• Σχόλιο του χρήστη 'othonk' | 7 Απριλίου 2010, 20:08

    Με δεδομένο ότι το μεγάλο πρόβλημα του Ασφαλιστικού Συστήματος τα τελευταία χρόνια είναι η ανατροπή της σχέσης μεταξύ του συνολικού ενεργού πληθυσμού, που εργαζόμενος καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές και τείνει να μειώνεται και του αντίστοιχου πληθυσμού των συνταξιούχων που συνεχώς αυξάνεται και την Ανεργία αναδεικνυόμενη σε δομικό χαρακτηριστικό του Κοινωνικο-οικονομικού Συστήματος, είναι δυνατό να υπάρξει ένα βιώσιμο στο διηνεκές και δίκαιο συνταξιοδοτικό σύστημα, που θα μπορεί να προσφέρει σιγουριά και βεβαίως αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στους συνταξιούχους, στηριζόμενο αποκλειστικά στον ίδιο το μόχθο των εργαζομένων πολιτών, θα ελέγχεται άμεσα από τους ίδιους, θα είναι απλό και απολύτως διαφανές; Κατά τη γνώμη μου, βεβαίως ναί! Οι αρχές του: 1.1. Η απλότητα του Συστήματος και η απόλυτη διαφάνειά του. 1.2. Προφανώς η Αλληλεγγύη των γενεών και ο ως ένα βαθμό αναδιανεμητικός του χαρακτήρας, αλλά 1.3. Η ανταποδοτικότητα ταυτόχρονα και η αναλογικότητα του, αφού κανείς λογικός δεν μπορεί να δεχθεί κάποιον που δεν έχει συνεισφέρει, να ζητά να απολαμβάνει το ίδιο όπως κάποιος που συνεισφέρει πολλά. 1.4. Η συνεισφορά, από τη στιγμή που καταβάλλεται, θα πρέπει να είναι το ίδιο αποδοτική όσο τουλάχιστον και το αντίστοιχο ποσό μιας προθεσμιακής τραπεζικής κατάθεσης. 1.5. Η διεύρυνση της βάσης που το σύστημα αντλεί πόρους, με ένταξη στο σύστημα του κάθε ενήλικα πολίτη, ανεξάρτητα τη θέση του στη παραγωγική διαδικασία (φοιτητής, εργαζόμενος σε σταθερή και μόνιμη βάση, είτε στο δημόσιο, ή στον ιδιωτικό τομέα, μερικώς απασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενος, αγρότης, άνεργος κτλ.). 1.6. Καθιέρωση του θεσμού της Ασφαλιστικής Αποταμίευσης και η ανάδειξη και της προσωπικής ευθύνης του καθενός στο «χτίσιμο» του συνταξιοδοτικού του μέλλοντος. 1.7. Ο πλήρης διαχωρισμός του Χρόνου Ασφάλισης από τον πραγματικό εργασιακό χρόνο και του υπολογισμού της καταβαλλόμενης σύνταξης από τις αποδοχές των εν ενεργεία εργαζομένων. 2. Η Βασική Δομή, η Διαχείριση και η Λειτουργία του Συστήματος: 2.1. Πλήρης διαχωρισμός και ανεξαρτητοποίηση του Συνταξιοδοτικού Τομέα από τους υπόλοιπους φορείς και θεσμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, όπως η Υγειονομική Περίθαλψη, που αποτελούν εντελώς διαφορετικό αντικείμενο και έχουν να κάνουν με άλλους θεσμούς, εξ’ ίσου σημαντικούς, όπως το Ε.Σ.Υ. κτλ. 2.2. Δημιουργία ενός και μοναδικού Συνταξιοδοτικού Φορέα, απολύτως μηχανοργανωμένου. Στο φορέα αυτό συμμετέχει το Δημόσιο, όλα τα υπάρχοντα σήμερα Ταμεία, τα οποία σταδιακά απορροφώνται και σε δεύτερο επίπεδο το Τραπεζικό Σύστημα. Για τον σκοπό αυτό δημιουργείται αρχικά Ειδικός Λογαριασμός, ένα Κεφάλαιο Κίνησης, με τη συμμετοχή του Κράτους και την εκμετάλλευση τμήματος της περιουσίας των Ταμείων, με σκοπό την ομαλή εκκίνηση της λειτουργίας του νέου συστήματος και τη χρηματοδότηση της απορρόφησης των επί μέρους Ταμείων με τη ταυτόχρονη ανταπόκριση στις υφιστάμενες υποχρεώσεις τους χωρίς προβλήματα. 