• Σχόλιο του χρήστη 'Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας' | 27 Ιουλίου 2016, 10:24

    Σχετικά με τα βασικά χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου Το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει αρκετές προσθήκες και αλλαγές που ήταν απολύτως απαραίτητες και βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση αλλά και πολλές ρυθμίσεις και διατάξεις που είναι αντιφατικές και προβληματικές. Όμως με πολλές από τις διατάξεις του αυξάνεται η εσωτερική γραφειοκρατία των Κοιν.Σ.Επ. αλλά και σημαντικά το κόστος λειτουργίας τους. Αυτό-οργάνωση από τα κάτω και τελικός μόνο έλεγχος από την διοίκηση, αντί για ασφυκτική κρατική παρέμβαση σε κάθε λεπτομέρεια λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων. Δεν είναι σαφής η στρατηγική επιλογή του νομοθέτη για την Κοινωνική κι Αλληλέγγυα Οικονομία. Επιδιώκει την ενίσχυση της αυτό-οργάνωσης του χώρου της Κοινωνικής κι Αλληλέγγυας Οικονομίας ή τον κρατικό έλεγχο και την πλήρη εξάρτησή της από το κράτος; Η φιλοσοφία της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας είναι πρωτοβουλία από τα κάτω (bottom up approach), αυτό-οργάνωσή της στη βάση αξιών, αρχών και κοινών θέσεων καθώς και δημιουργία από την ίδια υποστηρικτικού οικοσυστήματος και μηχανισμών ελέγχου, ώστε να υπάρχει κατάλληλη υποστήριξη με προδιαγραφές κατάλληλες για κοινωνικές επιχειρήσεις αλλά και να αποτρέπονται αποτυχίες, αστοχίες και φαινόμενα διαφθοράς ή απάτης. Ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση το νομοσχέδιο αποτυγχάνει κατά την άποψή μας πλήρως. Αντιθέτως, προχωράει σε μια υπερβολική, αναλυτική και εξαντλητική ρύθμιση λεπτομερειών λειτουργίας των επιχειρήσεων που έρχεται να αμφισβητήσει αυτή την προσέγγιση, καθορίζει με λεπτομέρεια και γραφειοκρατική προσέγγιση τον τρόπο λειτουργίας – χωρίς μάλιστα να αποσαφηνίζει αρχές κι αξίες – και θέτει εκ των πραγμάτων φραγμό στην αυτενέργεια, στην συλλογική διαχείριση και στην δημιουργία από τον ίδιο των χώρο των δομών και θεσμών στήριξης, συμβουλευτικής, εκπαίδευσης και ελέγχου/ αναφορών. Κατά την άποψή μας ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης θα έπρεπε να αφορά στον τελικό έλεγχο και όχι στον λεπτομερειακό και εξαντλητικό προσδιορισμό κάθε λεπτομέρειας. Η επιλογή ενός τόσο ασφυκτικού ρυθμιστικού πλαισίου που ενσωματώνεται μάλιστα σε νόμο – (στη βάση της αντίληψης ότι «επιχειρεί να αποτρέψει φαινόμενα διαφθοράς και αστοχίας, δηλαδή να «προστατεύσει» τον χώρο από απόπειρες συγκαλυμμένης ιδιωτικής επιχειρηματικότητας), στην πράξη οδηγεί σε λάθος κατεύθυνση. Συμφωνούμε με την παρατήρηση του ΔΙΚΚΕΜ ότι το νομοσχέδιο με αυτό τον τρόπο «δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες, ανασχετικές και αντιφατικές ως προς την πρόθεση ανάπτυξης της ΚΑΛΟ και μετουσίωσής της σε πυλώνα της οικονομίας, εναλλακτικό και ανατρεπτικό του κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής λειτουργίας και ανάπτυξης. Και όλα αυτά σε ένα χώρο που νομοτελειακά και εξελικτικά δύναται να αυτοθεσμίσει μηχανισμούς αυτοελέγχου και