ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ` – ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ – Άρθρο 28

Το άρθρο 28 του ν. 4387/2016 όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 28
Ανταποδοτική σύνταξη
1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης του Κεφαλαίου αυτού, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, όπως ορίζονται στο άρθρο αυτό, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 34, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών του πίνακα 1 και 2 της παρ. 5 του άρθρου 8, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων.
2. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη:
α. Για τους μισθωτούς, ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ ο μέσος όρος του μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος το οποίο υπόκεινται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Το μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα υπολογίζεται ως εξής :
i. Για το χρονικό διάστημα έως 31.12. 2016 το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης δια του συντελεστή 0,20 .
Στο ανωτέρω ποσό συνυπολογίζονται με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφιστάμενοι μέχρι την ημερομηνία αυτή κοινωνικοί πόροι υπέρ των αντίστοιχων ταμείων και η ασφαλιστική εισφορά- όπου υπήρχε- που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη.
ii. Για το χρονικό διάστημα από 01.01.2017 έως 31.12.2018 το εισόδημα, το οποίο υπόκειται σε εισφορές, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 39 και 40 κατά το ως άνω χρονικό διάστημα
iii. Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 το ποσόν που προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του ποσού της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχουν καταβληθεί χωρίς τις μειώσεις του άρθρου 98 και του άρθρου 141 παρ.2 του ν.3655/2008 δια του συντελεστή 0,20. Για τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ και για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2019 εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,18 για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 31.12.2020 ο συντελεστής 0,19 και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 31.12.2021 εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,195.
3. Οι συντάξιμες αποδοχές των ασφαλισμένων για κάθε ημερολογιακό έτος που προκύπτουν με βάση τον υπολογισμό των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 2 προσαυξάνονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 4.α του άρθρου 8 .
4. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης, για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά είτε με βάση τις διατάξεις του Ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές, επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια ασφάλισής του.
5. Για τους ασφαλισμένους για τους οποίους, από την 1.1.2017, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38, καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά εργοδότη και ασφαλισμένου, αλλά έως την 31.12.2016 κατέβαλλαν ασφαλιστική εισφορά επί ασφαλιστικών κατηγοριών, ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ορίζεται το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί δια του συντελεστή 0,20 .
6. Για τον χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά ύστερα από εξαγορά ,ως συντάξιμες αποδοχές ορίζονται: α. Για τους μισθωτούς οι μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων καταβλήθηκαν οι εισφορές εξαγοράς του αναγνωριζόμενου χρόνου,
β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ το ποσό, που αντιστοιχεί στο ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί για την αναγνώριση των πλασματικών χρόνων δια του συντελεστή 0,20 . Οι πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίστηκαν χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης.
7. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη οι υπολογιζόμενες σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του παρόντος άρθρου – από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης .
Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την 1.1.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως πέντε (5) ετών ασφάλισης.
Για αιτήσεις συνταξιοδότησης με έναρξη καταβολής της σύνταξης από 1.1.2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την 1.1.2002 έως την έναρξη της συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως δέκα (10) ετών ασφάλισης.
8. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης των ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ για χρόνο ασφάλισης διανυθέντα πριν από τη σύσταση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών, ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές προκειμένου για το χρονικό διάστημα μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.2458/1997 ορίζεται το 70% του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού .
9. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης/χορηγίας των προσώπων που είχαν διατελέσει Δήμαρχοι, Πρόεδροι Κοινότητας ή Νομάρχες προ του 2002, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα παράστασης του τελευταίου έτους πριν από τη λήξη της θητείας τους.
Στις περιπτώσεις που είχε ήδη εκδοθεί συνταξιοδοτική απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν μέχρι 31.12.2014, αλλά δεν καταβάλλεται η σύνταξη/χορηγία διότι δεν έχει συμπληρωθεί το ισχύον κατά περίπτωση ηλικιακό όριο, οι συντάξεις αυτές υπολογίζονται εκ νέου σύμφωνα με την παρ.1β του άρθρου 6 του ν.4387/2016. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, ως συντάξιμες απoδοχές λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα παράστασης που ορίζονται στην πράξη αυτή. Σε κάθε περίπτωση προσκόμισης στοιχείων βάσει των οποίων οι συντάξιμες αποδοχές διαμορφώνονται αποδεδειγμένα υψηλότερες λαμβάνονται υπόψη αυτές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης.
10. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της ε΄ περίπτωσης της παραγράφου 4 του άρθρου 37 του ν. 3996/2011 προστίθενται εδάφια ως εξής:«Στην περίπτωση αυτή ο γονέας, ο σύζυγος ή ο αδελφός του αναπήρου, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, δύναται να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της νέας αίτησης.»
11. Επί αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από 13.5.2016 και εφεξής καταργούνται οι κατωτέρω διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 3 Ν. 2084/1992 (Α` 165), άρθρου 64 Ν. 2676/1999 (Α` 1), άρθρου 31 παρ. 2 Ν. 2084/1992 (Α` 165), άρθρου 5 παρ. 11 Α.Ν. 1846/1951 (Α` 179), άρθρου 23 εδάφιο πέμπτο Π.δ. 913/1978 (Α` 220), άρθρου 44 παρ. 4 Π.δ. 284/1974 (Α` 101), άρθρου 5 παρ. 4 Υ.Α. Β2/54/3/236/76/οικ. 695/1977 (Β`329), άρθρου 46 παρ. 8α Β.δ. 29/5/25.6.58 (Α` 96), άρθρου 17 παρ. 2 Π.δ. 419/1983 (Α` 154), άρθρου 17 Π.δ. 419/1980 (Α` 11), άρθρου 20 Υ.Α. 17481/1933 Α.Υ.Ε.Ο. (77/1933), άρθρου 18 παρ. 1 περίπτωση ε` Υ.Α. 31720/Σ.503/10.12.1962 (Β`503), Υ.Α. Φ.43/οικ.1135/1988 (Β`404), άρθρου 1 Π.δ. 460/1989 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 982/1979 (Α` 239), Υ.Α. Φ.41/241/1996 (Β`228), άρθρου 16 παρ. 2 Ν. 3232/2004 (Α` 48) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 4 Ν. 3029/2002 (Α` 160), άρθρο 24 παρ. 2 Π.δ. 258/2005 (Α` 316), άρθρου 9 Π.δ. 116/1988 (Α` 48), άρθρου 6 του Β.δ. 5/1955 (Α` 18), άρθρα 97 και 110 Π.δ. 668/1981 (Α` 167), άρθρου 1 Π.δ. 418/1985 (Α` 146), άρθρου 14 Υ.Α. Φ.29/1455/1977 (Β).».