2.3. Κάθε έλληνας πολίτης που έχει συμπληρώσει, ή συμπληρώνει το 18ο έτος της ηλικίας του, εντάσσεται υποχρεωτικά στον ανωτέρω μοναδικό συνταξιοδοτικό φορέα. 2.4. Για κάθε πολίτη που εντάσσεται, ανοίγει με ευθύνη του συστήματος Προθεσμιακός Καταθετικός Λογαριασμός, με το εκάστοτε τρέχον επιτόκιο σε Τράπεζα της επιλογής του, που διασυνδέεται με το Σύστημα. 2.5. Κάθε ασφαλισμένος σήμερα στο οποιοδήποτε Ταμείο αποκτά έτσι τον δικό του προσωπικό λογαριασμό Ασφαλιστικής Αποταμίευσης, όπου μεταφέρονται σταδιακά εντόκως όλες οι καταβληθείσες μέχρι τη στιγμή της ένταξής του ασφαλιστικές εισφορές. 2.6. Για κάθε Έλληνα πολίτη που συμπληρώνει το 18ο έτος της ηλικίας του, ο λογαριασμός αυτός ανοίγει με τη κατάθεση από τη πλευρά του Δημοσίου ενός προκαθορισμένου συμβολικού ποσού. (Π.χ. αν για 100.000 περίπου νέους εντασσόμενους στο σύστημα κάθε χρόνο, κατατίθενται από 500 € για το άνοιγμα του λογαριασμού τους, το ετήσιο κόστος ανέρχεται σε 50.000.000 €, δαπάνη μάλλον αμελητέα σε σχέση με τη συνολική κρατική δαπάνη, ενώ και ψυχολογικά ο νέος πολίτης θα αισθάνεται ότι ήδη το Κράτος πράττει κάτι για τον ίδιο). 2.7. Ο Λογαριασμός αυτός παραμένει ενεργός για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, δηλαδή από την ενηλικίωση του κάθε πολίτη μέχρι και τη στιγμή της συνταξιοδότησής του. 2.8. Οι ασφαλιστικές εισφορές (συνολικά εργαζομένων και εργοδοτών), ως αναπόσπαστο τμήμα της αμοιβής της εργασίας, εισπράττονται υποχρεωτικά από το σύστημα - όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα - και κατατίθενται αυτόματα στον προσωπικό (από κοινού με το Σύστημα), αυτό προθεσμιακό λογαριασμό του κάθε ασφαλισμένου. 2.9. Στη περίπτωση απολύσεων, ο εργοδότης πέραν από την προβλεπόμενη από το Νόμο αποζημίωση που καταβάλει στον απολυόμενο, υποχρεούται σε καταβολή των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. 6 μήνες), για την ασφαλιστική κάλυψη του απολυμένου για ένα μέρος του χρόνου που θα παραμείνει άνεργος, δημιουργώντας έτσι επιπρόσθετο αντικίνητρο στις «εύκολες», κερδοσκοπικού χαρακτήρα, απολύσεις. 2.10. Κάθε χρόνο το Δημόσιο θα καταβάλει στον ενιαίο Φορέα τη δική του συνεισφορά (πόρος από τη Φορολογία και τα λοιπά κρατικά έσοδα), για την υποστήριξη του Συστήματος, η οποία και θα επιμερίζεται αυτόματα και αναλογικά στο σύνολο των Λογαριασμών των δικαιούχων. Αυτή η συνεισφορά του Κράτους σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από το σύνολο των σημερινών κρατικών καταβολών στο ισχύον σύστημα. Με τον ίδιο τρόπο ενσωματώνονται και οι δευτερεύοντες κοινωνικοί πόροι που υπάρχουν, ή ενδεχομένως προβλεφθούν στο μέλλον. 2.11. Οι ειδικοί πόροι, τέλη και εισφορές, που ισχύουν και εισπράττονται δια μέσου συγκεκριμένων συναλλαγών, για επί μέρους κατηγορίες επαγγελμάτων, συνεχίζουν να ισχύουν και εισπραττόμενοι επιμερίζονται απ’ ευθείας στους λογαριασμούς των αντίστοιχων δικαιούχων. 