση στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του θανόντος κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής.
    Σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση τού καταβάλλει προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν.
    Σε περίπτωση θανάτου, του αποχωρήσαντος λόγω συνταξιοδότησης ασφαλιστικού πράκτορα, εντός του διαστήματος των τριών ετών, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την προμήθεια τριών ετών στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής, εκτός εάν ο θανών είχε ορίσει άλλως.
    Υποβάλουμε αυτές τις παρατηρήσεις γιατί θα βοηθήσουν στην εύρυθμη λειτουργίας της αγοράς και θα απαλείψουν αδικίες του παρελθόντος , όταν ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές απομακρύνθηκαν από Εταιρείες στερούμενοι κόπους ετών, ή εξαναγκάσθηκαν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους και έχασαν κάθε δικαίωμα στα χαρτοφυλάκιά τους.
    Το ΔΣ της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ.

  • 29 Ιουνίου 2018, 03:13 | Μαρία Δημητριαδη

    Η πρόβλεψη στο Σχεδιο Νομου της συνεργασίας μόνο μεταξύ Διαμεσολαβητων που ειναι εγγεγραμμένοι στην ίδια κατηγορια δεν προβλέπεται καταρχήν στην Ευρωπαϊκή Νομοθεσία δεύτερον σε όλη την Ευρωπαϊκή ισχύει η συνεργασία μεταξύ Agent – Broker
    Αυτη η διάταξη επεμβαίνει και ακυρώνει την ελευθερία των Εμπορικών Συναλλαγών και Συμβάσεων μεταξύ δυο μερών θα δημιουργήσει σοβαρά προβληματα στα Νομικά Πρόσωπα των Μεσιτών ας σημειώσω εδώ οτι πολλές ΕΠΥ εκπροσωπούνται απο Μεσιτες οι ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ Πράκτορες τοποθετούν κινδύνου. που δεν ασφαλίζονται στην Ελληνική Αγορά και περιορίζει το δικαιωμα του καταναλωτή να επιλέξει ελεύθερα την ασφαλιστική του σύμβαση που αυτό ειναι ο σκοπός της Οδηγιας
    Σε καθε περίπτωση αν για τους λόγους που ολοι γνωρίζουμε στην αγορά μας θελουμε εξαλείψουμε στρεβλά φαινόμενα και πρακτικές υπάρχουν άλλες δείκλιδες ασφαλείας και ενέργειες απο την μεριά των Ασφαλιστικων Εταιριων και της Εποπτείας που μπορούν να ληφθούν

  • 28 Ιουνίου 2018, 16:47 | Σύνδεσμος Ελλήνων Μεσιτών Ασφαλίσεων

    Άρθρο 4

    Παρά το γεγονός ότι στις κατευθυντήριες γραμμές της οδηγίας (βλ. παρ. 72 εισαγωγικού κειμένου) γίνεται σαφής αναφορά στο ότι η οδηγία (και συνακόλουθα η ενσωμάτωση της στο Εθνικό δίκαιο) δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθής για τους μικρομεσαίους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διανομείς οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του σχεδίου νόμου ρυθμίσεις, βάλλουν ευθέως κατά των μικρομεσαίων ασφαλιστικών διανομέων .

    Θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι:

    Οι εισαγόμενες με το άρθρο 4 του σχεδίου Νόμου ρυθμίσεις, όπως κατωτέρω αυτές θα αναλυθούν , δεν συνιστούν συμμόρφωση προς επιβαλλόμενες από την οδηγία κατευθυντήριες γραμμές, αλλά αποτέλεσμα άσχετης με το πλαίσιο που θέτει η οδηγία, καθιστώντας επαχθέστερη την άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

    Ειδικότερα:

    I. Αναφορικά με τον περιορισμό της δυνατότητας έκδοσης Πιστοποιητικών Ασφάλισης (Cover Notes) μόνο στην περίπτωση ασφάλισης «Μεγάλων Κινδύνων» και μόνο όταν πρόκειται για επαγγελματία πελάτη.
    (άρθρο 4 παρ. 5)

    Η επίκληση των διατάξεων του άρθρου 2 ν. 2496/.97 στην αιτιολογική έκθεση δεν δικαιώνει τον παραπάνω περιορισμό.

    Ο νόμος κάνει αναφορά (βλ. πρώτο εδ. άρθρου 2 του ν.2496/97) σε έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η ασφαλιστική σύμβαση και τέτοιο θεωρείται διεθνώς και το Πιστοποιητικό Ασφάλισης (Cover Note). Επιπλέον επισημαίνουμε ότι, η δυνατότητα αυτή, εξ ορισμού και εκ της διεθνούς ασφαλιστικής νομοθεσίας, δίνεται αποκλειστικά και μόνο στους Μεσίτες Ασφαλίσεων και είναι ένα από τα βασικά σημεία διαφοροποίησής της κατηγοριας αυτης σε σχέση με τις υπόλοιπες βαθμίδες διαμεσολάβησης.

    Συνακόλουθα ο περιορισμός της δυνατότητας έκδοσης Cover Noteπου αποτελεί αποδεικτικό της ασφάλισης έγγραφο και στο οποίο κατά πάγια πρακτική αναγράφονται όλα τα ουσιώδη στοιχεία της ασφάλισης, δεν διασφαλίζει μεγαλύτερη από τη ήδη υπάρχουσα προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή, ενώ αντίθετα δυσχεραίνει την λειτουργία τόσο των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων , όσο και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

    Εξ άλλου, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ως ορίζεται ο κίνδυνος που αφορά επιχειρήσεις που διαθέτουν καθαρό ύψος κύκλου εργασιών άνω των 12.800.000 ευρώ, ενώ απασχολούν κατά μέσο όρο πάνω από 250 άτομα (άρθρο3 εδ. 27 ν. 4364/2016) γίνεται σαφές ότι ο τιθέμενος περιορισμός συρρικνώνει δραματικά, αν δεν αποκλείει τη δυνατότητα έκδοσης πιστοποιητικού ασφάλισης από τους Μεσίτες Ασφαλίσεων.

    Αντίστοιχα καμία ρύθμιση δεν προβλέπεται στο σχέδιο νόμου για το κεκτημένο δικαίωμα των μεσιτών ασφαλίσεων να εκδίδουν Χρεωστικό και/ή Πιστωτικό Σημείωμα , ως παρακολούθημα του πιστοποιητικού ασφάλισης, με συνέπεια τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης κατηγορίας ασφαλιστικών διαμεσολαβητών.

    Θεωρούμε ότι ο παραπάνω περιορισμός, που δεν αποτελεί υποχρέωση προσαρμογής σε διάταξη της οδηγίας αλλά πρωτοβουλία δυσμενή και άνευ αιτιολογίας του εθνικού νομοθέτη, θα πρέπει να απαλειφθεί.

    Άλλωστε, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες – Κράτη Μέλη, αποτελεί πλέον κοινή πρακτική, ως επιβεβαίωση της ασφαλιστικής κάλυψης, να εκδίδονται μόνο Πιστοποιητικά Ασφάλισης (Cover Notes) – αντικαθιστώντας ουσιαστικά την έκδοση Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων – και η αντίστοιχη χρέωση των ασφαλίστρων γίνεται με την έκδοση Χρεωστικών και/ή Πιστωτικών Σημειωμάτων (Debit & Credit Notes).

    Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 θα πρέπει να τροποποιηθεί ως ακολούθως:

    1. <Κατά την τοποθέτηση κινδύνου ομεσίτης δύναται στην περίπτωση που δεν είναι εφικτή η άμεση έκδοση του (αντ)ασφαλιστηρίου συμβολαίου (από την (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση ή τις (αντ)ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να υποβάλει στις (αντ)ασφαλιστικές επιχειρήσεις «συμφωνητικό ασφαλιστικής κάλυψης», στο οποίο αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της (αντ)ασφάλισης από τους ενδιαφερόμενους (αντ)ασφαλιστές, οι οποίοι βεβαιώνουν την αποδοχή της κάλυψης του κινδύνου. Ο μεσίτης (αντ)ασφαλίσεων εκδίδει «πιστοποιητικό (αντ)ασφάλισης» με βάση τα στοιχεία που συμφώνησε με την (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση, το οποίο παραδίδει στον πελάτη. Ο Μεσίτης Ασφαλίσεων αντικαθιστά (εφόσον απαιτηθεί) το πιστοποιητικό (αντ)ασφαλιστικής κάλυψης χωρίς υπαίτια βραδύτητα με το (αντ)ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Αντίστοιχα, ως παρακολούθημα του Πιστοποιητικού Ασφάλισης που εκδίδεται, ο Μεσίτης Ασφαλίσεων δύναται να εκδίδει Χρεωστικό και/ή πιστωτικό σημείωμα.

    II. Αναφορικά με τον περιορισμό των Αλυσιδωτών Πωλήσεων και την Συνεργασία μεταξύ διαφορετικών Κατηγοριών Διαμεσολάβησης.

    (αρθρο 4, παρ.7)

    Η παραπάνω ρύθμιση αναζητά θεμελίωση, (βλ. αιτιολογική έκθεση) στην διασφάλιση της ταυτότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαμεσολαβητών της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και ενίσχυση της διαφάνειας και της ασφάλειας των συναλλαγών .

    Ωστόσο, σύμφωνα με το συνολικό περιεχόμενο του σχεδίου νόμου, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές όλων των βαθμίδων έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις τόσο απέναντι στην ασφαλιστική επιχείρηση, όσο και απέναντι στον τελικό καταναλωτή, γεγονός που καθιστά άνευ ουσίας την εν λόγω ρύθμιση.

    Η διαφάνεια στις συναλλαγές μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών είναι ευχερές να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθείς ρυθμίσεις και χωρίς να αντιβαίνει στην αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων, όπως η παρούσα διάταξη.

    Εξ άλλου, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Α.Κ. περί εντολής (που έχουν συμπληρωματικά εφαρμογή και εν προκειμένω) ο εντολοδόχος είναι άμεσα υπεύθυνος και υπόχρεος έναντι του εντολέα και συνακόλουθα δεν τίθεται ζήτημα κατακερματισμού ευθυνών και υποχρεώσεων στην περίπτωση συνεργασίας διαμεσολαβητών διαφόρων κατηγοριών.

    Επιπλέον, η συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών διαμεσολαβητών διαφορετικής ιδιότητας για την προώθηση και τοποθέτηση εξειδικευμένων ασφαλιστικών κινδύνων κατ΄εντολή και με τη σύμφωνη γνώμη του εντολέα/πελάτη, δεν παραβλάπτει, με τη συνδρομή της την ουσιαστικής εποπτείας του χώρου, ούτε την αξιούμενη διαφάνεια, ούτε την ανεξαρτησία των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και το διακριτό ρόλο της κάθε βαθμίδας, αφού ακόμα και στην περίπτωση αυτή η διαμεσολάβηση ασκείται αποκλειστικά από τον Μεσίτη Ασφαλίσεων, ενώ ο πράκτορας λειτουργεί ως συστήνων. Σύμφωνα δε με την πανευρωπαϊκά ισχύουσα πρακτική, στην περίπτωση αυτή, προβλέπεται η δυνατότητα εκχώρησης μέρους της προμήθειας του Μεσίτη στον συστήσαντα πράκτορα, ως προμήθεια σύστασης, αλλά και ως προμήθεια διατήρησης της ασφαλιστικής σύμβασης.

    Δεν θα πρέπει δε να αγνοηθεί το γεγονός ότι η συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών διαμεσολαβητών για τη δημιουργία ευρύτερων δικτυών προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων ευνοεί την επίτευξη οικονομιών κλίμακος. Γεγονός που εν προκειμένω επιδεικτικά αγνοείται από τον εθνικό νομοθέτη με αποτέλεσμα κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης να πληγούν τα υπάρχοντα δίκτυα των ασφαλιστικών πρακτόρων υπέρ των δικτύων των συντονιστών ασφαλιστικών πρακτόρων, τα οποία θα διατηρηθούν με καταφανώς ευνοϊκή υπερ αυτών ρύθμιση [του εσωτερικού νομοθέτη].

    Θεωρούμε ότι οι σκοπούμενες με την παραπάνω ρύθμιση διασφαλίσεις είναι δυνατόν να επιτευχθούν με λιγότερο επώδυνα για τους μικρο μεσαίους διαμεσολαβητές μέσα, όπως η θέσπιση υποχρέωσης γνωστοποίησης τόσο στην ασφαλιστική επιχείρηση όσο και στον τελικό καταναλωτή της ταυτότητας των επί μέρους της αλυσιδωτής πώλησης ασφαλιστικών προϊόντων.

    Η δε παράγραφος 7 του άρθρου 4 θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί ως εξής:

    < Ο μεσίτης <αντ)ασφαλίσεων δύναται να τοποθετεί κινδύνους κατόπιν συστάσεως εκ μέρους ασφαλιστικών διαμεσολαβητών άλλης κατηγορίας με τη σύμφωνη γνώμη του προς ασφάλιση προσώπου, έναντι εκχωρήσεως προς τον συστήσαντα διαμεσολαβητή του συμφωνουμένου μέρους της προμήθειας του μεσίτη

    Επίσης στο υπο διαβούλευση τελικό Σχέδιο Νόμου θα πρέπει να υπάρχει ειδική πρόβλεψη/ρύθμιση αναφορικά με την λειτουργία στην Ελλάδα εκείνων των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξουσιοδοτούν, μέσω ειδικών συμβάσεων, μεσίτες ασφαλίσεων, προκειμένου να προωθήσουν τα ασφαλιστικά προϊόντα τους στην τοπική αγορά (Cover Holders).