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 19:53 | ΜΑΡΙΑ ΤΣ

    ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ ΤΟ ΟΡΙΟ ΗΛΙΚΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ 40 ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Η 12000 ΗΜΕΡΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
    ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ Η ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΗΛΙΚΙΑΣ ΛΟΓΩ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΔΟΚΟΜΕΝΟΥ ΖΩΗΣ.
    ΝΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝΩ ΤΩΝ 62 ΕΤΩΝ .ΧΡΗΣΙΜΗ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΜΕΤΑΞΥ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ,ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ .

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 19:08 | Τ.Π.

    Οι συντάξεις χηρείας με τον επανυπολογισμό πρέπει να προσαυξάνονται όταν ο δικαιούχος έχει καταβάλλει ο ίδιος εισφορές σε ασφαλιστικό φορέα και δεν έχει δικαιωθεί σύνταξης, γιατί δεν πληρεί τις ελάχιστες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:12 | ΜΑΡΙΑ – ΣΟΦΙΑ

    Παρακαλώ στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο να (προ)ληφθούν υπ’ όψιν:

    *Τα ζητήματα που πρόκειται να τεθούν κατά το πρώτο (μεταβατικό) στάδιο εφαρμογής του νέου Νόμου και αφορούν στην συνταξιοδότηση ελευθέρων επαγγελματιών με 37-38 έτη ασφαλιστικού βίου προκειμένου να αποφευχθούν περαιτέρω καθυστερήσεις στην απονομή των συντάξεων ,
    δεδομένης της μή εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εισφορών (μέχρι την 31.12.2016) – αναφέρομαι στον φορέα πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ -και την τεράστια καθυστέρηση (3 και πλέον ετών) απονομής σύνταξης ακόμα και της προσωρινής.

