• Σχόλιο του χρήστη 'Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών' | 27 Νοεμβρίου 2023, 16:52

    Τοποθέτηση Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών Εισαγωγή Η δομή του φορολογικού συστήματος μιας χώρας είναι καθοριστική για την οικονομία της. Οι φορολογούμενοι συμμορφώνονται ευκολότερα σε ένα καλά δομημένο φορολογικό σύστημα, που προάγει την οικονομική ανάπτυξη και παράλληλα συμβάλλει στην είσπραξη επαρκών εσόδων. Αντίθετα, τα λάθος δομημένα φορολογικά συστήματα είναι συχνά δαπανηρά, στρεβλώνουν τη λήψη των οικονομικών αποφάσεων και βλάπτουν την οικονομία. Οι δύο βασικές αρχές της φορολογικής πολιτικής είναι η ανταγωνιστικότητα και η ουδετερότητα. Ένα ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα κρατά χαμηλούς τους οριακούς φορολογικούς συντελεστές (δηλαδή τους συντελεστές που πληρώνουμε στο τελευταίο ευρώ που βγάζουμε) προσελκύοντας επενδύσεις και μειώνοντας τη φοροδιαφυγή. Αντίστοιχα ένα ουδέτερο φορολογικό σύστημα έχει ως στόχο να εισπράξει τα μέγιστα δυνατά έσοδα με τις λιγότερες οικονομικές στρεβλώσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν ευνοεί την κατανάλωση εις βάρος της αποταμίευσης, και ότι δεν παρέχει στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις σε συγκεκριμένες δραστηριότητες επιχειρήσεων ή φυσικών προσώπων. Όσο πιο περίπλοκοι γίνονται οι φορολογικοί νόμοι, τόσο γίνονται λιγότερο ουδέτεροι και οι μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις ή τα πλούσια άτομα μπορούν προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους για να αποκτήσουν φορολογικό πλεονέκτημα. Με βάση τις αρχές αυτές, θεωρούμε ότι ο στόχος του παρόντος σχεδίου νόμου να ρυθμιστούν ζητήματα που αφορούν στη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, έχει τρεις βασικές διαστάσεις. Να συμβάλει στην είσπραξη επαρκών εσόδων, να βελτιωθεί η ουδετερότητα του φορολογικού συστήματος με τον περιορισμό των οικονομικών στρεβλώσεων που προκαλεί η υψηλή φοροδιαφυγή της κατηγορίας αυτής, και τέλος να συμβάλει στη μελλοντική μείωση των φορολογικών συντελεστών βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητά του. Δυστυχώς ο περιορισμένος χρόνος της δημόσιας διαβούλευσης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Έκθεση Συνεπειών Ρύθμισης δεν περιέχει καμία ποσοτική εκτίμηση για τα προσδοκώμενα οφέλη και κόστη των νέων ρυθμίσεων, δεν επιτρέπουν την αναλυτική ποσοτική αξιολόγηση των εκτιμώμενων εσόδων, αλλά ούτε και την εκτίμηση του αν οι οικονομικές στρεβλώσεις τελικά θα περιοριστούν ή θα αυξηθούν εξαιτίας δημιουργίας νέων. Για να γίνει κάτι τέτοιο, εκτός από περισσότερος χρόνος, απαιτείται να είναι διαθέσιμα τόσο τα δεδομένα των επιπτώσεων του νόμου, όσο και τα στατιστικά δεδομένα με βάση τα οποία έχουν υπολογιστεί οι επιπτώσεις αυτές. Η απουσία των εκτιμήσεων αυτών έρχεται σε πλήρη αντίθεση τόσο με το πνεύμα της Έκθεσης Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης (ν. 4622/2019, «Επιτελικό κράτος», άρθρο 62, παράγραφος 6), όσο και με το Εγχειρίδιο Νομοπαρασκευαστικής Μεθοδολογίας της Προεδρίας της Κυβέρνησης, το οποίο στις σελίδες 63-64, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το προσχέδιο