2.12. Ο εντασσόμενος στο Σύστημα πολίτης δύναται εφ’ όσον το επιθυμεί και ανάλογα με τις δυνατότητές του κάθε φορά, να καταθέτει χρήματα τα οποία αυτομάτως καταχωρούνται και προσμετρούνται ως ασφαλιστική εισφορά, ανεξάρτητα από το πραγματικό εργασιακό του καθεστώς (εργαζόμενος ως μισθωτός, αγρότης, αυτοαπασχολούμενος, μερικά απασχολούμενος, φοιτητής, σπουδαστής, ή άνεργος), με αναλογική διαμόρφωση του ύψους της σύνταξης που στο τέλος θα λάβει. Με τον τρόπο αυτό διευρύνεται και αποκτά καθολικό χαρακτήρα η δυνατότητα εξαγοράς συντάξιμου χρόνου και καθιερώνεται ο θεσμός της προσωπικής Ασφαλιστικής Αποταμίευσης. Έτσι, ο χρόνος των σπουδών, της μερικής απασχόλησης και της ανεργίας, δεν θα είναι πλέον νεκρός «ασφαλιστικός» χρόνος και αυτός που χάνει τη δουλειά του, δεν θα χάνει τη δυνατότητα για έγκαιρη και πλήρη συνταξιοδότησή του, όταν θα φτάσει στην αντίστοιχη ηλικία. Γιατί μέχρι τώρα, κάποιος που χάνει τη δουλειά του «τιμωρείται» κατά κανόνα διπλά, χάνοντας μέρος - και για όσο διαρκεί η παραμονή του εκτός παραγωγικής διαδικασίας - και της συνταξιοδοτικής του ικανότητας. 2.13. Για μεγαλύτερη ευελιξία, αλλά και ελκυστικότητα του συστήματος, ο κάθε δικαιούχος θα μπορεί να κάνει αναλήψεις μέχρις ενός ορισμένου ποσού, με αντίστοιχη μείωση της συνταξιοδοτικής του ικανότητας, που θα μπορεί να αποκατασταθεί και πάλι με την επανακατάθεση οποιαδήποτε στιγμή του αναληφθέντος ποσού. Βεβαίως δεν μπορεί να γίνει ανάληψη του τμήματος του λογαριασμού που αφορά στις καταβαλλόμενες υποχρεωτικά ασφαλιστικές εισφορές, ή τη κρατική συμμετοχή. Στη πράξη ο λογαριασμός αυτός λειτουργεί περίπου, όπως ένας κοινός προθεσμιακός καταθετικός λογαριασμός με συνδικαιούχους το Σύστημα και τον κάθε ασφαλισμένο. Ανακατευθύνεται, με τον τρόπο αυτό, μέρος της ιδιωτικής αποταμίευσης στο Σύστημα εξασφαλίζοντας διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης και επάρκεια ρευστότητας, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη καλλιέργεια Ασφαλιστικής συνείδησης σε όλους. 2.14. Οι τόκοι των συγκεκριμένων καταθέσεων, αφού αυτές είναι ειδικού σκοπού (στήριξη του Συνταξιοδοτικού συστήματος), απαλλάσσονται πλήρως κάθε φορολογίας. Αλλά και τα ποσά που κατατίθενται από τους πολίτες για το σκοπό αυτό, είναι ασφαλιστικές εισφορές και εκπίπτουν του φορολογητέου εισοδήματος. 2.15. Ο κάθε πολίτης, θα έχει άμεση πρόσβαση στο προσωπικό του αυτό λογαριασμό, μέσω Τραπέζης, ΚΕΠ, ή του διαδικτύου και θα γνωρίζει έτσι κάθε στιγμή, τι ποσό έχει συγκεντρωθεί, ποια η συνεισφορά του Δημοσίου στον ίδιο προσωπικά, ποια η δική του άμεση συνεισφορά με τις καταθέσεις του, εφ’ όσον υπάρχουν τέτοιες, το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων υποχρεωτικά εισφορών ως μέρος του μισθού του, πότε μπορεί να συνταξιοδοτηθεί με βάση το συνολικό ποσό που έχει συγκεντρωθεί και την ηλικία του, καθώς και το ύψος της σύνταξης που αναλογεί, αλλά ταυτόχρονα θα ελέγχει κατά πόσο καταβλήθηκαν εγκαίρως οι παρακρατηθείσες εισφορές από την εκάστοτε εργοδοσία, καθιστώντας την εισφοροδιαφυγή σχεδόν αδύνατη (θα είναι δυνατή μόνο με τη δική του συγκατάθεση και άρα απόλυτη συνυπευθυνότητα, ενώ θα μπορεί να εντοπιστεί άμεσα) και το σύστημα εξαιρετικά διαφανές. 2.16. Οι συμμετέχουσες στο Σύστημα Τράπεζες, θα μπορούν από τη πλευρά τους, να προσφέρουν τις δικές τους διευκολύνσεις στους ασφαλισμένους (π.