    Σχετικό ζήτημα αποτελεί για τους ως άνω ασφαλισμένους-υποψήφιους συνταξιούχους , (λόγω ανεργίας , αδυναμίας πληρωμής εισφορών , αναδρομικών , ρυθμίσεων κ.τ.λ.) η επιλογή ασφαλιστικής κατηγορίας , δεδομένου ότι δεν γνωρίζουν ποιές είναι οι συντάξιμες αποδοχές τους , που προκύπτουν από τις εισφορές που έχουν καταβάλλει όλα τα έτη ασφάλισης , ενώ υπάρχουν και θέματα σχετικά με προϋποθέσεις συνταξιοδότησης .

    Στα πλαίσια δημιουργίας του οργανισμού e-ΕΦΚΑ θα ήταν σωστή η πρόβλεψη λειτουργίας ενός τμήματος (;;) το οποίο θα ήταν στελεχωμένο με άρτια καταρτισμένους υπαλλήλους και οι οποίοι θα παρείχαν υπεύθυνες και τεκμηριωμένες απαντήσεις στους ασφαλισμένους – υποψήφιους συνταξιούχους για όλα τα θέματα που τους απασχολούν.

    Τέλος και παρά το ότι ο παρόν χώρος δεν προσφέρεται , επιτρέψτε μου να σας αναφέρω ότι οι Πολίτες είναι πολύ καλά ενημερωμένοι για την κατάσταση του πρώην και του νύν Ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος .Έχουμε ανάγκη απο ισονομία , χρηστή διοίκηση , σεβασμό και εμπιστοσύνη προς την Δημόσια Διοίκηση , προκειμένου να περισώσουμε ότι προσωπική και επαγγελματική αξιοπρέπεια μας απόμεινε.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:44 | ΣΓ

    Μετά από την αμετάκλητη κρίση του ανωτάτου ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας μας (αποφάσεις 1880/2019 και 1888/2019), οι σχεδιασθείσες διατάξεις δεν είναι σύμφωνες με την συνταγματική αρχή της ισότητας. Οι παραγωγικές τάξεις, ως ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι (μη μισθωτοί), διαπιστώνουν ότι δεν διασφαλίζεται η νομιμότητα του νέου συστήματος, με βάση το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο.
    Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής αποσπάσματα από την 1880/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις αντίστοιχες επισημάνσεις:
    1) «Την παροχή όμως αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής.» (σκέψη 26 της απόφασης).
    Δηλαδή δεν είναι αντισυνταγματική η κρινόμενη διάταξη επειδή και μόνο ο μη μισθωτός καταβάλλει τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους, αλλά και διότι αυτό συμβαίνει για την απόληψη της ίδιας παροχής και όχι τριπλάσιας, που στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να μετριασθεί ή να εκλείψει η εκδήλως δυσμενής διάκριση εις βάρος των μη μισθωτών.
    2) «… και ως εργοδοτική εισφορά συνιστά δημόσιο βάρος προς αντιμετώπιση της δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση…» (σκέψη 20 της απόφασης) και από την σκέψη 27 της απόφασης, που αφορά σε γνώμη που μειοψήφησε, «…διότι, όπως έχει κριθή (ΑΕΔ 3-5/2007), και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας, που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί»
    Δηλαδή καθίσταται πλέον σαφές, σε συνδυασμό με το ανωτέρω 1ο απόσπασμα, ότι η εργοδοτική εισφορά είναι πόρος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και σε καμία περίπτωση ατομική ασφαλιστική του μισθωτού.
    3) Και ναι μεν σύμφωνα με την σκέψη 21 της απόφασης «…ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο, κατά την κρίση του, σύστημα χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών παροχών (καθορισμένες εισφορές, καθορισμένες παροχές) και να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχολήσεως (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες)» πλην όμως, όπως εν συνεχεία αναφέρεται: «… εφόσον επιτυγχάνει τούτο με όρους ισότητας, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 4, παρ. 1, του Συντάγματος»

