• Σχόλιο του χρήστη 'Άνθια Κορέλα' | 10 Σεπτεμβρίου 2020, 09:46

    Κατ’ αρχάς, η διάκριση μεταξύ μικρής και μεγάλης πτώχευσης, ιδίως όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, ελέγχεται ως προβληματική κατά τούτο: είναι σαφές ότι prima facie το πλαφόν των 350.000 ευρώ φαίνεται αποτελεσματικό κριτήριο για να οριοθετεί τις μεγάλες από τις μικρές πτωχεύσεις, παρά ταύτα, δεν είναι. Διότι, πρώτον, δεν προσδιορίζεται εάν το όριο αυτό αφορά την αντικειμενική ή την εμπορική αξία της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, η απόκλιση μεταξύ των οποίων είναι πολλές φορές σπουδαία. Περαιτέρω, όμως, πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι αυτό το ποσοτικό όριο, όσο κι αν παρουσιάζεται ως υψηλό, για να γίνεται λόγος για «μεγάλη πτώχευση», δεν πρέπει να παροράται ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις συμπολιτών μας, όχι βεβαίως η πλειονότητα, φυσικών προσώπων κι όχι επιχειρήσεων, των οποίων η κύρια κατοικία, ιδίως αν αγοράστηκε από δύο ή περισσότερους συνοφειλέτες (π.χ. ένα ζεύγος), μπορεί να ανέρχεται στο ποσό αυτό. Το ζήτημα εγείρεται από το γεγονός ότι, ως γνωστόν, η δικαστική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου είναι αρκετά κοστοβόρα. Αν ληφθεί δε υπόψη ότι για την αποτελεσματικότερη και πλήρη προστασία των οφειλετών, η προσφυγή στα ασφαλιστικά μέτρα φαίνεται μονόδρομος, όπερ συνιστά επιπλέον επιβάρυνση του αιτούντος την πτώχευση, περαιτέρω δικαστικά έξοδα, και μάλιστα υψηλά, αφού και η αίτηση ασφαλιστικών θα ασκείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο. Έτσι, ο ούτως ή άλλως οικονομικά εξαθλιωμένος οφειλέτης θα πρέπει να επωμιστεί τα έξοδα μίας σειράς ακριβών δικαστηρίων, για το σκοπό όμως της πτώχευσής του!!! Το πρώτο που πρέπει να προσδιοριστεί εν προκειμένω είναι το εάν το πλαφόν των 350.000 ευρώ που οριοθετεί την «μικρή» από την «μεγάλη» πτώχευση αφορά, για τα φυσικά πρόσωπα, την αντικειμενική ή την εμπορική αξία των ακινήτων. Τούτο άλλωστε αποτέλεσε το μήλον της έριδος στο Ν. 3869/2010 για πολλά χρόνια, όπου πότε προκρινόταν η εμπορική και πότε η αντικειμενικά αξία για τις ανάγκες της ρύθμισης. Δευτερευόντως, η εμπειρία των Ειρηνοδικείων από υποθέσεις υπερχρέωσης φυσικών προσώπων, η εμπειρία των Πολυμελών Πρωτοδικείων από τις υποθέσεις πτώχευσης επιχειρήσεων και η έλλειψη εμπειρίας των δύο θεσμικών δικαστηρίων αντιστοίχως από την άλλη περίπτωση, να υποδηλώνει μία ανάγκη να διατηρήσουν τα Ειρηνοδικεία την αρμοδιότητα επί των φυσικών προσώπων, άνευ άλλου τινός, και η διάκριση των «μικρών» και «μεγάλων» πτωχεύσεων να αφορά αποκλειστικά τις επιχειρήσεις, τα νομικά πρόσωπα. Έτσι, οι οφειλέτες – φυσικά πρόσωπα θα μπορέσουν να διατηρήσουν σχετικά χαμηλό το κόστος των δικαστικών εξόδων, αφού, καθότι νοικοκυριό, είναι εξαιρετικά πιθανό να καταλήξει η διαδικασία της πτώχευσης μία υπηρεσία «πολυτελείας».