    Για την λειτουργία των παραπάνω ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ληφθεί ειδική πρόνοια, με την προσθήκη στο άρθρο 4 του Σχεδίου Νόμου, νέας παραγράφου με το εξής περιεχόμενο:

    Με τη ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται στην πράξη η λειτουργία εκείνων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξουσιοδοτούν, μέσω ειδικών συμβάσεων, μεσίτες ασφαλίσεων, προκειμένου να προωθήσουν τα ασφαλιστικά προϊόντα τους στην τοπική αγορά. Επιτρέποντας στους μεσίτες τη συνεργασία με τους πράκτορες στην συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ύπαρξη ειδικής σύμβασης εξουσιοδότησης μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και μεσίτη ασφαλίσεων – binding authority agreement) αναγνωρίζεται σε αυτές τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις το δικαίωμα να προωθήσουν στην τοπική αγορά τα προϊόντα τους, κάνοντας χρήση των ίδιων καναλιών που διαθέτουν και οι λοιπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δηλαδή τόσο μέσω μεσιτών όσο και μέσω πρακτόρων. Με τη ρύθμιση αυτή καθιερώνονται ίδιοι κανόνες λειτουργίας για όλες της ασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως καθεστώτος λειτουργίας τους.

    Οι ως άνω προτεινόμενες προσθήκες – αναδιαμορφώσεις καθώς και οι προτάσεις που είχαμε καταθέσει με το σχετικό Υπόμνημα μας στις 11.1.2018/Αρ.Πρωτ: 28 (επισυνάπτεται) είναι δίκαιες και σύμφωνες στο πνεύμα & τις κατευθύνσεις της οδηγίας που σαφώς ορίζει ότι η ενσωμάτωση της στο Εθνικό δίκαιο δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθής για τους μικρομεσαίους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ειδικά για τους Μεσίτες Ασφαλίσεων.

  • 28 Ιουνίου 2018, 16:24 | ΣΕΜΑ

    Άρθρο 4

    Παρά το γεγονός ότι στις κατευθυντήριες γραμμές της οδηγίας (βλ. παρ. 72 εισαγωγικού κειμένου) γίνεται σαφής αναφορά στο ότι η οδηγία (και συνακόλουθα η ενσωμάτωση της στο Εθνικό δίκαιο) δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθής για τους μικρομεσαίους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διανομείς οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του σχεδίου νόμου ρυθμίσεις, βάλλουν ευθέως κατά των μικρομεσαίων ασφαλιστικών διανομέων .

    Θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι:

    Οι εισαγόμενες με το άρθρο 4 του σχεδίου Νόμου ρυθμίσεις, όπως κατωτέρω αυτές θα αναλυθούν , δεν συνιστούν συμμόρφωση προς επιβαλλόμενες από την οδηγία κατευθυντήριες γραμμές, αλλά αποτέλεσμα άσχετης με το πλαίσιο που θέτει η οδηγία, καθιστώντας επαχθέστερη την άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

    Ειδικότερα:

    I. Αναφορικά με τον περιορισμό της δυνατότητας έκδοσης Πιστοποιητικών Ασφάλισης (Cover Notes) μόνο στην περίπτωση ασφάλισης «Μεγάλων Κινδύνων» και μόνο όταν πρόκειται για επαγγελματία πελάτη.
    (άρθρο 4 παρ. 5)

    Η επίκληση των διατάξεων του άρθρου 2 ν. 2496/.97 στην αιτιολογική έκθεση δεν δικαιώνει τον παραπάνω περιορισμό.

    Ο νόμος κάνει αναφορά (βλ. πρώτο εδ. άρθρου 2 του ν.2496/97) σε έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η ασφαλιστική σύμβαση και τέτοιο θεωρείται διεθνώς και το Πιστοποιητικό Ασφάλισης (Cover Note). Επιπλέον επισημαίνουμε ότι, η δυνατότητα αυτή, εξ ορισμού και εκ της διεθνούς ασφαλιστικής νομοθεσίας, δίνεται αποκλειστικά και μόνο στους Μεσίτες Ασφαλίσεων και είναι ένα από τα βασικά σημεία διαφοροποίησής της κατηγοριας αυτης σε σχέση με τις υπόλοιπες βαθμίδες διαμεσολάβησης.

    Συνακόλουθα ο περιορισμός της δυνατότητας έκδοσης Cover Noteπου αποτελεί αποδεικτικό της ασφάλισης έγγραφο και στο οποίο κατά πάγια πρακτική αναγράφονται όλα τα ουσιώδη στοιχεία της ασφάλισης, δεν διασφαλίζει μεγαλύτερη από τη ήδη υπάρχουσα προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή, ενώ αντίθετα δυσχεραίνει την λειτουργία τόσο των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων , όσο και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

    Εξ άλλου, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ως ορίζεται ο κίνδυνος που αφορά επιχειρήσεις που διαθέτουν καθαρό ύψος κύκλου εργασιών άνω των 12.800.000 ευρώ, ενώ απασχολούν κατά μέσο όρο πάνω από 250 άτομα (άρθρο3 εδ. 27 ν. 4364/2016) γίνεται σαφές ότι ο τιθέμενος περιορισμός συρρικνώνει δραματικά, αν δεν αποκλείει τη δυνατότητα έκδοσης πιστοποιητικού ασφάλισης από τους Μεσίτες Ασφαλίσεων.

    Αντίστοιχα καμία ρύθμιση δεν προβλέπεται στο σχέδιο νόμου για το κεκτημένο δικαίωμα των μεσιτών ασφαλίσεων να εκδίδουν Χρεωστικό και/ή Πιστωτικό Σημείωμα , ως παρακολούθημα του πιστοποιητικού ασφάλισης, με συνέπεια τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης κατηγορίας ασφαλιστικών διαμεσολαβητών.

    Θεωρούμε ότι ο παραπάνω περιορισμός, που δεν αποτελεί υποχρέωση προσαρμογής σε διάταξη της οδηγίας αλλά πρωτοβουλία δυσμενή και άνευ αιτιολογίας του εθνικού νομοθέτη, θα πρέπει να απαλειφθεί.

    Άλλωστε, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες – Κράτη Μέλη, αποτελεί πλέον κοινή πρακτική, ως επιβεβαίωση της ασφαλιστικής κάλυψης, να εκδίδονται μόνο Πιστοποιητικά Ασφάλισης (Cover Notes) – αντικαθιστώντας ουσιαστικά την έκδοση Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων – και η αντίστοιχη χρέωση των ασφαλίστρων γίνεται με την έκδοση Χρεωστικών και/ή Πιστωτικών Σημειωμάτων (Debit & Credit Notes).

    Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 θα πρέπει να τροποποιηθεί ως ακολούθως:

    1. <Κατά την τοποθέτηση κινδύνου ομεσίτης δύναται στην περίπτωση που δεν είναι εφικτή η άμεση έκδοση του (αντ)ασφαλιστηρίου συμβολαίου (από την (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση ή τις (αντ)ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να υποβάλει στις (αντ)ασφαλιστικές επιχειρήσεις «συμφωνητικό ασφαλιστικής κάλυψης», στο οποίο αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της (αντ)ασφάλισης από τους ενδιαφερόμενους (αντ)ασφαλιστές, οι οποίοι βεβαιώνουν την αποδοχή της κάλυψης του κινδύνου. Ο μεσίτης (αντ)ασφαλίσεων εκδίδει «πιστοποιητικό (αντ)ασφάλισης» με βάση τα στοιχεία που συμφώνησε με την (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση, το οποίο παραδίδει στον πελάτη. Ο Μεσίτης Ασφαλίσεων αντικαθιστά (εφόσον απαιτηθεί) το πιστοποιητικό (αντ)ασφαλιστικής κάλυψης χωρίς υπαίτια βραδύτητα με το (αντ)ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Αντίστοιχα, ως παρακολούθημα του Πιστοποιητικού Ασφάλισης που εκδίδεται, ο Μεσίτης Ασφαλίσεων δύναται να εκδίδει Χρεωστικό και/ή πιστωτικό σημείωμα.

