• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΟΤΑΡΑΣ' | 18 Νοεμβρίου 2023, 17:14

    Σχολιασμός και προτάσεις πάνω στα: - Άρθ 6 παρ. 1 στ. ζ και Άρθ. 32 παρ. 1 και 3 περί διαχείρισης παραπόνων - Αρθ. 13 και Άρθ 11, παρ. 1, στ. ιγ περί πληροφόρησης Θα αποδείξω ότι αν δεν υπάρχουν βελτιώσεις και προσθήκες, οι διατάξεις αυτές δεν θα επιτύχουν επαρκώς τον σκοπό τους, όπως δεν τον πέτυχαν αντίστοιχες διατάξεις που είναι ήδη εν ισχύη. Θα χρησιμοποιήσω ένα πραγματικό παράδειγμα, με σκοπό να διευκολύνω την κατανόηση της θέσης μου: Παράδειγμα: Οφειλέτης απευθύνεται σε Διαχειριστή με σκοπό την ενημέρωσή του σχετικά με την οφειλή του. Συγκεκριμένα ρωτά σχετικά με συμψηφισμό της οφειλής από ποσό που οφείλει να εισπράξει ο Διαχειριστής (από εκκαθάριση, αποζημίωση από ΕκΖ, κτλ), ή σε άλλη περίπτωση να δώσει το δικαίωμα είσπραξης στον Οφειλέτη. Ο Διαχειριστής συστηματικά αποφεύγει να ενημερώσει για πολλούς μήνες πάνω στα επίμονα ερωτήματα. Επίσης, σε σχετικό επίσημα κατατεθειμένο παράπονο δεν απαντά. Ακολούθως, κατατίθεται παράπονο σε αρμόδια αρχή, βάσει του ότι εκ των πραγμάτων διαπιστώνεται ότι η Εταιρία είτε δεν επιθυμεί είτε δεν διαθέτει βάσει νόμου “επαρκή διοικητική και τεχνολογική υποδομή” για την ενημέρωση του Οφειλέτη. Η Αρχή απαντά ύστερα από τέσσερις μήνες, λαμβάνοντας ως βάσιμους τους ισχυρισμούς του Διαχειριστή (αγνοώντας τα στοιχεία του παραπονούμενου) ότι δήθεν έχει προβεί σε ενημερώσεις, ενώ δεν ασχολείται καθόλου με το ζήτημα της μη εξέτασης του παραπόνου προς τον Διαχειριστή. Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά από 10 μήνες, ο Οφειλέτης και δεν έχει ενημερωθεί και δεν έχει διευθετηθεί η οφειλή του, με κόστος για τον ίδιο. Από το παράδειγμα αυτό συμπεραίνονται τα εξής: α) Οι διαχειριστές θεωρούν ότι δεν υποχρεώνονται να δίνουν πληροφόρηση σχετικά με ενέργειές τους (ή έλλειψη αυτών) κατά τη διαχείριση που αφορά άμεσα τους οφειλέτες, πέραν της τετριμμένης (που αφορά το ύψος της οφειλής, το επιτόκιο, κτλ.) β) Δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός στην εξέταση παραπόνων ή ερωτημάτων. Υπάρχει μια αναφορά σε “εύλογο χρόνο” μόνον όσον αφορά τους εποπτικούς φορείς σε ισχύουσα διάταξη, αλλά και αυτή δεν συγκεκριμενοποιείται ή δεν εφαρμόζεται (εκτός αν τέσσερις μήνες θεωρείται εύλογος χρόνος για σχετικά απλή υπόθεση). Θα πρέπει λοιπόν να ληφθεί μέριμνα ώστε ο νέος νόμος να επιλύει προβλήματα σαν αυτά που επισημάνθηκαν, αλλιώς θα καταλήξει κενό γράμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τίθενται υποχρεώσεις συνολικής πληροφόρησης σε προσυμβατικό επίπεδο, δεν υπάρχει επαρκές πλαίσιο για διαχείριση και πληροφόρηση κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Επίσης, ενώ έχουν τεθεί αυτοματισμοί που αφορούν την συνέπεια του οφειλέτη (π.