αυτοκάθαρσης». Επιδιώκεται ακόμα και το θέμα της επιλογής της μεθόδου μέτρησης κι έκθεσης του κοινωνικού αντίκτυπου, θέμα καθαρά επιστημονικό και κοινωνικό, να καθοριστεί με νόμο από το κράτος! Είναι σαφές ότι ο νόμος πρέπει να ωθεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις να προβαίνουν σε μέτρηση και σε έκθεση του κοινωνικού αντίκτυπου, αλλά δεν μπορεί η μεθοδολογία να «κλειδώσει» με διάταξη που επιβάλλει το κράτος. Άρση των διακρίσεων σε βάρος τους, όχι ιδρυματική αντιμετώπιση των κοινωνικών επιχειρήσεων Επίσης, ενώ αναγνωρίζεται διεθνώς αλλά και στο νομοσχέδιο ο ρόλος και η σημασία της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, στην πραγματικότητα έρχονται να προστεθούν και άλλες υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις (γραφειοκρατικές, φορολογικές, και ασφαλιστικές), χωρίς να επιλύονται προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί μέχρι σήμερα. Αν ισχύσουν ορισμένες διατάξεις του, θα διαμορφωθούν νέες διακρίσεις και αποκλεισμοί σε βάρος των κοινωνικών επιχειρήσεων, σε σχέση με διαδικασίες και ρυθμίσεις που ισχύουν για κάθε άλλη επιχείρηση. Ως Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας έχουμε ζητήσει όχι ιδιαίτερη και «ιδρυματική» αντιμετώπιση των κοινωνικών επιχειρήσεων κάθε μορφής, αλλά άρση των διακρίσεων σε βάρος τους, ακολουθώντας τις διατάξεις και απαιτήσεις των ευρωπαϊκών Κανονισμών για τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία. Ενιαία αντιμετώπιση από όλες τις δημόσιες υπηρεσίες Όπως και στο νομοσχέδιο έτσι και στις σχέσεις των κοινωνικών επιχειρήσεων με την διοίκηση, αυτές άλλοτε αντιμετωπίζονται ως αμιγώς επιχειρηματικές δραστηριότητες κι άλλοτε ως συλλογικά εγχειρήματα που στερούνται των δικαιωμάτων ή έχουν περιορισμένη αναγνώριση των δικαιωμάτων άλλων τύπων επιχειρήσεων. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μια σαφής κι ενιαία αντιμετώπιση τόσο στο νομοσχέδιο όσο και στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Έχουμε επισημάνει ότι, μεταξύ άλλων, όλα τα πληροφοριακά συστήματα (ΕΡΓΑΝΗ, ΙΚΑ, ΟΑΕΔ) πρέπει να αντιμετωπίζουν με ενιαίο τρόπο τις κοινωνικές επιχειρήσεις, γιατί ήδη η απουσία συνοχής δημιουργεί τραγελαφικές καταστάσεις και δημιουργεί καταστάσεις αποκλεισμού στην πράξη για τις ΚΟΙΝΣΕΠ αλλά και τις άλλες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, ένα πληροφοριακό σύστημα «αναγνωρίζει» τις ΚΟΙΝΣΕΠ ως «στενό δημόσιο» (αυτή είναι η αιτιολογία που ο ΟΑΕΔ, παρά της εντάσεις και επεξηγήσεις μας απέρριψε από πρόγραμμα για την «ρευστότητα επιχειρήσεων» τον ΑΝΕΜΟ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ), ενώ το πληροφοριακό σύστημα της εφορίας μας «αναγνωρίζει» ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Πουθενά δεν υπάρχει η ιδιαίτερη «ταυτότητα», δηλαδή αυτή της κοινωνικής επιχείρησης. Οι θέσεις εργασίας δεν επιβάλλονται νομοθετικά… Οι θέσεις εργασίας δεν μπορούν να επιβληθούν νομοθετικά. Είναι απόλυτα προβληματική η ρύθμιση των εργασιακών αναγκών και συνθηκών των επιχειρήσεων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας