• Σχόλιο του χρήστη 'ΓΕΩΡΓΙΑ' | 24 Νοεμβρίου 2020, 13:17

    Η Διοίκηση της ΑΑΔΕ, στο Δελτίο Τύπου που εξέδωσε αναφορικά με το Ειδικό Μισθολόγιο, ευαγγελίζεται ότι δημιουργεί “ένα δίκαιο, αξιοκρατικό και δυναμικό σύστημα βαθμολόγησης, που εντάσσει τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση”, συνεκτιμώντας “τυπικά και ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ προσόντα, γνώση και εμπειρία, πολυπλοκότητα της θέσης, κριτική σκέψη και ικανότητα στη λήψη αποφάσεων”, ενώ ταυτόχρονα “επιλύει, με μόνιμο τρόπο, το πρόβλημα της μισθολογικής αναντιστοιχίας στις αμοιβές των νέων υπαλλήλων, η οποία σήμερα αποθαρρύνει νέα και ταλαντούχα στελέχη να εργαστούν στην ΑΑΔΕ”. Όλες οι ανωτέρω καινοτομίες θα έβρισκαν τη θερμή υποστήριξη της πλειοψηφίας των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ ( και όχι μόνον) εάν εισάγονταν σε ένα πλαίσιο με δίκαια και εκ των προτέρων καθορισμένα κριτήρια αξιολόγησης και μισθολογικά δεδομένα, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια, η αξιοπιστία και η αξιοκρατία κατά την εφαρμογή του, η ίση μεταχείριση υπαλλήλων με τα ίδια χαρακτηριστικά (βασική συνταγματική αρχή της ισότητας που οφείλει να διέπει όλη τη δράση του Δημοσίου) καθώς και συγκεκριμένα ελάχιστα πλαίσια αμοιβών, που θα ανταποκρίνονται στα αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των στελεχών που επιθυμεί η Αρχή να προσελκύσει. Συγκεκριμένα: 1) Αναφορικά με την συνεκτίμηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου διακρίνει την προϋπηρεσία σε αποκτηθείσα στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα και σε αποκτηθείσα στον ιδιωτικό τομέα/ ελευθέριο επάγγελμα, δίνοντας ξεκάθαρο προβάδισμα/βαρύτητα στην πρώτη (ακόμη κι όταν αφορά σε αντικείμενο μη σχετικό με το αντικείμενο της ΑΑΔΕ) έναντι της δεύτερης. Η διάκριση αυτή δεν έχει κανένα λογικό ή νομικό έρεισμα, ενώ προκαλεί το παράδοξο, υπάλληλοι με μακρά εμπειρία σε μεγάλες Ελεγκτικές Εταιρίες, λογιστικά γραφεία, δικηγορικά γραφεία κλπ, με υψηλό επίπεδο εμπειρίας και τεχνογνωσίας, να απαξιώνονται εξ ορισμού και να τίθενται βαθμολογικά και μισθολογικά υπό των συναδέλφων τους που έτυχε να υπηρετούν σε μια οποιαδήποτε υπηρεσία του Δημοσίου Τομέα. Από αυτήν την τακτική μόνο ζημιωμένοι μπορεί να βγουν τόσο οι ίδιοι οι υπάλληλοι, όσο και οι Υπηρεσίες και το Δημόσιο Συμφέρον που καλούμαστε όλοι να υπηρετήσουμε. 2)Αναφορικά με το ζήτημα της Αξιολόγησης και της επίτευξης ατομικών στόχων, από την οποία θα εξαρτάται στο εξής η τοποθέτηση σε περίγραμμα θέσης και συνακόλουθα η διαμόρφωση των αποδοχών των υπαλλήλων: θα πρέπει να περιγράφονται μέσα στο κείμενο του Νόμου συγκεκριμένες, αντικειμενικές μέθοδοι και κριτήρια που θα υιοθετούνται για την χρέωση του κάθε υπαλλήλου και τον καθορισμό της στοχοθεσίας του, καθώς και συγκεκριμένα πλαίσια απολαβών για κάθε περίγραμμα θέσης. Τα θέματα αυτά, τα οποία θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της εργασίας, δεν μπορεί να ρυθμίζονται με μεταγενέστερες Διοικητικές Πράξεις και να υπόκεινται στις μεταβολές της εκάστοτε Διοίκησης, ανάλογα με τους δημοσιονομικούς, πολιτικούς κλπ στόχους της. Ο μισθός δεν μπορεί να τελεί υπό αίρεση! Περαιτέρω, θα πρέπει να αναλογιστεί η Διοίκηση εάν ο σκοπός και η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών της εξυπηρετείται καλύτερα με τον καθορισμό στόχων σε επίπεδο ομάδας ή σε ατομικό επίπεδο, κι αν συμφέρει να ενισχυθεί ή να εκλείψει αντίστοιχα η συνδρομή και η συνεργασία μεταξύ των υπαλλήλων. 3) Αναφορικά με την επιδίωξη προσέλκυσης νέων και ικανών στελεχών , με αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (τίτλους σπουδών και επαγγελματική εμπειρία), το παρόν νομοσχέδιο, ως έχει, δεν καταφέρνει να αποτελέσει ικανό κίνητρο. Ενώ οι υπάλληλοι που διορίσθηκαν έως τον Οκτώβριο του 2018 εξακολουθούν να λαμβάνουν την Προσωπική Διαφορά (με το παράδοξο να μειώνονται οι απολαβές τους όσο ωριμάζουν υπηρεσιακώς), ο νέος υπάλληλος καλείται να λαμβάνει τον βασικό μισθό των 735€ μηνιαίως (κι αυτός επί 12, δλδ κατ' αναλογία προς τους 14 μισθούς του ιδιωτικού τομέα οι μηνιαίες απολαβές διαμορφώνονται περί τα 630€!), προσαυξημένο με τις άγνωστες ως τώρα και ανά πάσα στιγμή μεταβαλλόμενες (με απόφαση Διοικητή) απολαβές που θα αντιστοιχούν στο όποιο περίγραμμα θέσης τοποθετηθεί κάθε φορά (κατόπιν αξιολόγησής του με άγνωστα, υποκειμενικά κριτήρια, ανάλογα με την επίτευξη των ΑΤΟΜΙΚΩΝ του στόχων, οι οποίοι επίσης θα έχουν διαμορφωθεί με άγνωστα και υποκειμενικά κριτήρια). Η μισθολογική εξομείωση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον καθορισμό του ποσού της Προσωπικής Διαφοράς ως ποσό βάσης (και μάλιστα συντάξιμο στο σύνολό του), πάνω στο οποίο θα χτίζεται ο ατομικός μισθός εκάστου υπαλλήλου ανάλογα με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του, την ευθύνη της θέσης, των καθηκόντων του κλπ. Ο,τιδήποτε άλλο θα διαιωνίζει ες αεί την ανισότητα μεταξύ υπαλλήλων με όμοια προσόντα, θα προκαλεί το περί δικαίου αίσθημα το οποίο θα εκφράζεται μέσω επαναλαμβανόμενων απεργιακών κινητοποιήσεων, θα λειτουργεί ως αντικίνητρο παραγωγικότητας (εφόσον θα υπάρχουν συνάδελφοι με λιγότερα προσόντα, λιγότερα καθήκοντα και υψηλότερες απολαβές) κι εν τέλει θα υπονομεύει την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών της ΑΑΔΕ και την αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών. Τα πράγματα είναι απλά, εάν θέλει η ΑΑΔΕ να γίνει πραγματικά πρότυπος οργανισμός, θα πρέπει να υιοθετήσει τη βασική αρχή της διαχείρισης προσωπικού παγκοσμίως, ότι οι υπάλληλοι που θέλουν να παραμείνουν και να επενδύσουν στην εργασία τους και τις δεξιότητές τους, είναι οι ευχαριστημένοι υπάλληλοι, που αισθάνονται ότι υπηρετούν σε ασφαλές και σταθερό περιβάλλον, και των οποίων οι κόποι αναγνωρίζονται ηθικά και μισθολογικά.