χ. παροχή χαμηλότοκου δανείου για την εξαγορά ασφαλιστικού χρόνου, ή και συνεργαζόμενες με Ασφαλιστικές εταιρείες συνοδά ασφαλιστικά προϊόντα). Επίσης, οι Τράπεζες με χαμηλότοκα δανειακά προϊόντα, μπορούν να διευκολύνουν τον όποιο επιχειρηματία αδυνατεί προσωρινά να καταβάλει τις προβλεπόμενες εισφορές στο Σύστημα (η αντικειμενική αδυναμία πιστοποιείται άμεσα από ανεξάρτητο όργανο ελέγχου), για να το πράξει αμέσως (π.χ. καταβολή από τη πλευρά των Τραπεζών των ασφαλιστικών εισφορών και σταδιακή είσπραξη από τις ίδιες του οφειλόμενου από τον επιχειρηματία ποσού, με όρους συμφέροντες και τα δύο μέρη). Με τον τρόπο αυτό καταργείται η εισφοροαποφυγή, αφού ο έλεγχος των καταβαλλομένων εισφορών θα είναι συνεχής και αδιάλειπτος ταυτόχρονα από τον Ενιαίο Φορέα, τους ίδιους τους ασφαλισμένους και το Τραπεζικό σύστημα. 2.17. Το σύστημα συνολικά λειτουργεί με τη λογική ενός αποκεντρωμένου δικτύου (network), εκατομμυρίων περιφερειακών σημείων (επί μέρους λογαριασμοί), που ταυτόχρονα και με διαδραστικό τρόπο, συγκροτούν ένα κεντρικό Σύστημα διαχείρισης, ελέγχου, συγκέντρωσης και αναδιανομής (Ενιαίος Φορέας). 2.18. Καθορίζονται τρείς (3) βασικές βαθμίδες συντάξεων (υψηλή, μεσαία, χαμηλή), με ενδιάμεσα υποκλιμάκια, το δε ύψος της σύνταξης είναι ευθέως ανάλογο του συνολικού ποσού που έχει συγκεντρωθεί για κάθε ασφαλισμένο. 2.19. Στην 1η υψηλή βαθμίδα εντάσσονται οι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών, είτε αυτοί είναι μισθωτοί, είτε αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες. Στη δεύτερη (μεσαία) βαθμίδα εντάσσονται οι εξειδικευμένοι τεχνίτες και οι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης, επίσης μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι. Τέλος στη χαμηλότερη βαθμίδα εντάσσονται οι ανειδίκευτοι, οι χειρώνακτες, οι αγρότες κτλ. 2.20. Η ένταξη του κάθε ασφαλισμένου στην αντίστοιχη κλίμακα, έχει το νόημα, πέραν του υπολογισμού του ύψους της σύνταξης, του προσδιορισμού του ύψους των υποχρεωτικά παρακρατούμενων εισφορών και γενικά του αντίστοιχου ασφαλίστρου, ανά κλάδο και κατηγορία εργαζομένων. Κατά τα λοιπά αποτελεί ελεύθερη επιλογή του ιδίου του ασφαλισμένου που μπορεί επίσης, να αλλάξει οποιαδήποτε στιγμή ο ίδιος το επιθυμεί, με ανάλογη προσαρμογή του καταβαλλόμενου ασφαλίστρου, είτε κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότου και εργαζομένου, είτε με τη καταβολή από τον ίδιο της διαφοράς, ή και αντίστοιχη αυξομείωση του ήδη «αγορασθέντος» συντάξιμου χρόνου. Έτσι, ο υπολογισμός της σύνταξης σταδιακά αποκόπτεται και διαχωρίζεται από τις καταβαλλόμενες αποδοχές του κάθε εργαζόμενου, ενώ ο ίδιος θα φροντίζει, ώστε όταν θα έλθει ο χρόνος της συνταξιοδότησής του, η σύνταξη που θα πάρει να έχει το επιθυμητό για τον ίδιο ύψος. 2.21. Οι νεοεισερχόμενοι στο σύστημα (με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους), δεν εντάσσονται σε καμία βαθμίδα, απλά με τη κατάθεση από τους ίδιους (ή τις οικογένειές τους), χρημάτων στο λογαριασμό τους, πάντα σε οικιοθελή βάση, προαγοράζεται ασφαλιστικός χρόνος. Η οριστική ένταξή τους σε αντίστοιχη βαθμίδα του συστήματος γίνεται όταν θα βρουν σταθερή δουλειά και θα αρχίσει η τακτική καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, είτε μετά το πέρας των σπουδών με την ένταξη στα οικεία επαγγελματικά επιμελητήρια, ή φορείς, οπότε συνυπολογίζεται ο προαγορασμένος ήδη - και εφ’ όσον υπάρχει τέτοιος - χρόνος. 