    II. Αναφορικά με τον περιορισμό των Αλυσιδωτών Πωλήσεων και την Συνεργασία μεταξύ διαφορετικών Κατηγοριών Διαμεσολάβησης.

    (αρθρο 4, παρ.7)

    Η παραπάνω ρύθμιση αναζητά θεμελίωση, (βλ. αιτιολογική έκθεση) στην διασφάλιση της ταυτότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαμεσολαβητών της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και ενίσχυση της διαφάνειας και της ασφάλειας των συναλλαγών .

    Ωστόσο, σύμφωνα με το συνολικό περιεχόμενο του σχεδίου νόμου, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές όλων των βαθμίδων έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις τόσο απέναντι στην ασφαλιστική επιχείρηση, όσο και απέναντι στον τελικό καταναλωτή, γεγονός που καθιστά άνευ ουσίας την εν λόγω ρύθμιση.

    Η διαφάνεια στις συναλλαγές μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών είναι ευχερές να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθείς ρυθμίσεις και χωρίς να αντιβαίνει στην αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων, όπως η παρούσα διάταξη.

    Εξ άλλου, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Α.Κ. περί εντολής (που έχουν συμπληρωματικά εφαρμογή και εν προκειμένω) ο εντολοδόχος είναι άμεσα υπεύθυνος και υπόχρεος έναντι του εντολέα και συνακόλουθα δεν τίθεται ζήτημα κατακερματισμού ευθυνών και υποχρεώσεων στην περίπτωση συνεργασίας διαμεσολαβητών διαφόρων κατηγοριών.

    Επιπλέον, η συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών διαμεσολαβητών διαφορετικής ιδιότητας για την προώθηση και τοποθέτηση εξειδικευμένων ασφαλιστικών κινδύνων κατ΄εντολή και με τη σύμφωνη γνώμη του εντολέα/πελάτη, δεν παραβλάπτει, με τη συνδρομή της την ουσιαστικής εποπτείας του χώρου, ούτε την αξιούμενη διαφάνεια, ούτε την ανεξαρτησία των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και το διακριτό ρόλο της κάθε βαθμίδας, αφού ακόμα και στην περίπτωση αυτή η διαμεσολάβηση ασκείται αποκλειστικά από τον Μεσίτη Ασφαλίσεων, ενώ ο πράκτορας λειτουργεί ως συστήνων. Σύμφωνα δε με την πανευρωπαϊκά ισχύουσα πρακτική, στην περίπτωση αυτή, προβλέπεται η δυνατότητα εκχώρησης μέρους της προμήθειας του Μεσίτη στον συστήσαντα πράκτορα, ως προμήθεια σύστασης, αλλά και ως προμήθεια διατήρησης της ασφαλιστικής σύμβασης.

    Δεν θα πρέπει δε να αγνοηθεί το γεγονός ότι η συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών διαμεσολαβητών για τη δημιουργία ευρύτερων δικτυών προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων ευνοεί την επίτευξη οικονομιών κλίμακος. Γεγονός που εν προκειμένω επιδεικτικά αγνοείται από τον εθνικό νομοθέτη με αποτέλεσμα κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης να πληγούν τα υπάρχοντα δίκτυα των ασφαλιστικών πρακτόρων υπέρ των δικτύων των συντονιστών ασφαλιστικών πρακτόρων, τα οποία θα διατηρηθούν με καταφανώς ευνοϊκή υπερ αυτών ρύθμιση [του εσωτερικού νομοθέτη].

    Θεωρούμε ότι οι σκοπούμενες με την παραπάνω ρύθμιση διασφαλίσεις είναι δυνατόν να επιτευχθούν με λιγότερο επώδυνα για τους μικρο μεσαίους διαμεσολαβητές μέσα, όπως η θέσπιση υποχρέωσης γνωστοποίησης τόσο στην ασφαλιστική επιχείρηση όσο και στον τελικό καταναλωτή της ταυτότητας των επί μέρους της αλυσιδωτής πώλησης ασφαλιστικών προϊόντων.

    Η δε παράγραφος 7 του άρθρου 4 θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί ως εξής:

    < Ο μεσίτης <αντ)ασφαλίσεων δύναται να τοποθετεί κινδύνους κατόπιν συστάσεως εκ μέρους ασφαλιστικών διαμεσολαβητών άλλης κατηγορίας με τη σύμφωνη γνώμη του προς ασφάλιση προσώπου, έναντι εκχωρήσεως προς τον συστήσαντα διαμεσολαβητή του συμφωνουμένου μέρους της προμήθειας του μεσίτη

    Επίσης στο υπο διαβούλευση τελικό Σχέδιο Νόμου θα πρέπει να υπάρχει ειδική πρόβλεψη/ρύθμιση αναφορικά με την λειτουργία στην Ελλάδα εκείνων των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξουσιοδοτούν, μέσω ειδικών συμβάσεων, μεσίτες ασφαλίσεων, προκειμένου να προωθήσουν τα ασφαλιστικά προϊόντα τους στην τοπική αγορά (Cover Holders).

    Για την λειτουργία των παραπάνω ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ληφθεί ειδική πρόνοια, με την προσθήκη στο άρθρο 4 του Σχεδίου Νόμου, νέας παραγράφου με το εξής περιεχόμενο:

    Με τη ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται στην πράξη η λειτουργία εκείνων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξουσιοδοτούν, μέσω ειδικών συμβάσεων, μεσίτες ασφαλίσεων, προκειμένου να προωθήσουν τα ασφαλιστικά προϊόντα τους στην τοπική αγορά. Επιτρέποντας στους μεσίτες τη συνεργασία με τους πράκτορες στην συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ύπαρξη ειδικής σύμβασης εξουσιοδότησης μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και μεσίτη ασφαλίσεων – binding authority agreement) αναγνωρίζεται σε αυτές τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις το δικαίωμα να προωθήσουν στην τοπική αγορά τα προϊόντα τους, κάνοντας χρήση των ίδιων καναλιών που διαθέτουν και οι λοιπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δηλαδή τόσο μέσω μεσιτών όσο και μέσω πρακτόρων. Με τη ρύθμιση αυτή καθιερώνονται ίδιοι κανόνες λειτουργίας για όλες της ασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως καθεστώτος λειτουργίας τους.

    Οι ως άνω προτεινόμενες προσθήκες – αναδιαμορφώσεις καθώς και οι προτάσεις που είχαμε καταθέσει με το σχετικό Υπόμνημα μας στις 11.1.2018/Αρ.Πρωτ: 28 (επισυνάπτεται) είναι δίκαιες και σύμφωνες στο πνεύμα & τις κατευθύνσεις της οδηγίας που σαφώς ορίζει ότι η ενσωμάτωση της στο Εθνικό δίκαιο δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθής για τους μικρομεσαίους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ειδικά για τους Μεσίτες Ασφαλίσεων.

  • ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ
    «Αρχική Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2016/97 /ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων».

    Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Σ Υ Ν Τ Ο Ν Ι Σ Τ ΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ, καταθέτει τις ακόλουθες παρατηρήσεις του /σχόλια στο ανωτέρω Σχέδιο Νόμου. :
    1. Στο άρθρο 04 παρ. 3 , συμφωνούμε απόλυτα για την αλλαγή που προτείνεται ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δεν καταβάλλεται προμήθεια, ήτοι:
    «α) αν ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο συντονιστής έχει καταδικαστεί με οριστική απόφαση κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση,
    ή
    β) αν αυτεπαγγέλτως ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για πράξεις που απορρέουν από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής».
    Στην διάταξη αυτή έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
    α. Κριτήριο για την στέρηση της αποζημιώσεως κατά την στιγμή της καταγγελίας δεν μπορεί να είναι η καταδίκη αλλά η ΥΠΟΒΟΛΗ μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης, εκ της οποίας θα ασκηθεί ποινική δίωξη που θα οδηγήσει στην έκδοση καταδικαστικής απόφασης.
    Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι είναι ορθό να υπάρχει στέρηση της αποζημιώσεως αν έχει υποβληθεί μηνυτήρια αναφορά ή έγκληση από την ασφαλιστική επιχείρηση, εκ της οποίας θα ασκηθεί ποινική δίωξη (άρα αν η υπόθεση τεθεί στο αρχείο, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δικαιούται την αποζημίωση) ως αποτέλεσμα της οποίας ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο συντονιστής καταδικαστεί με «οριστική» απόφαση.
    β. Κατά τον Νόμο ΟΡΙΣΤΙΚΗ είναι η απόφαση που εκδίδεται από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πλημμελειοδικείο ή Εφετείο Κακουργημάτων) και αυτή που εκδίδεται μετά από έφεση κατά της οριστικής απόφασης ονομάζεται ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ απόφαση.
    Ούτω θεωρούμε ότι δεν είναι ορθό, από απόψεως κρίσεως τελέσεως του αδικήματος, να αρκείται ο Νόμος στην ύπαρξη Πρωτόδικης απόφασης (ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ) καθ΄ όσον η τυχόν καταδικαστική σε βάρος του διαμεσολαβητή πρωτοβάθμιο απόφαση (που του στερεί την αποζημίωση) μπορεί να ανατραπεί στο Εφετείο και αυτός να αθωωθεί, οπότε θα δικαιούται την αποζημίωση. Είτε, αντίστροφα, αθωωτική απόφαση πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (που δεν θα στερεί την αποζημίωση) μπορεί να καταστεί καταδικαστική στο Δεύτερο Βαθμό (που θα στερεί την αποζημίωση).
    Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι ορθότερο είναι να προβλεφθεί ότι απόλλυται η αποζημίωση με την ύπαρξη καταδικαστικής ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ απόφασης.
    γ. Η αναγκαιότητα ύπαρξης οριστικής ( ή ορθότερα τελεσίδικης) απόφασης, δημιουργεί και την εξής παρενέργεια.
    Αν ασκηθεί δίωξη (για πλημμέλημα ή κακούργημα) εναντίον κάποιου προσώπου (στην υπό κρίση περίπτωση ενός ασφαλιστικού διαμεσολαβητή) μετά από υποβολή έγκλησης ή μηνυτήριας αναφοράς, ο χρόνος στον οποίο, κατά τον Νόμο πρέπει να έχει εκδικασθεί η υπόθεση (από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά και από το Εφετείο) είναι ΟΚΤΩ έτη (υπό τον όρο ότι έχει κληθεί ο κατηγορούμενος μέσα στα 5έτη) για τα πλημμελήματα και ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ έτη για τα κακουργήματα (άρθρο 111 Ποινικού Κώδικα).
    Το συνήθως συμβαίνον, με βάση τους προγραμματισμούς δικών του Πρωτοδικείου (τουλάχιστον αυτού των Αθηνών, το οποίο εκδικάζει και τον μεγαλύτερο όγκο των υποθέσεων) είναι ότι υποθέσεις πλημμεληματικών πράξεων, δικάζονται σε πρώτο βαθμό στα 5 με 6 χρόνια, με την έκδοση ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ και στο Εφετείο λίγο πριν την πάροδο των 8 ετών, με την έκδοση ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ και σε μεγαλύτερο χρόνο οι υποθέσεις κακουργηματικών πράξεων.
    Κατά συνέπεια στην περίπτωση κατά την οποίο μετά την πάροδο 5ετίας, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ΑΠΑΛΛΑΓΕΙ (αθωωθεί), ΔΕΝ θα έχει την δυνατότητα να διεκδικήσει την αποζημίωσή του καθώς η σχετική αξίωσή του θα έχει ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΙ, με δεδομένο ότι οι αξιώσεις αυτές υπόκεινται σε 5ετη παραγραφή (τουλάχιστον για τις αξιώσεις των Συντονιστών και ασφαλιστικών συμβούλων, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του εμπόρου όπως και η Ασφαλιστική Εταιρεία και ούτω οι αξιώσεις των παραγράφονται στα 5 χρόνια – άρθρο 250 Αστικού Κώδικα).
    Το ανακύπτον αυτό πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί με την προτεινόμενη κατωτέρω διαμόρφωση της διατάξεως ως εξής:
    «Η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης αυτεπαγγέλτως ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ της ΑΞΙΩΣΕΩΣ του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή κατά της ασφαλιστικής εταιρείας για την διεκδίκηση της προμήθειας, που προβλέπεται ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΟΥ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ».
    Πρέπει δε να υπάρξει η πρόβλεψη αυτή διότι αλλιώς οι ασφαλιστικές εταιρίες θα καταθέτουν (άνευ στοιχείων) μηνυτήρια αναφορά ή έγκληση κατά του διαμεσολαβητή και μετά βεβαιότητος θα αποφεύγουν την καταβολή της προμήθειας, αφού αθωωτική/απαλλακτική απόφαση επ΄ αυτών θε εκδίδεται μετά την πάροδο του χρόνου παραγραφής της αξιώσεως του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή εναντίον τους (και τούτο ανεξάρτητα τυχόν συνεπειών της ασφαλιστικής εταιρείας για την ψευδή καταμήνυση κλπ).

    2. Τα ίδια, ως ανωτέρω, ισχύουν και την αυτεπάγγελτη άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για πράξεις που απορρέουν από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι θα πρέπει και για την περίπτωση αυτή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, να προβλεφθεί ΚΑΤΑΔΙΚΗ του διαμεσολαβητή με την έκδοση αποφάσεως (οριστικής ή ορθότερο τελεσίδικης), όπως στην περίπτωση υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση, και να μην αρκείται ο νόμος στην δίωξη και μόνον και να υπάρξει και πρόβλεψη αναστολής της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ποινική δίκη μέχρις της εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως.
    3. Στο άρθρο 04 παρ. 4 υπάρχει (η ορθότατη) πρόβλεψη ότι
    «σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση του καταβάλλει προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν».
    3.1.Θεωρούμε όμως ότι ο χαρακτηρισμός της «παροχής» αυτής ως «προμήθειας» δημιουργεί προβλήματα (φορολογικά, ασφαλιστικά κλπ) τόσο για την ασφαλιστική εταιρεία, όσο και για τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή και τούτο διότι:

    α. Οι Διαμεσολαβητές, μετά την συνταξιοδότησή τους, παύουν να είναι εγγεγραμμένοι στο Επιμελητήριο και έτσι δεν έχουν Κωδικό επαγγέλματος, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να εισπράξουν αμοιβή/προμήθειες από την Εταιρεία, καθ΄ όσον η εγγραφή στο Επιμελητήριο αποτελεί τη βασική (θεμελιώδη) προϋπόθεση για την υπαγωγή στην άσκηση του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή, η οποία βέβαια δεν πληρούται σε περίπτωση διαγραφής, λόγω συνταξιοδότησης, απ΄ αυτό.