χ. για τον χαρακτηρισμό του ως κακόπιστου), ωστόσο δεν υπάρχουν αντίστοιχοι και για τους διαχειριστές, αφήνοντας τους εποπτικούς φορείς να κρίνουν ίσως και με διασταλτική ερμηνεία των κανονιστικών διατάξεων. Να επισημάνω επίσης ότι ενώ οι τράπεζες αναγκάζονται να περιορίζουν την αυθαιρεσία τους με σκοπό τη αποφυγή κινδύνου για τη φήμη τους στην Αγορά, οι διαχειριστές ωστόσο δεν αποτελούν ελεύθερη επιλογή των οφειλετών και δεν υπόκεινται σε όρους ανταγωνισμού. Θα πρέπει ως εκ τούτου λοιπόν οι διατάξεις να είναι αυστηρότερες και σαφέστερες ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι (σύμφωνα και με την Οδηγία της ΕΕ) “οι δανειολήπτες δεν θα βρίσκονται σε δεινότερη θέση μετά τη μεταβίβαση της οικείας σύμβασης πίστωσης”. Επίσης, θα πρέπει να γίνει σαφέστερες και διαφανέστερες οι διαδικασίες εξέτασης παραπόνων από τους εποπτικούς φορείς. Προτείνω λοιπόν: α) Στο Άρθρο 13 να συμπληρωθεί και η υποχρέωση των διαχειριστών στο να παρέχουν πληροφόρηση, όχι μόνο για τα προφανή που αναφέρονται “κατ’ ελάχιστον” στο 7.α και 7.β, αλλά γενικά για τη γενικότερη διαχείριση της οφειλής, ιδίως δε όταν από αυτή επιβαρύνεται ο οφειλέτης πλέον του δέοντος. Αυτό θα επηρεάσει και το Άρθρο 11 παρ. 1.ιγ, θέτοντας έτσι κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης ενημέρωσης (πέρα από την τετριμμένη). Διαφορετικά οι διαχειριστές θα ερμηνεύσουν τον όρο “κατ’ ελάχιστον” ως το απώτατο όριο υποχρέωσής τους και θα μπορούν να δούν εν κρυπτώ, αποκομίζοντας κέρδη ή αποφεύγοντας ζημίες σε βάρος του οφειλέτη. β) Να γίνει πιο σαφές στο Κεφάλαιο Β’ ότι οι διαχειριστές οφείλουν να δρουν με επιμελή τρόπο, αποφεύγοντας κωλυσιεργία ή ενέργειες που δρούν εναντίον των συμφερόντων του οφειλέτη. ‘Ηδη αναφέρεται η υποχρέωση στο 13.1.α αλλά εκφέρεται ώς ένα ασαφές ευχολόγιο. Να θυμίσω επίσης ότι ήδη ότι βάσει του 4438/2016, Αρθ. 6 ο πιστωτικός φορέας: “υποχρεούται να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη, διαφάνεια και επαγγελματισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών”, παρόλα αυτά, τουλάχιστον στο παράδειγμα που ανέφερα, φαίνεται ότι δεν υπάρχει επαρκής εφαρμογή και έλεγχος από τους εποπτικούς φορείς. Οφείλεται επομένως μια σχετική εξειδίκευση (που να επιβάλλει π.χ. την “διευκόλυνση της αποπληρωμής της οφειλής”), που μάλιστα να επισύρει και κυρώσεις σε περίπτωση αθέτησης (για παράδειγμα στο Άρθρο 11). γ) Να προστεθεί η υποχρέωση ώστε η ενημέρωση από τους διαχειριστές προς τους οφειλέτες ή η διαχείριση των παραπόνων να γίνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα. Αυτό άλλωστε θα αποδείξει εκ των πραγμάτων αν διατηρείται “επαρκής διοικητική και τεχνολογική υποδομή”, ως ορίζεται στον Νόμο 3758/2009, Άρθ. 6. Διαφορετικά, ακόμα και μια πολύμηνη καθυστέρηση, δεν ενδέχεται να μην θεωρηθεί απτή απόδειξη παραβίασης. δ) Να εξειδικευτεί στην νομοθεσία το άρθ. 24 της Οδηγίας 2021/2167 της ΕΕ. Στο παρόν νομοσχέδιο δεν προβλέπονται αποτελεσματικές και διαφανείς διαδικασίες κατά την εξέταση των καταγγελιών, είτε από τους διαχειριστές είτε από τις αρμόδιες αρχές. Ο παραπονούντας έως τώρα δεν έχει την δυνατότητα παρακολούθησης της εξέλιξης του παραπόνου (ορισμένες φορές δεν λαμβάνει καν αριθμό πρωτοκόλου), δεν μπορεί να γνωρίζει για πόσο “εύλογο” χρονικό διάστημα θα πρέπει να αναμένει, και τέλος, δεν μπορεί να διαπιστώσει αν έγινε επαρκής έλεγχος. Αναστάσιος Κοταράς Ηλ. Μηχανικός, MSc, PhD Αθήνα