2.22. Καθορίζεται ως ελάχιστος χρόνος ένταξης στο Σύστημα για την εξασφάλιση συνταξιοδοτικού δικαιώματος τα 40 χρόνια, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπεται η δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης (π.χ. Βαρέα & ανθυγιεινά επαγγέλματα). Ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί κατά επτά (7) ακόμη χρόνια, είτε οικιοθελώς εφ’ όσον καλύπτει και τις υπόλοιπες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, είτε υποχρεωτικά προκειμένου να τις καλύψει. 2.23. Καθορίζεται ως ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης το 58ο έτος (18+40=58), εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις, ενώ θα πρέπει να έχουν καταβληθεί ασφάλιστρα (πραγματικές ή εξαγοραζόμενες ασφαλιστικές εισφορές), για τουλάχιστον 35 χρόνια. 2.24. Την υψηλότερη σύνταξη λαμβάνει αναλογικά αυτός που έχει «εξαγοράσει» και τα 40 χρόνια του ασφαλιστικού χρόνου, ενώ η παραμονή του στο σύστημα για επί πλέον χρόνο (μέχρι το 65ο έτος), πριμοδοτείται με αντίστοιχη αναλογική προσαύξηση στη καταβαλλόμενη σύνταξη. 2.25. Στη περίπτωση που έχουν καταβληθεί εισφορές για λιγότερα από 35 χρόνια, αυξάνεται αντίστοιχα η ηλικία συνταξιοδότησης μέχρι και το 65ο έτος, όπου ο πολίτης συνταξιοδοτείται υποχρεωτικά προκειμένου να παραχωρηθεί η θέση εργασίας που κατέχει σε νεώτερους δικαιούχους, με εξαίρεση τους αυτοαπασχολούμενους, τους επιχειρηματίες και τους ελευθέρους επαγγελματίες, οι οποίοι όμως θα εξακολουθήσουν να συνεισφέρουν στο σύστημα με καταβολή εισφορών (ή ποσοστού επ’ αυτών), ανεξάρτητα αν έχουν καλύψει το ποσό που αντιστοιχεί στο συνολικό χρόνο ασφάλισης (τα 40+7 έτη), που θα τροφοδοτούν τα αποθεματικά του συστήματος. 2.26. Στη περίπτωση που κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησης των μισθωτών προκύπτει ότι τα συνολικά ποσά που έχουν συγκεντρωθεί υπερκαλύπτουν το αντίστοιχο προβλεπόμενο ποσό για την ανώτερη σύνταξη, τότε ή το υπερβάλλον ποσό επιστρέφεται στον δικαιούχο, ή συναποφασίζεται αναλογική αύξηση της καταβαλλόμενης σύνταξης. 2.27. Στη περίπτωση που με τη συμπλήρωση του ανωτάτου ορίου ηλικίας (τα 65 έτη), ο ασφαλισμένος δεν έχει καλύψει το συνολικό ποσό που αντιστοιχεί σε ασφάλιστρα 35 ετών για την συγκεκριμένη βαθμίδα που είναι ενταγμένος και δεν μπορεί ή δεν θέλει να εξαγοράσει τον χρόνο που υπολείπεται, τότε του χορηγείται μικρότερη σύνταξη, αλλά με απόλυτη αναλογικότητα. 2.28. Στην εξαιρετική περίπτωση που δεν έχουν καταβληθεί καθόλου εισφορές, ή δεν έχει εξαγοραστεί ο αντίστοιχος χρόνος, τότε ο ασφαλισμένος συμπληρώνοντας το 65ο έτος της ηλικίας του, δεν θα λαμβάνει σύνταξη, αλλά ένα προνοιακού τύπου επίδομα, για την εξασφάλιση στοιχειώδους αξιοπρεπούς διαβίωσης (αυτό που σήμερα αποκαλείται κατώτατη Εθνική Σύνταξη). Το επίδομα αυτό, με μικρή προσαύξηση, λαμβάνουν και όσοι έχουν καταβάλει εισφορές μόνο μέχρι και 8 χρόνια, οι οποίες απορροφώνται από το σύστημα. 