    β. απ΄ ότι γνωρίζουμε χωρίς τον Κωδικό επαγγέλματος από το Επιμελητήριο, η οποιαδήποτε καταβολή χρημάτων ως προμήθειες, δεν αναγνωρίζεται από την ΔΟΥ ως δαπάνη της εταιρείας.
    3.2. Θεωρούμε ότι η καταβολή τέτοιου είδους ποσού, μετά την συνταξιοδότηση αποτελεί ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ
    Η σημασία δε του χαρακτηρισμού των χρημάτων όχι ως εισόδημα από προμήθειες αλλά ως αποζημίωση έχει τεράστια οικονομική σημασία για τον συνταξιούχο διότι:

    3.2.1.= ο φόρος εισοδήματος είναι σημαντικά πιο μεγάλος από τον φόρο στην εφάπαξ φορολόγηση μιας αποζημίωσης (με κλίμακα).

    3.2.2= το καταβαλλόμενο ποσό – ως εισόδημα / προμήθεια – (προφανώς) θα επιβαρύνεται και με σημαντικές ασφαλιστικές εισφορές , αφού με τον τελευταίο Νόμο 4387/12.5.2016 οι ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών υπολογίζονται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους, κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος ( άρθρο 39).

    3.2.3=το καταβαλλόμενο ποσό – ως εισόδημα /προμήθεια – (προφανώς) θα προκαλεί περικοπή στην σύνταξη (βλ. Ν. 4387/2016 κατά τον οποίο η ανάληψη επαγγελματικής δραστηριότητας (όπως μπορεί να θεωρηθεί η καταβολή προμήθειας, η οποία είναι αντιπαροχή επαγγελματικής δραστηριότητας) έχει ως συνέπεια την μείωση της κύριας και επικουρικής σύνταξης.

    3.2.4= Εφόσον το ποσό αυτό θεωρηθεί ότι αποτελεί εισόδημα, (πιθανόν) να ζητηθεί και προκαταβολή επομένου έτους από την ΔΟΥ.
    Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι η καταβολή από τις εταιρείες τέτοιων ποσών θα είναι σε βάρος του συνταξιούχου διαμεσολαβητή και όχι να του προσπορίζει ωφέλεια.

    Θεωρούμε ότι αυτή η παροχή που προβλέπεται ,προσιδιάζει:

    Με την αποζημίωση, που δικαιούνται οι υπάλληλοι ( μισθωτοί) στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (ν.2112/1920 όπως ισχύει), αποζημίωση η οποία φορολογείται κλιμακωτά ( με συντελεστές που δεν έχουν σχέση με αυτούς της φορολογίας εισοδήματος) ή/και
    Με την αποζημίωση, που δικαιούνται οι υπάλληλοι (μισθωτοί) όταν αποχωρήσουν, οικειοθελώς, λόγω του ότι συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις πλήρους συντάξεως γήρατος (αποζημίωση που είναι ποσοστό της αποζημίωσης που θα δικαιούνται αν τους εγένετο καταγγελία της σύμβασης εργασίας).
    Αποτελεί δηλαδή η παροχή αυτή, που προβλέπεται στο σχέδιο του Νόμου, ένα είδος αποζημίωσης, επειδή ο διαμεσολαβητής αποχωρεί από την εταιρεία, λόγω συνταξιοδότησης, για τον προσδιορισμό της οποίας είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη, ως στοιχείο υπολογισμού, οι προμήθειες.

    Τέλος το σχέδιο Νόμου αναγνωρίζει τέτοιου είδους παροχή ως αποζημίωση, στο άρθρο 4 παρ.3, όπου προβλέπει ότι σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων καταβάλλεται αποζημίωση, και ούτω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει και στην εξεταζόμενη περίπτωση της αποχώρησης λόγω συνταξιοδότησης να ορισθεί ότι η προβλεπόμενη παροχή είναι αποζημίωση.

    Κατά συνέπεια προτείνουμε η διάταξη να διαμορφωθεί ως εξής:
    «Σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση του καταβάλλει ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ τριών ετών που ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ που αναλογούν στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν».
    4. Με δεδομένο ότι οι διαμεσολαβητές,
    πέρα και ανεξάρτητα από το ποσό που δικαιούνται, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής τους, κατά τις διατάξεις του Νόμου και τις προβλέψεις του Σχεδίου (ήτοι την «προμήθεια μετενέργειας», όπως η θεωρία την ονομάζει)
    δικαιούνται και «ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ των άρθρων 9 π.δ. 219/91 και 14 παρ. 4 στ.α ν.3557/07 αναλόγως εφαρμοζόμενων» (ήτοι «αποζημίωση υπεραξίας»),
    αφού η θεωρία (βλ. καθηγητής Ζ. Σκουλούδης : «Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης 1999 σελ. 275), ρητά καταγράφει ότι «η ….. καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης….. δημιουργεί, σε βάρος της, υποχρέωσης καταβολής ….της προμήθειας των άρθρων 4 παρ. 4 , 20 παρ. 3 και 16 παρ. 3 ν. 1569/1985 ΧΩΡΙΣ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΑΛΛΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΗΜΙΑ του διαμεσολαβητή», θεωρώντας έτσι – εμμέσως πλην σαφώς – ότι η καταβολή της εκ του Νόμου αυτής αποζημίωσης, δεν αποκλείει άλλη αποζημίωση, δηλαδή αυτή που προκύπτει από την δημιουργούμενη υπεραξία, που παραμένει, μετά την διακοπή της συνεργασίας του διαμεσολαβητή/αποχώρησή του από την ασφαλιστική εταιρεία, αποχώρηση, που για την απόδοση της αποζημίωση πελατείας, δεν ενδιαφέρει για ποιο λόγο γίνεται, ήτοι οφείλεται με οποιαδήποτε τρόπο λυθεί η συνεργασία με την Εταιρεία (ακόμα και με οικειοθελή αποχώρηση ή/και βαρύ παράπτωμα).
    Προτείνουμε να προστεθεί διάταξη που να προβλέπει ότι :
    «Οι ασφαλιστικοί πράκτορες και οι Συντονιστές ασφαλιστικών πρακτόρων δικαιούνται μετά την λύση ή λήξη, για οποιονδήποτε λόγο, της συνεργασίας τους με την ασφαλιστική εταιρεία, αποζημιώσεως υπεραξίας, κατά το μέτρο που αυτή καταλείπεται στην εταιρεία».
    5. Στο άρθρο 04 παρ. 3 γ προβλέπεται ότι «σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή» ο διαμεσολαβητής στερείται της αποζημιώσεως που ορίζεται.
    Πιστεύουμε ότι είναι τουλάχιστον άδικο και αντίθετο με κάθε έννοια συναλλακτικών ηθών να υπάρχει στέρηση της αποζημίωσης, τη στιγμή που η απόφαση του Συντονιστή να αποχωρήσει (παραιτηθεί) τις περισσότερες φορές (σχεδόν στο σύνολο) οφείλεται όχι σε δική του πρωτοβουλία αλλά σε ενέργειες της εταιρείας όπως πχ. , αλλαγή εμπορικής πολιτικής, κατάργηση από την εταιρία των προϊόντων τα οποία σχεδόν αποκλειστικά προωθούσε ο διαμεσολαβητής, μονομερείς τροποποιήσεις Κανονισμών και μη επιθυμία του Συντονιστή να προσχωρήσει στις τροποποιήσεις αυτές κλπ.

