• Σχόλιο του χρήστη 'Χ.Κ.' | 18 Νοεμβρίου 2020, 22:43

    Το Ειδικό Μισθολόγιο της ΑΑΔΕ αδυνατεί να εξαλείψει την αδικία εις βάρος των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ που διορίστηκαν σε αυτή μετά τον ν.4569/2018 (ΦΕΚ Α 179/11-10-2018), σύμφωνα με τον οποίο χορηγήθηκε για τελευταία φορά η προσωπική διαφορά (εφεξής ΠΔ). Η διάκριση αυτή αποτελεί κατάφωρη παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας κατ' άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος, η οποία εφαρμόζεται και στον δημόσιο τομέα όπου προβλέπεται ίση αμοιβή για ίση εργασία, και εμφανίζεται στο παρόν νομοσχέδιο με την κατηγοριοποίηση των υπαλλήλων σε παλιούς που λαμβάνουν την ΠΔ και σε νέους που δεν την λαμβάνουν. Η «εκκίνηση» των υπαλλήλων από διαφορετική μισθολογική βάση, παρολο που παράγουν την ίδια εργασία στις ίδιες συνθήκες με τα ίδια προσόντα, παραμένει. Αναλυτικότερα, σήμερα ο μισθός νεοδιόριστου υπαλλήλου στην ΑΑΔΕ ειναι 733€, ενώ ο πρώτος μισθός του υπαλλήλου που λαμβάνει την προσωπική διαφορά ανέρχεται περίπου στα 1.250€, δηλαδή η αμοιβή των νέων (μετά το 2018) υπαλλήλων είναι εμφανώς μικρότερη από αυτή των συναδέλφων τους με τα ίδια τυπικά προσόντα που τυγχάνει να εργάζονται στην υπηρεσία πριν το 2018. Το επιχείρημα ότι στις προς ψήφιση ρυθμίσεις του ειδικού μισθολογίου, η αδικία αυτή καταργείται μέσω της «ειδικής αμοιβής θέσης εργασίας», καταρρίπτεται, αφενός διότι η «αμοιβή» αυτή εξαρτάται από την αξιολόγηση, αφετέρου δεν καταργεί τον διαχωρισμό των υπαλλήλων σε νέους και παλιούς. Σε κάθε περίπτωση, ο μισθός δε δύναται να συνδεθεί και να διαμορφώνεται από την αξιολόγηση, καθόσον πρόκειται για σταθερό ποσό που καταβάλλεται στον εργαζόμενο από τον εργοδότη σαν αντάλλαγμα για την παροχή πραγματικής εργασίας (και όχι για λήψη bonus). Αν το εξετάσουμε και από άλλη σκοπιά, αν αυτή η ειδική αμοιβή δεν είναι μισθός, αλλά επίδομα – δεν αποσαφηνίζεται πουθενά η φύση της, πολλώ δε μάλλον το ύψος της – τότε δεν υφίσταται καμία μισθολογική εξομοίωση και κατάργηση της αδικίας, αφού το ακριβές ποσό θα δύναται να αλλάζει με μία απλή απόφαση καθόσον δεν αποτελεί μέρος του βασικού μισθού. Το γεγονός, επίσης, ότι φέρεται να επηρεάζει τον μισθό η αξιολόγηση προηγούμενης χρονιάς για παροχή εργασίας στον παρόντα χρόνο, μπορεί να εγείρει και ζήτημα παραβίασης της ισότητας των δύο φύλων στον εργασιακό χώρο, όπως αυτή προβλέπεται στα άρθρα 4παρ.2 σε συνδυασμό με 116παρ.2 του Συντάγματος, αφού κάποια υπάλληλος μπορεί να λείπει πχ με άδεια μητρότητας ή ανατροφής την προηγούμενη χρονιά. Γενικά, όπως αυτή η «ειδική αμοιβή» παρουσιάζεται, θα οδηγήσει τους νέους υπαλλήλους είτε στο «κυνήγι» της θέσης και της αμοιβής της, ώστε να αυξήσουν το εισόδημά τους, είτε στην αδιαφορία και την αδράνεια, γιατί θα υφίστανται μισθολογική αδικία σε σχέση με τον διπλανό και δεν θα έχουν κανένα κίνητρο για αποδοτικότητα. Ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα που «γεννάται» με τις διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου – εμμέσως προαναφερθέν - είναι η εξουσιοδότηση που παρέχει στον Διοικητή να απονέμει μισθό χωρίς τυπικό νόμο κατ' άρθρο 80 του Συντάγματος, ο οποίος δύναται να αποφασίσει τι μισθό θα λαμβάνει κάθε θέση και με ποιά κριτήρια. Σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Yπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της και η εξουσιοδότηση για έκδοση αυτών των πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Το ζήτημα, όμως, του καθορισμού του ύψους αυτής της «ειδικής αμοιβής θέσης εργασίας» δεν δύναται να καταλείπεται εξ ολοκλήρου στη διάθεση και την συνακόλουθη απόφαση του Διοικητή, η οποία μπορεί και να μεταβάλλεται κατά το δοκούν και χωρίς να περιορίζεται σε σαφή όρια που θα έχει ήδη θέσει τυπικός νόμος. Δεν πρόκειται για ένα ειδικότερο θέμα ή λεπτομερειακό, πρόκειται για ουσιαστικό, τη στιγμή που κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η εξουσιοδοτική διάταξη θα πρέπει να περιέχει την ουσιαστική ρύθμιση του θέματος, έστω σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο θα εκδοθεί η σχετική κανονιστική πράξη. Στην επίμαχη διάταξη δεν υπάρχουν επαρκή κριτήρια και κατευθύνσεις που καθορίζουν κατά βάση τα πλαίσια της ρύθμισης και κυρίως το ύψος – έστω κατώτατο όριο - των σχετικών αμοιβών, ενώ τυχόν παραπομπή σε σχετική απόφαση του Διοικητή δε δύναται να «θεραπεύσει» την πλημμέλεια, γιατί δεν αποτελεί τυπικό νόμο. Εκτός, όμως, από τα νομικά ζητήματα που εγείρει, το ειδικό νομοσχέδιο με αυτήν την μορφή θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας εν γένει και ιδιαίτερα στην συνεργασία μεταξύ των υπαλλήλων, ενώ δημιουργεί ισχυρό αντικίνητρο για τους νέους υπαλλήλους να σταδιοδρομήσουν στην ΑΑΔΕ. Ειδικότερα, στον τελευταίο γραπτό διαγωνισμό με αρ. προκήρυξης 1Γ/2017 μέσω ΑΣΕΠ, συμμετείχαν χιλιάδες επιστήμονες (κυριως νομικοί και οικονομολόγοι) και όσοι πέτυχαν και διορίστηκαν εν τέλει, αποδεδειγμένα διαθέτουν αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Αν, λοιπόν, αυτοί οι νέοι υπάλληλοι είναι το μέλλον της ΑΑΔΕ, η ευκαιρία της να αξιοποιήσει στο έπακρο τους ανθρώπινους πόρους, ώστε να πετύχει τους φιλόδοξους δημοσιονομικούς και εισπρακτικούς της στόχους, δεν πρέπει να διασφαλιστεί ένα σύγχρονο περιβάλλον εργασίας με εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας; Οποιαδήποτε ρύθμιση αγνοεί επιδεικτικά την άνιση μεταχείριση των υπαλλήλων και την ενισχύει, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το ζητούμενο είναι ΝΑ ΧΟΡΗΓΗΘΕΙ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ πριν από οποιαδήποτε ρύθμιση που αφορά το μισθολόγιο, ώστε να καταργηθεί η υφιστάμενη αδικία. Η απόδοση της Π.Δ. σε όλους τους υπαλλήλους είναι απαραίτητη αφενός ως κινήτρο για την στελέχωση της ΑΑΔΕ με ικανότατο προσωπικό αφετέρου ως ένδειξη σεβασμού προς τους υπαλλήλους της, οι οποίοι δια της εργασίας τους καλούνται να καταστήσουν την ΑΑΔΕ πρότυπο δημόσιο οργανισμό, εφάμιλλο των κορυφαίων φορολογικών και τελωνειακών διοικήσεων διεθνώς.