• Σχόλιο του χρήστη 'Χρ.Τ' | 25 Νοεμβρίου 2020, 20:28

    Το νομοσχέδιο αυτό επαναλαμβάνει και ενισχύει με τρόπο μόνιμο και ισχυρό την γενικά παραδεκτή από όλους συντελούμενη αδικία εις βάρος των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ που διορίστηκαν σε αυτή μετά τον ν.4569/2018 (ΦΕΚ Α 179/11-10-2018), σύμφωνα με τον οποίο χορηγήθηκε για τελευταία φορά η προσωπική διαφορά της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν.4354/2015, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν.4024/2011 σε όλους τους υπαλλήλους της. Οι ρυθμίσεις του παρόντος νομοσχεδίου εξακολουθούν να αναφέρονται στην προσωπική διαφορά, εξαιρώντας ρητά από αυτήν ΜΟΝΟ όσους από τους νεοδιόριστους υπαλλήλους εντάχθηκαν στους κόλπους της ΑΑΔΕ μετά την 11/10/2018. Διαιωνίζεται λοιπόν μια αδικαιολόγητη, καταχρηστική και μη αναστρέψιμη δυσμενής διάκριση με το παρόν νομοσχέδιο, η οποία παραβιάζει ευθέως την αρχή της ισότητας και καθιστά τους υπαλλήλους αυτούς ευάλωτους οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά. Κάθε συζήτηση επί του νομοσχεδίου παρέλκει από τη στιγμή που για αυτούς τους λίγους υπαλλήλους εξακολουθεί και εδραιώνεται οριστικά η άνιση μεταχείριση. Χωρίς να υφίσταται δηλαδή πραγματικός λόγος, το νομοσχέδιο αναπαράγει το ευεργέτημα της προσωπικής διαφοράς μόνο για τους προ 11/10/2018 διορισθέντες υπαλλήλους, ενώ οι νεότεροι απαξιώνονται και τοποθετούνται σε ένα χωριστό καθεστώς, με ουσιαστικές και δυσμενέστατες συνέπειες. Το καίριο λοιπόν ερώτημα είναι γιατί διατηρείται η αδικία και ποιο το πραγματικό όφελος της διοίκησης από την απαξίωση των νέων υπαλλήλων, οι οποίοι εξωθούνται όχι στην εργασιομανία αλλά στην αναζήτηση άλλης εργασίας. Άλλωστε πρόκειται για μια γενιά νέων επιστημόνων εργατική, φιλομαθή, εξασκημένη στις συνθήκες του ελευθέριου επαγγέλματος ή των μεγάλων ιδιωτικών εταιριών, στις οποίες εν τέλει είναι σε θέση να απολαύσουν μεγαλύτερα προνόμια και εισοδήματα με παρόμοιες ή και μεγαλύτερες θυσίες, αλλά διατηρώντας την επαγγελματική και κοινωνική τους αξιοπρέπεια. Περαιτέρω, η σύνδεση της αξιολόγησης, ενός εργαλείου δηλαδή βελτιστοποίησης της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των υπαλλήλων με το βασικό κορμό του μισθολογικού τους καθεστώτος πλήττει τον πυρήνα της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας και εντάσσει τους υπαλλήλους σε ένα φαύλο κύκλο αδικιών και συγκρούσεων, ανταγωνισμού και αμφίβολου επιπέδου συνεργασίας προς ένα κοινό σκοπό. Αντίθετα, η αξιολόγηση προσιδιάζει εκ του προορισμού και της φύσης της στην χορήγηση ειδικών μισθολογικών παροχών με τη μορφή «μπόνους». Από νομική καθαρά σκοπιά, οι προβλέψεις του νομοσχεδίου όπως παρίστανται παραβιάζουν κατάφωρα όχι μόνο την αρχή της ισότητας για τους νεοδιόριστους υπαλλήλους, αλλά και το άρθρο 43 παράγραφος 2, απονέμοντας εξουσία καθορισμού του μισθολογικού καθεστώτος στο Διοικητή της ΑΑΔΕ, χωρίς να περιλαμβάνεται στη νομοθετική διάταξη η ουσιαστική ρύθμιση , τις λεπτομέρειες της οποίας νομιμοποιείται και μόνο να ρυθμίζει με αποφάσεις του διοικητικό όργανο, εάν και εφόσον πρόκειται δηλαδή για ειδικότερο, τεχνικό ή λεπτομερειακό ζήτημα. Ερωτάται αν έστω και την ύστατη στιγμή υπάρχει διάθεση αποκατάστασης της αδικίας ώστε να διαμορφωθεί αναλόγως το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο για το Ειδικό Μισθολόγιο στην ΑΑΔΕ και να χορηγηθεί στους νεοδιόριστους στην ΑΑΔΕ η προσωπική διαφορά, προκειμένου να εκκινούν όλοι οι υπάλληλοι από την ίδια μισθολογική βάση, πράγμα που αναμφίβολα δεν προκαλεί καμία σοβαρή δημοσιονομική θυσία, ως εκ του εξαιρετικά περιορισμένου αριθμού των υπαλλήλων που εξακολουθούν να υφίστανται την αδικία.