    Επίσης με την αποχώρησή του ο διαμεσολαβητής καταλείπει στον Ασφαλιστή την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, η οποία παραγωγή αυτή αποτελεί για τον Ασφαλιστική εταιρεία πηγή πρόσκτησης ωφελειών (κατ’ αρχήν του ασφαλίστρου αλλά και λοιπών, με την επεξεργασία των στοιχείων του πελατολογίου και τέλος ειδικά ο Συντονιστής, ο οποίος αποχώρησε με δική του πρωτοβουλία, «καταλείπει» στην Ασφαλιστική Εταιρεία σειρά Ασφαλιστικών Συμβούλων (ήτοι την ομάδα μέσω της οποίας διαμεσολαβούσε στην σύναψη Ασφαλιστικών Συμβάσεων), τους οποίους έχει «επιλέξει, εκπαιδεύσει και εποπτεύσει» και συνόδευε υποχρεωτικά εκ του Νόμου στα πρώτα τους βήματα (άρθρο 20 Ν. 1569/85, όπως ισχύει, άρθρο 12 της Πράξης Διοικητή της ΤτΕ με αριθμό 264/07.11.2011). Οι Ασφαλιστικοί αυτοί Σύμβουλοι θα συνεχίσουν να προβαίνουν σε πρόσκτηση παραγωγής και μετά την αποχώρηση του Συντονιστή, πρόσκτηση που προφανώς θα οφείλεται στην εκπαίδευση, εποπτεία και καθοδήγηση που τους είχε προσφέρει ο Συντονιστής και θα συνεχίσουν αν προσπορίζουν ωφέλεια στον Ασφαλιστή.

    Να σημειώσουμε ότι από την έναρξη ισχύος του ν. 1569/1985 η ρύθμιση να λαμβάνει αποζημίωση ο αποχωρών ίσχυε και μεταβλήθηκε/ απαγορεύτηκε (άνευ ουδεμίας επεξεργασίας) με τον νόμο 2496/1997.

    Προτείνουμε ούτω,

    όπως οι διαμεσολαβητές ( άλλως ειδικά ο Συντονιστής) να δικαιούνται της αποζημίωσης που προβλέπεται στον Νόμο, ήτοι καταβολή προμηθειών και μάλιστα ΕΠΙ ΜΙΑ ΔΙΕΤΙΑ (και όχι τριετία), λόγω της πρωτοβουλίας για αποχώρηση, και
    να διαμορφωθεί η ρύθμιση του άρθρου 4 παρ. 3 γ ως ακολούθως:

    «Σε περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή προμήθεια ΔΥΟ ετών, που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Η παραγωγή τεκμαίρεται ότι παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση εφόσον διατηρείται η ασφαλιστική κάλυψη για το ασφαλιζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αντικείμενο, χωρίς να αλλοιώνονται ουσιωδώς οι όροι της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης. Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση».

    6. Οι προβλέψεις του άρθρου 47 (Μεταβατικές διατάξεις) για την κατάθεση δηλώσεων μέχρι 15.9.2018 της κατηγορίας ασφαλιστικής διαμεσολάβησης εκ των περ. α’ και β’ της παρ. 3 του άρθρου 18 του παρόντος, στην οποία επιθυμούν να παραμείνουν εγγεγραμμένοι οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές που θα έχουν ασυμβίβαστο, αλλά και αυτής της 1.10.2018, για την διαγραφή από το Ειδικό Μητρώο και της συγχώνευσης μηχανογραφικά, από τα Επιμελητήρια, των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που δεν θα συμμορφωθούν μέχρι την 15.9.2018 με τις υποχρεώσεις που θέτει το άρθρο, είναι πολύ σύντομες , με δεδομένο ότι ήδη βρισκόμαστε σχεδόν στον μήνα Ιούλιο και διεξάγεται ακόμα η διαβούλευση και επέρχεται και ο μήνας Αύγουστος των διακοπών και της μειωμένης ενημέρωσης και ενδέχεται να εγκλωβισθούν οι συνάδελφοί μας διαμεσολαβητές.

    Για την περίπτωση που το σχέδιο Νόμου δεν έχει γίνει Νόμος του Κράτους μέχρι την 25η Ιουλίου προτείνουμε όπως οι προθεσμίες διαμορφωθούν σε ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΝΌΜΟΥ — του Αυγούστου μη συμπεριλαμβανομένου (όπως συμβαίνει σε πλήθος προθεσμίες που προβλέπει η Νομοθεσία) — για την κατάθεση δηλώσεων και σε ΕΝΑ ΜΗΝΑ, μετά την πάροδο της ανωτέρω δίμηνης προθεσμίας, για τις ενέργειες στις οποίες ορίζεται να προβεί το Επιμελητήριο.
    Επίσης προτείνουμε όπως στο άρθρο αυτό προβλεφθεί για όλες τις κατηγορίες διαμεσολαβητών και όχι μόνον όσων παρουσιάζουν ασυμβίβαστο , δικαίωμα επιλογής, αν το επιθυμούν, της κατηγορίας διαμεσολαβητών που θα θέλουν να ανήκουν στο μέλλον, ήτοι ότι οι πράκτορες να μπορούν να συνεχίσουν ως μεσίτες και αντίστροφα οι μεσίτες να μπορούν να συνεχίσουν ως πράκτορες.
    7. Στο άρθρο 38 παρ. 3, προβλέπεται για την ενημέρωση των πελατών ότι «Η ενημέρωση της παρ. 1 δίδεται σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, καθ’ όλη την διάρκεια ισχύος του βασιζόμενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος».
    Με δεδομένο ότι στην παρ. 1 α του ίδιο άρθρου προβλέπεται ότι η ενημέρωση περιλαμβάνει ως πρώτο της στοιχείο το «ΕΑΝ οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρόκειται να διενεργούν την περιοδική επαναξιολόγηση της καταλληλότητας της προτεινόμενης ασφάλισης σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 39 του παρόντος, και υπό ποιες προϋποθέσεις», δίδεται η ευχέρεια να μην διενεργείται περιοδική επαναξιολόγηση.
    Προτείνουμε ούτω για λόγους νομοτεχνικής βελτίωσης, η παράγραφος 3 να διατυπωθεί ως ακολούθως : ότι
    «Η ενημέρωση της παρ. 1 δίδεται σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, καθ’ όλη την διάρκεια ισχύος του βασιζόμενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1α του ίδιου άρθρου».