2.29. Κύριες και επικουρικές συντάξεις συμπτύσσονται σε μία ενιαία σύνταξη το ύψος της οποίας δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση κατώτερη του αθροίσματος τους, ενώ σταδιακά καταργείται το ΕΚΑΣ, αφού πλέον δεν θα υπάρχει λόγος ύπαρξης του και τα ποσά που αντιστοιχούν σ’ αυτό, ενσωματώνονται στους πόρους του Συστήματος. 2.30. Με βάση τα παραπάνω καθορίζεται το ύψος της σύνταξης για κάθε ασφαλιστικό κλιμάκιο, αναπροσαρμοζόμενο αυτομάτως τιμαριθμικά, καθώς και το αντίστοιχο ύψος του ασφαλίστρου, με την επανεξέταση και τη προσαρμογή σε αυτό των υφισταμένων ασφαλιστικών εισφορών, αφού βεβαίως συνυπολογιστεί η απόδοση των τόκων των κατατεθειμένων ποσών, της κρατικής συνεισφοράς, της συνεισφοράς των τυχόν άλλων κοινωνικών πόρων που υφίστανται, ή και δημιουργούνται κτλ.. 2.31. Οι έχοντες ήδη εξασφαλίσει ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ή πρόκειται να τα εξασφαλίσουν στο προσεχές μέλλον, εντάσσονται κανονικά στο σύστημα, χωρίς όμως να αλλάζουν οι βασικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησής τους που έχουν επιτευχθεί (π.χ. όρια ηλικίας), ούτε ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης που θα λάβουν, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν αδικίες σε βάρος τους, αλλά θα τυγχάνουν όλων των ωφελημάτων που θα προκύψουν από την ένταξή τους στο νέο καθεστώς (όπως η εξαγορά πολύτιμου - επί πλέον - ασφαλιστικού χρόνου, αυτόματη επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από το θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης όπως αυτή εφαρμόζεται μέχρι σήμερα κτλ.). Έτσι κανείς δεν θίγεται, ενώ αρκετοί επωφελούνται. 2.32. Για τις γυναίκες που τεκνοποιούν κατατίθενται ασφάλιστρα (δωρεάν για τις ίδιες), ενός έτους για το πρώτο παιδί, τριών ετών για το δεύτερο και δύο ετών για κάθε επόμενο τέκνο (έτσι για μία τρίτεκνη μητέρα εξασφαλίζεται δωρεάν ασφαλιστικός χρόνος 1+3+2=6 ετών, για μία τετράτεκνη 8 κ.ο.κ.), για αντιστάθμισμα και επιβράβευση της κοινωνικής τους προσφοράς και της πλήρους εξίσωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Ειδικά για τις πολύτεκνες μητέρες (από τρία παιδιά και άνω), ορίζονται ως ελάχιστη ηλικία θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατ’ εξαίρεση, τα 55 έτη, με αντίστοιχη μείωση του συνολικά απαιτούμενου χρόνου παραμονής στο σύστημα (55-18=37 έτη) και θα πρέπει να έχουν καταβληθεί ασφάλιστρα (πραγματικές συν χαριστικές ως άνω, ή και εξαγοραζόμενες ασφαλιστικές εισφορές), για τουλάχιστον 32 έτη. Π.χ. στη περίπτωση μιας τρίτεκνης μητέρας, που συνταξιοδοτείται στα 55 της, θα πρέπει να έχουν καταβληθεί πραγματικά ασφάλιστρα για τουλάχιστον 26 χρόνια (32-6=26). 2.33. Για τους εντασσόμενους στα λεγόμενα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, επίσης ισχύουν τα όρια των 55 ετών για την ηλικία συνταξιοδότησης και παρόμοιες προϋποθέσεις όπως για τις πολύτεκνες μητέρες. Επιπρόσθετα για να ενταχθεί κάποιος στις ευνοϊκές ρυθμίσεις των βαρέων και ανθυγιεινών θα πρέπει να απασχολείται σε τέτοιο επάγγελμα τουλάχιστον τα τελευταία 8 χρόνια πριν το όριο των 55 ετών. 2.34. Επανακαθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις των αναπηρικών συντάξεων, ενώ εάν η όποια πραγματική αναπηρία (που οδηγεί σε οριστική έξοδο από την αγορά εργασίας), αποτελεί συνέπεια ατυχήματος στον εργασιακό χώρο, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του καθήκοντος του εργαζόμενου, θα καταβάλλεται η πλήρης σύνταξη (40 - 35), που αντιστοιχεί στη συνταξιοδοτική βαθμίδα που ανήκει ο ασφαλισμένος, ανεξάρτητα των εισφορών που έχουν συγκεντρωθεί και του πραγματικού εκτελεσθέντος μέχρι τη στιγμή εκείνη χρόνου εργασίας, με αντίστοιχη επιβάρυνση του εργοδότη, πέραν των οποιοδήποτε άλλων προβλεπομένων από το Νόμο ευθυνών για τον ίδιο. 2.35. Ο θεσμός του Εφ’ άπαξ διατηρείται, επεκτείνεται σε όλους εθελοντικά και λειτουργεί παράλληλα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς όμως τη συνεισφορά του Κράτους. Με την ισχύ των παραπάνω καθιερώνεται ένα πλήρες, λειτουργικό, απολύτως διαφανές, ευέλικτο, βιώσιμο στο διηνεκές, αυστηρό σε σχέση με χαριστικές ή και φαύλες ρυθμίσεις που ταλαιπωρούν το σημερινό καθεστώς, αλλά με ελκυστικές παροχές και προπαντός δίκαιο Συνταξιοδοτικό Σύστημα. Το Σύστημα αυτό εκμεταλλεύεται στο μέγιστο δυνατό βαθμό όλα τα σύγχρονα τεχνικοοικονομικά εργαλεία που προσφέρονται. Με την απλότητά του επιτυγχάνει τεράστιες οικονομίες κλίμακας (αφού σε βάθος χρόνου το προσωπικό που θα απαιτηθεί για να λειτουργεί θα μετριέται, το πολύ, σε μία ή δύο εκατοντάδες υπαλλήλους, αλλά και τα γενικότερα λειτουργικά του έξοδα θα είναι απειροελάχιστα σε σχέση με το σημερινό κόστος). Από την άλλη πλευρά, η διαφάνειά του προσφέρει τη μέγιστη δυνατή θωράκιση από σπατάλες, υπεξαιρέσεις και κακοδιοικήσεις, ενώ εκμηδενίζονται, ως ένα μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, η εισφοροδιαφυγή και η εισφοροαποφυγή. Καταργούνται επίσης, οι χωρίς αποχρώντα λόγο πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, που αποτελούν έτσι κι αλλιώς πληγή για το σύστημα, ενώ αποφεύγεται η βάρβαρη επιμήκυνση του εργασιακού βίου πέραν της ηλικίας των 65 ετών, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα πολύτιμες θέσεις εργασίας για τις νεότερες γενιές. Βεβαίως το Σύστημα αποκτά και κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά, αλλά αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, αντίθετα μάλιστα, αφού διασφαλίζεται πλήρως η κοινωνική δικαιοσύνη και στηρίζεται αποκλειστικά στους ίδιους τους εργαζόμενους που με τα δικά τους χρήματα, είτε με τη μορφή, όπως σήμερα των υποχρεωτικών ασφαλιστικών εισφορών (εργαζομένων και εργοδοτών), ως μέρος της αμοιβής της εργασίας τους, είτε με την εξαγορά ασφαλιστικού χρόνου μέσω των προσωπικών τους καταθέσεων, είτε με τη φορολογία που πληρώνουν (κρατική συνεισφορά), εξασφαλίζουν οι ίδιοι το μέλλον τους, που κανείς πλέον δεν θα νομιμοποιείται και δεν θα μπορεί, να πειράξει.