νόμου πρέπει να συνοδεύεται από την προκαταρκτική Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης…Σε κάθε περίπτωση, για να καταστεί δυνατή η περαιτέρω αξιολόγηση της Ανάλυσης, απαιτείται οπωσδήποτε αυτή να συμπεριλαμβάνει: (2) την ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων και την ανάλυση του τρόπου υπολογισμού, έστω και σε εκτιμώμενη τάξη μεγέθους με παράθεση των παραδοχών/υποθέσεων, στις οποίες βασίστηκε η εκτίμηση (τυχόν αδυναμία προσδιορισμού αιτιολογείται επαρκώς και επιβάλλεται να αποφεύγεται η καταχρηστική προβολή της)». Θα πρέπει βέβαια να τονισθεί ότι το πρόβλημα αυτό δεν εντοπίζεται αποκλειστικά στο συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, μια και η μη αναφορά ποσοτικών εκτιμήσεων των συνεπειών των νομοσχεδίων είναι πλέον ο κανόνας της νομοθέτησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης, οι εκθέσεις συνεπειών ρύθμισης των νομοσχεδίων δεν περιέχουν, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, ποσοτικά δεδομένα από το 2021 και μετά, γεγονός που οφείλεται στην αλλαγή του Υποδείγματος της Ανάλυσης Συνεπειών. Προτάσεις βελτίωσης Κάθε προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής με βάση τον καθορισμό αντικειμενικών τεκμηρίων δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αδικίες και να έχει απρόθετες συνέπειες. Επιπλέον, ο καθορισμός εξαιρέσεων και ειδικών ρυθμίσεων αυξάνουν αναπόφευκτα την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόβλεψη του σχεδίου νόμου για τη δυνατότητα αμφισβήτησης των τεκμηρίων είναι θετική, αλλά θα πρέπει να συνεκτιμηθεί σε συνδυασμό με την επιβάρυνση των φορολογουμένων που θα πρέπει να αμφισβητήσουν τα τεκμαιρόμενα εισοδήματα αλλά και τη δυνατότητα των φορολογικών αρχών να διαχειριστούν τα σχετικά αιτήματα. Για τους λόγους αυτούς, η πάγια θέση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών είναι ο περιορισμός της φορολόγησης μέσω τεκμηρίων και ο εντοπισμός των πραγματικών εισοδημάτων μέσω διασταυρώσεων και προηγμένων ηλεκτρονικών συστημάτων φορολογικών ελέγχων, όπως προτείναμε και στην «Ατζέντα 2.0 - Μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες για την επόμενη τετραετία» που παρουσιάσαμε πριν λίγους μήνες. Παρά τη δεδομένη πάγια θέση μας κατά των τεκμηρίων αλλά και την πρακτική αδυναμία μας να εκτιμήσουμε αναλυτικά τις επιπτώσεις του σχεδίου νόμου, θεωρούμε σκόπιμο να διατυπώσουμε δύο στοχευμένες βελτιωτικές προτάσεις. 1. Ο νόμος δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί για τα εισοδήματα του 2023. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις πρέπει να γνωρίζουν από πριν με ποιο τρόπο θα φορολογηθούν. Οποιαδήποτε εκ των υστέρων αλλαγή θα πλήξει όχι μόνο τους πλέον αδυνάμους αλλά θα περιορίσει συνολικά την ασφάλεια δικαίου και την αξιοπιστία του Ελληνικού Κράτους. 2. Το ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα θα πρέπει να καθορίζεται ανά πενταετία. Αν για παράδειγμα ένας ελεύθερος επαγγελματίας έχει για τέσσερα έτη κέρδη που υπερβαίνουν το τεκμαιρόμενο όριο και το πέμπτο έτος έχει ζημιές, θα πρέπει να πληρώσει μόνο την όποια διαφορά του τεκμαιρόμενου φόρου μείον τους επιπλέον φόρους που πλήρωσε τα προηγούμενα έτη.