    ΓΙΑ ΤΟ ΔΣ του ΠΣΣΑΣ
    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
    ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΖΑΚΙΔΗΣ

  • 27 Ιουνίου 2018, 12:59 | ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

    οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές έχουν την δυνατότητα να συνεργάζονται μεταξύ τους , ανεξαρτήτως κατηγορίας
    συνεπώς το
    7. Επιτρέπεται η συνεργασία μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, ανεξάρτητα κατηγορία διαμεσολαβητών του Ειδικού Μητρώου.

  • 27 Ιουνίου 2018, 08:06 | ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

    Το κύρος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και την σύγχυση στους καταναλωτές, την δημιουργούν διάφοροι μεσίτες που πουλάνε ότι ασφαλιστική εταιρεία βρεθεί στο διάβα τους, και όχι οι πράκτορες που παλεύουν με 2-3 εταιρίες να βγάλουν μεροκάματο. Οπότε ας καθαρίσει πρώτα ο κλάδος των μεσιτών, και μετά να συζητήσουμε για τους πράκτορες.
    Η αγορά δεν χρειάζεται και άλλους μεσάζοντες!

  • 27 Ιουνίου 2018, 07:35 | ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

    Έχουν γίνει πολλά και εξακολουθούν να συμβαίνουν, ασφαλιστικές εταιρίες καταγγέλλουν για μη σπουδαίο λόγο συμβάσεις ασφαλιστών με μόνο στόχο να καρπωθούν την παράγωγη τους για ίδιο όφελος με τα γνωστά θέματα που δημιουργούνται που σε τελική ανάλυση έχουμε βλαπτικές συνέπειες στον πελάτη. ( μεταφέρεται από την μια εταιρία στην άλλη ). Προτείνω σε περίπτωση καταγγελίας περί μη σπουδαίου λόγου οι προμήθειες στον ασφαλιστή να δίνονται για όσο διαρκεί η ασφαλιστική σύμβαση και καλό θα είναι να έχει και αναδρομική ισχύ

  • 26 Ιουνίου 2018, 19:30 | ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ

    Σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή αποζημίωση που ισούται με προμήθεια ΕΞΙ [6] ετών που αναλογεί στην παραγωγή του,εάν είχε προυπηρεσία μέχρι 10 έτη κ να αυξάνεται 1 έτος για κάθε 10ετία ,πχ στα 30 έτη να δίνεται προμήθεια για ΟΚΤΩ [8] ΧΡΟΝΙΑ η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, και σε περίπτωση θανάτου την καταβάλλει στα πρόσωπα που ο πράκτορας ή ο συντονιστής είχαν ορίσει ως δικαιούχους. Αν δεν είχαν οριστεί δικαιούχοι, στην περίπτωση θανάτου η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει την ως άνω αποζημίωση στους μέχρι 4ου βαθμού συγγένειας κληρονόμους του θανόντος κατά την τάξη της κληρονομικής διαδοχής.

  • 26 Ιουνίου 2018, 19:51 | ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ

    Σε περίπτωση αποχώρησης του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων λόγω συνταξιοδότησης, η ασφαλιστική επιχείρηση τού καταβάλλει προμήθεια πεντε [5]ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί να παραμένει γι’ αυτό το διάστημα σε αυτήν.

  • 26 Ιουνίου 2018, 19:21 | ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ

    Αν, για οποιονδήποτε λόγο, λυθεί ή λήξει η σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή προμήθεια ΠΕΝΤΕ [5] ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί για αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, στο μέτρο που θα εδικαιούτο προμήθεια εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση.

  • 26 Ιουνίου 2018, 19:42 | ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ

    Όταν λυθεί η σύμβαση από τη μεριά της Ασφαλιστικής επιχείρησης σε »συντονιστές πρακτόρων» θα πρέπει να δίνεται προμήθεια για τουλάχιστον 5 χρόνια για τη παραγωγή κ χαρτοφυλάκιο των πρακτόρων που παραμένουν στην εταιρία ,εκτός αν ο συντονιστής έχει καταδικαστεί με οριστική απόφαση κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφοράς ή έγκλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση.

  • Το τμήμα της φράσης ”στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων” (Άρθρο 4, παράγραφος 1 όπως και Άρθρο 3, παράγραφος 4), προτείνεται να γραφεί “στο όνομα και για λογαριασμό μίας συγκεκριμένης Ασφαλιστικής Επιχείρησης ή και κάποιας άλλης με τη συναίνεση της πρώτης για συγκεκριμένα ασφαλιστικά εφόσον η ίδια δεν τα διαθέτει στην εγχώρια αγορά”.

    Σημειώνεται σχετικά, η δυνατότητα ένας Πράκτορας Ασφαλίσεων να αντιπροσωπεύει διάφορες Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις, υποβαθμίζει το κύρος των αντίστοιχων Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, εισάγει στοιχεία αθέμητου ανταγωνισμού με Μεσίτες Ασφαλίσεων και επιπλέον δημιουργεί σύγχυση στους Καταναλωτές.
    Η ευελιξία και η ευχέρεια στον Πράκτορα Ασφαλίσεων στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων εξασφαλίζεται με τη δυνατότητα που του παρέχεται στο να συνεργάζεται με άλλους Πράκτορες Ασφαλίσεων (Άρθρο 4, παράγραφος 7)

    Η δυνατότητα πρακτόρευσης / αντιπροσώπευσης διαφόρων Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων υπήρχε στο παρελθόν όπου δεν υπήρχε ο θεσμός του Μεσίτη Ασφαλίσεων και επιπλέον δεν υφίσταντο Ευρωπαϊκές Οδηγίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

  • 22 Ιουνίου 2018, 11:07 | ΣΠΥΡΟΣ ΚOΜΠΟΡΟΖΟΣ

    7. Επιτρέπεται η συνεργασία μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, μόνον όταν οι συνεργαζόμενοι είναι εγγεγραμμένοι στην ίδια κατηγορία διαμεσολαβητών του Ειδικού Μητρώου.

    Άρθρο 18. παρ.1 Οι (αντ)ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές δευτερεύουσας δραστηριότητας, είτε είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εγγράφονται υποχρεωτικώς στο Ειδικό Μητρώο (αντ)ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών δευτερεύουσας δραστηριότητας.

    Άρθρο 18 παρ.3 . Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 επιτρέπεται να εγγραφεί στις ακόλουθες κατηγορίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης:
    α) είτε ως ασφαλιστικός πράκτορας ή/και συντονιστής ασφαλιστικών πρακτόρων,
    β) είτε μόνον ως μεσίτης (αντ)ασφαλίσεων,
    γ) είτε μόνον ως ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας.

    ΕΡΩΤΗΣΗ
    ΤΑ ΕΙΔΙΚΑ ΜΗΤΡΩΑ ΕΙΝΑΙ 2; ΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΑ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕΣΙΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ (ΩΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ)