• Σχόλιο του χρήστη 'Σκίννερ Ανδρέας-Γεώργιος' | 4 Φεβρουαρίου 2020, 22:53

    Εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Σ/Ν «[για] την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, οι αυτοτελώς απασχολούμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες ασφαλισμένοι του Ε.Φ.Κ.Α. κατατάσσονται από 1-1-2020 σε έξι (6) ασφαλιστικές κατηγορίες» (άρθρο 35) των οποίων το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κυμαίνεται από 155 έως 500 ευρώ, ενώ «[για] την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών οι ασφαλισμένοι του πρώην ΟΓΑ, κατατάσσονται από 1-1-2020 σε έξι (6) ασφαλιστικές κατηγορίες» (άρθρο 36) των οποίων η μηνιαία ασφαλιστική εισφορά κυμαίνεται για το 2020 από 87 έως 200 ευρώ, αλλά με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου «Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ ο μέσος όρος του μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος [...] το μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα υπολογίζεται [...] για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 το ποσόν που προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του ποσού της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχουν καταβληθεί [...] δια του συντελεστή 0,20. Για τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ και για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2019 εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,18 για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 31.12.2020 ο συντελεστής 0,19 και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 31.12.2021 εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,195.», δημιουργείται το εξής ζήτημα: Έστω ελεύθερος επαγγελματίας του οποίου το μηνιαίο εισόδημα υπερβαίνει τις €2500. Βάσει των διατάξεων του παρόντος, αυτός καθηλώνεται σε εισφορές μέχρι €500, άρα εν τέλει σε αναταποδοτική σύνταξη που λαμβάνει ως μηνιαίο εισόδημα τις €2500, λαμβάνοντας τελικά πολύ μειωμένη σύνταξη σε σχέση με αυτήν που θα αναλογούσε στο εισόδημά του. Το ίδιο ισχύει και για ασφαλισμένους του ΟΓΑ. Δεδομένης της επιθυμίας της κυβέρνησης να αποσυνδεθούν οι εισφορές των ασφαλισμένων αυτών από το φορολογητέο εισόδημά τους, για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του παρόντος, προτείνεται να επιτραπούν για υψηλότερα εισοδήματα υψηλότερες εισφορές και εξού υψηλότερες ανταποδοτικές και συνολικές συντάξεις.