• Σχόλιο του χρήστη 'Άνθια Κορέλα' | 10 Σεπτεμβρίου 2020, 09:13

    Η κατάργηση του θεσμού της πτωχευτικής αποκατάστασης, η οποία προέβλεπε την απαλλαγή του οφειλέτη κατόπιν δεκαετίας, με τους ν.4336/2015, ν.4446/2016 και ν.4549/2018, που περιόρισαν το χρονικό αυτό διάστημα σε διετία για τους λεγόμενους «συγγνωστούς», ήτοι τους μη δόλιους, πτωχεύσαντες, ήταν μία κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Και τούτο διότι, μέχρι τότε, η αποδεικνυόμενη από την καθημερινή εμπειρία παραδεδεγμένη αλήθεια ήταν ότι η πτώχευση ήταν για τον έμπορο μία πραγματική όχι απλώς οικονομική, αλλά και επαγγελματική, καταστροφή. Εν τοις πράγμασι, ο επιχειρηματίας αποστερούνταν του δικαιώματος να κάνει μία δεύτερη αρχή, ένα καινούργιο ξεκίνημα, αφού η δεκαετία ήταν όχι απλώς εξουθενωτική, αλλά απλώς αποτρεπτική. Διότι, τότε, το σύστημα ήταν ξεκάθαρα τιμωρητικό, και αποσκοπούσε, δίχως να το ορίζει ρητώς, στο στιγματισμό του πτωχεύσαντα, στην έμπρακτη επίδειξη έλλειψης εμπιστοσύνης σε αυτόν και στην απομάκρυνσή του από την αγορά. Η ανωτέρω όμως νομοθετική επιλογή να περιορίσει αυτό το διάστημα στα δύο χρόνια, με την τροποποίηση του σχετικού άρθρ. 168 του Πτωχευτικού Κώδικα προέβλεπε μία πραγματική δεύτερη ευκαιρία. Το νέο νομοσχέδιο, όμως, κάνει ένα βήμα πίσω, αφού τρέπει την διετία σε τριετία, για τους μη δόλιους ούτως ή άλλως οφειλέτες, επεκτείνοντας αδικαιολόγητα κατά έναν χρόνο την απαλλαγή του οφειλέτη και τη δυνατότητά του να κάνει επανέναρξη, με μόνη πρόφαση το γεγονός ότι η τριετία συνιστά «εύλογο» διάστημα. Εύλογο όμως για ποιον; Διότι, παρά τις εξαγγελίες και τις ελπίδες για μία επιταχυμένη δικαστική διαδικασία πτώχευσης, που μόνον η πρακτική θα αποδείξει, η αλήθεια είναι ότι η τριετία, που μετρά από την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί πολύ εύκολα να ξεπεράσει την τετραετία, αφού μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της πτώχευσης θα έχει παρέλθει σχεδόν ένα έτος. Σε όλο αυτό το διάστημα όμως ο έμπορος, ο επαγγελματίας κι όποιος ιδιώτης θα βρίσκεται μετέωρος, αδρανής και άνευ εργασίας. Μάλιστα, εάν ο πτωχεύσας είναι σε κάποια πιο προχωρημένη ηλικία, αυτή η τριετία (ή και περισσότερο) θα σημαίνει αντικειμενικά τον αποκλεισμό του από την αγορά εργασίας, ώστε η εξαγγελλόμενη δεύτερη ευκαιρία να ισοδυναμεί με ολοσχερή οικονομική καταστροφή, τώρα και για το μέλλον. Ο περιορισμός της δεκαετίας σε διετία ήταν μία κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Αντίστροφα, η αύξηση της διετίας σε (τουλάχιστον) τριετία, αποτελεί μία κακή επιλογή, αφού το «εύλογο» χρονικό διάστημα του νομοσχεδίου πρακτικά μπορεί να αποδεικνύεται εντελώς καταστρεπτικό για τον πτωχεύσαντα, κάτι που ο νομοθέτης θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη. Για αυτό και προτείνουμε τη στροφή στην πραγματικά εύλογη ρύθμιση, ήτοι ή τον περαιτέρω περιορισμό του χρόνου απαλλαγής ή έστω τη διατήρηση της προϊσχύουσας διετίας. Η αύξηση του χρονικού διαστήματός της είναι μία ανεπίτρεπτη παλινδρόμηση σε ένα καταργηθέν πια τιμωρητικό σύστημα και σε μία ευνομούμενη κοινωνία όπως η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αποτελέσει νομοθετική επιλογή.