• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΚΠΟΙΖΩ' | 30 Ιουλίου 2011, 20:53

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΠΟΙΖΩ ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 2251/1994, ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ, ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ Άρθρο 2 Προτείνεται να απαλειφθεί η λέξη «σημαντική». Αιτιολόγηση Αν και η κοινοτική οδηγία 93/13/ΕΟΚ αναφέρεται σε «σημαντική» ανισορροπία. Ωστόσο, η κοινοτική οδηγία στο άρθρο 8 ρητά προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίσουν μεγαλύτερη προστασία για τον καταναλωτή. Ειδικότερα το άρθρο 8 προβλέπει: «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Στο πλαίσιο αυτό η υφιστάμενη διάταξη παρέχει μικρότερη προστασία. Αξίζει να επισημανθεί ότι και ο πρώτος νόμος για την προστασία του καταναλωτή, ο ν. 1961/91 αρκούνταν κι αυτός για την καταχρηστικότητα του όρου σε απλή και όχι σημαντική ανισορροπία. Επομένως θα πρέπει να βελτιωθεί στο σημείο αυτό, με την απάλειψη της λέξης «σημαντική» (ή έστω να αντικατασταθεί η λέξη «σημαντική» από την ηπιότερη «ουσιώδη»). Άρθρο 8 παρ. 1 Στο άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2251/94 όπως έχει τροποποιηθεί, για την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, προτείνεται η απάλειψη της φράσης «παράνομα και». Αιτιολόγηση Η προσθήκη αυτή που τέθηκε με την τελευταία τροποποίηση του ν. 2251/94, έχει σαν αποτέλεσμα η διάταξη να εφαρμόζεται πια σε περιπτώσεις αδικοπρακτικής ευθύνης και όχι απλά πταίσματος του παρέχοντος τις υπηρεσίες. Άρθρο 9 Προτείνεται να περιληφθεί διάταξη για την απαγόρευση διαφημίσεων προϊόντων διατροφής που απευθύνονται ή χρησιμοποιούν παιδιά και ενδέχεται να βλάψουν την υγεία τους. Αιτιολόγηση Η αποτελεσματική πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας απαιτεί εναρμονισμένες πρακτικές και εξάλειψη των αντιφάσεων από το νομοθετικό φάσμα, εθνικό και κοινοτικό. Άρθρο 10 Προτείνεται να απαλειφθεί στην παρ. 23 του α. 10 του ν.2251/94 η τελευταία φράση: «…και προσωπικά από τα μέλη του ΔΣ, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον». Αιτιολόγηση Θεωρούμε ότι πρέπει να απαλειφθεί η σχετική διάταξη του άρθρου 10 παράγραφος 23, δηλαδή η πρόβλεψη της προσωπικής και εις ολόκληρον ευθύνης των μελών του ΔΣ σε περίπτωση αμετάκλητης απόρριψης αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως προφανώς αβάσιμης. Η διάταξη αυτή θέτει αδικαιολόγητους περιορισμούς και αποτυπώνει μια διάχυτη δυσπιστία απέναντι στις ενώσεις καταναλωτών. Προσωπική ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου κατά τη νομολογία απαντάται σε περίπτωση εταιρικών χρεών προς το ΙΚΑ και το Δημόσιο, δεν θεωρούμε δε ότι μπορεί να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή στην περίπτωση της αμετάκλητης απόρριψης αιτήματος αγωγής ως προφανώς αβάσιμης. Η διάταξη αυτή δεν συνάδει αρχικώς με τη φύση των ενώσεων καταναλωτών ως σωματείων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (ένωση προσώπων και όχι εταιρεία), και με την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Περαιτέρω δε με τη διάταξη αυτή φαίνεται να καθιερώνεται ουσιαστικά αντικειμενική ευθύνη των μελών του ΔΣ, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, ανεξαρτήτως της ύπαρξης υπαιτιότητας. Ούτως ή άλλως ο νόμος προβλέπει τόσο την αστική ευθύνη της ένωσης σε περίπτωση παροχής ανακριβών πληροφοριών όσο και ως λόγο διάλυσης την κατ’ επανάληψη (από δόλο ή βαριά αμέλεια) άσκηση αγωγών χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη που απορρίφθηκαν αμετάκλητα ως προφανώς αβάσιμες. Προσθήκη παραγράφου Ενέργειες και πρακτικές αντίθετες προς τις περί ελευθέρου ανταγωνισμού διατάξεις Μετά την παρ. 16 του α. 10 του ν.2251/94 προστίθεται νέα παράγραφος 16 α που έχει ως εξής: 1. «Ο προμηθευτής ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ενέργεια ή πρακτική αντίθετη προς τις περί ελευθέρου ανταγωνισμού διατάξεις. Ο καταναλωτής μπορεί να επιδιώξει την άρση και παράλειψη της προσβολής και την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω των παραβάσεων του κοινοτικού ή ελληνικού δικαίου ανταγωνισμού, έναντι του προμηθευτή ανεξαρτήτως σε ποιά βαθμίδα της αγοράς βρίσκεται ο τελευταίος. 