με έναν γενικό και ισοπεδωτικό τρόπο, κάτι που δεν ισχύει για οποιαδήποτε άλλη μορφή επιχείρησης. Δημιουργούνται επιπλέον διακρίσεις και επιβαρύνσεις, και συνθήκες ασφυξίας και αυτοδιάλυσης πολλών κοινωνικών επιχειρήσεων αλλά και αρνητικό κλίμα για την δημιουργία νέων. Τα προβλήματα βιωσιμότητας δεν λύνονται με έναν ισοπεδωτικό τρόπο, που δεν αφήνει καθόλου ευελιξία και δυνατότητες προσαρμογής των κοινωνικών επιχειρήσεων, σε μια περίοδο με μεγάλη μεταβλητότητα και βαθιά κρίση. Πολύ περισσότερο που οι διάφορες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων έχουν διαφορετικές ανάγκες (πχ πρωτογενής παραγωγή, παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, χρηματο-οικονομικοί συνεταιρισμοί, βιομηχανική παραγωγή, τουριστικοί ή πολιτιστικοί σκοποί, κα). Προτείνουμε, επίσης, τη χρήση του όρου ««συνεταιρισμένη εργασία» αντί της «μισθωτής εργασίας». Συμφωνούμε με την σχετική πρόταση του ΔΙΚΚΕΜ: «πρότασή μας ως συνέχεια του άρθρου 2 παράγραφος 2γ, η οποία κατά τη γνώμη μας θωρακίζει το χώρο απέναντι σε καιροσκόπους: «Προάγουν την αρχή «ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία», μεριμνούν για τη σύγκλιση στην αμοιβή της εργασίας, εφαρμόζοντας σύστημα αμοιβών που ρυθμίζει δίκαια την αναλογία ανώτατης προς κατώτατη αμοιβή για τους συμμετέχοντες. Η υποχρέωση αυτή ισχύει και σε οποιασδήποτε μορφής σύμπραξη δύο ή περισσότερων νομικών προσώπων». Αναγνώριση του ιδιαίτερου ρόλου της κοινωνικής κι αλληλέγγυας οικονομίας Προτείνουμε, αναγνωρίζοντας την κοινωνική σημασία και τον ιδιαίτερο ρόλο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας: • Να υπάρξει πρόβλεψη για εξαίρεση από την καταβολή τέλους επιτηδεύματος για τα πρώτα 3 τουλάχιστον χρόνια λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων (για όσες το έχουν ήδη καταβάλλει να υπάρξει συμψηφισμός με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις τους) ή για τα πρώτα 5 χρόνια, όπως στους νέους επαγγελματίες, αν οι συμμετέχοντες στην κοινωνική επιχείρηση είναι νέοι στην ηλικία. • Προτείνουμε η εγγραφή των κοινωνικών επιχειρήσεων να γίνεται σε περιφερειακό επίπεδο με δια-σύνδεση των επιμέρους περιφερειακών μητρώων ώστε να υπάρχει πλήρης εικόνα για την κατάσταση των κοινωνικών επιχειρήσεων. Επίσης, το ΓΕΜΗ να ανήκει στις αρμοδιότητες μιας ανεξάρτητης αρχής. • Να αναγνωριστεί η δυνατότητα συνεργασίας των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας μεταξύ τους και με άλλους φορείς για την δημιουργία αξιόπιστων και κατάλληλων υποστηρικτικών δομών, για εκπαίδευση, συμβουλευτική, υποστήριξη και έλεγχο τήρησης των αξιών και αρχών της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Οι πόροι των κοινωνικών επιχειρήσεων που διατίθενται για την ανάπτυξη και λειτουργία των θεσμών αυτών πρέπει να απαλλάσσονται από τη φορολογία, ενώ οι δομές αυτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν προτάσεις σε σχετικά περιφερειακά, εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, χωρίς να βρίσκονται αντιμέτωπες με υπερβολικές απαιτήσεις υποδομών και γραφειοκρατίας.