2. Ο προμηθευτής μπορεί να απαλλαγεί εφόσον αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των διοικητικών αρχών κρατών μελών που αποφαίνονται οριστικά για παραβάσεις του ελληνικού ή του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού έχουν δεσμευτική ισχύ για όσα αναφέρονται σε αυτές, συμπεριλαμβανομένης και της παράνομης συμπεριφοράς στο πλαίσιο των αξιώσεων αυτών. 3. Για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη το αναλογούν κέρδος που επέτυχε ο παρανομών προμηθευτής. Σε σοβαρές περιπτώσεις παραβίασης της περί ελευθέρου ανταγωνισμού νομοθεσίας το δικαστήριο μπορεί να ορίσει το διπλασιασμό της επιδικαζόμενης αποζημίωσης. 4. Η παραγραφή, συμπεριλαμβανομένης και της αποσβεστικής προθεσμίας, για την επιδίωξη των απαιτήσεων αυτών αναστέλλεται για όσο διάστημα διαρκεί η διαδικασία έρευνας από τις αρμόδιες αρχές, ελληνικές, κοινοτικές ή άλλων κρατών μελών για παραβάσεις του ελληνικού ή του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού. 5. Σε περίπτωση ήττας του καταναλωτή, αυτός απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου προμηθευτή, εκτός από την περίπτωση της εκ μέρους του παράβασης του καθήκοντος αληθείας και ασκήσεως προφανώς αβασίμου αγωγής. 6. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν τη δυνατότητα ασκήσεως συλλογικής αγωγής σε περιπτώσεις παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού, υπό τις αυτές ως άνω προϋποθέσεις. Για το σκοπό αυτό οι ενώσεις καταναλωτών θα έχουν πρόσβαση σε έγγραφα που η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει στη διάθεσή της σχετικά με συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως λεπτομερώς θα καθορισθεί με Υπουργική Απόφαση. Οι ενώσεις καταναλωτών που δικαιούνται κατά το νόμο να ασκήσουν συλλογική αγωγή δικαιούνται να ασκήσουν παρέμβαση σε υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής για θέματα που άπτονται των συμφερόντων των καταναλωτών.» Αιτιολόγηση Στο επίκεντρο του ανταγωνισμού βρίσκεται ο καταναλωτής, τον οποίο οι προμηθευτές δελεάζουν με διάφορους τρόπους για να προμηθευθεί τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Και επειδή ο αγώνας για την προσέλκυση του καταναλωτή σε συνθήκες νηνεμίας μπορεί να είναι δύσκολος, οι προμηθευτές ενίοτε προσπαθούν να περιορίσουν τη δυνατότητά του να διαμορφώσει ελεύθερα την οικονομική συμπεριφορά του χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα και πρακτικές. Τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο έχει αναπτυχθεί εκτενώς ο έλεγχος της τήρησης των εφαρμοστέων διατάξεων του ελευθέρου ανταγωνισμού από τις δημόσιες ή ανεξάρτητες αρχές. Η πείρα όμως καταδεικνύει ότι μόνο η δημόσια επιβολή των κανόνων αυτών από τις δημόσιες αρχές δεν είναι αρκετή για την αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών. Ενα μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι και οι αγωγές αποζημίωσης των καταναλωτών για τη ζημία που υπέστησαν συνεπεία παραβάσεως των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι αγωγές αυτές μπορούν να έχουν άμεσα αποτελέσματα στη λειτουργία της αγοράς, καθώς ενισχύουν την αποτελεσματική τήρηση της σχετικής νομοθεσίας και συμβάλλουν στη διατήρηση του ανταγωνισμού, με έντονα προληπτικά αποτελέσματα, ενώ παράλληλα διευκολύνουν την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν καταναλωτές από την παράβαση της περί ανταγωνισμού νομοθεσίας. Περαιτέρω μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία μία κουλτούρας ανταγωνισμού, καθώς οι μεμονωμένοι καταναλωτές συμμετέχουν ενεργά στην εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού. Θεωρούμε αναγκαία τη ρητή νομοθετική θέσπιση δικαιώματος ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως από τους ιδιώτες καταναλωτές που θίγονται από τις αντίθετες προς τις περί ανταγωνισμού διατάξεις παράνομες ενέργειες ορισμένων επιχειρήσεων.