    Με βάση τα ανωτέρω, στο νομοσχέδιο, θα πρέπει να αλλάξουν και ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη, κυρίως, τα ακόλουθα :
    1. Ατομική εισφορά θα πρέπει να θεωρείται μόνο ό,τι καταβάλλεται από τους ίδιους τους ασφαλισμένους χωρίς την εργοδοτική συμμετοχή, προκειμένου να μην παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, που επιβάλλει ίδιες ανταποδοτικές παροχές (συντάξεις) από ίδιες εισφορές.
    2. Το ισχύον οριακό ποσοστό εισφοράς 20% (ασφαλισμένου και εργοδότη – άρθρο 5.1 ν. 4387/2016) ως γενική βάση αναφοράς, με βάση το οποίο (φανερά ή κρυφά) υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη θα πρέπει να αντικατασταθεί με το 6,67%, ή οποιοδήποτε άλλο ενδεχομένως αποφασισθεί, αλλά αυτό πλέον θα αφορά στις καταβληθείσες εισφορές μόνο του ασφαλισμένου, χωρίς τις εργοδοτικές εισφορές, δηλαδή, θα πρέπει όλες οι συντάξιμες αποδοχές να αναπροσαρμοσθούν στην νέα βάση αναφοράς ποσοστού εισφοράς, που θα αποφασισθεί.
    3. Στην περίπτωση των καθορισμένων μηνιαίων εισφορών (σταθερά ποσά ανεξαρτήτως εισοδήματος), που προωθήθηκε από το υπουργείο για τους μη μισθωτούς, τα ποσά αυτά των εισφορών θα πρέπει να αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές που θα υπολογίζονται με ασφάλιστρο 6,67% ή όποιο άλλο ενδεχομένως αποφασισθεί να καταβάλλουν οι μισθωτοί οι ίδιοι, χωρίς βεβαίως την εργοδοτική συμμετοχή.
    4. Στην περίπτωση που το ποσοστό εισφοράς των μισθωτών παραμείνει στο 6,67%, δεν θα επέλθει καμία αλλαγή στις συντάξιμες αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κλπ (άρθρο 5.1 ν. 4387/2016), ούτε των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (άρθρο 28.2.α), ενώ αντιθέτως οι συντάξιμες αποδοχές των μη μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (άρθρο 28.2.β) θα υπολογίζονται πλέον με βάση ασφάλιστρο το 6,67% αντί του 20% και βεβαίως θα αντικατασταθεί το οριακό ποσοστό 20% με το 6,67% στις περιπτώσεις επιπλέον εισφορών (άρθρα 30, 17, 36 & 94), προφανώς με αναπροσαρμογή του συντελεστή 0,075% που εφαρμόζεται σε αυτές τις περιπτώσεις.
    Δυστυχώς, δεν ενσωματώθηκε στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, η θεμελιώδης ανατροπή που απορρέει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΣτΕ, δηλαδή την άρση της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος των μη μισθωτών, ώστε επί ιδίων ατομικών εισφορών να παρέχεται ίδια ανταποδοτική σύνταξη, αλλά, αντιθέτως, παραμένει άθικτη η σχέση 3:1 δηλαδή για να λάβει ο μη μισθωτός ανταποδοτική σύνταξη ίση με αυτή του μισθωτού (με ίδια συντάξιμα χρόνια προφανώς), θα πρέπει να έχει καταβάλει τριπλάσιες ατομικές εισφορές, δεδομένου ότι όλα τα ορισθέντα επίπεδα εισφορών των μη μισθωτών, αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές που θα υπολογίζονται με ασφάλιστρο 20%, αφού με βάση το άρθρο 28.2.β οι αποδοχές είναι «το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης δια του συντελεστή 0,20» δηλαδή Συντάξιμες αποδοχές =μηνιαία εισφορά / 0,20 = πενταπλάσιες των εισφορών και όχι αυτό που έπρεπε και επιβάλλει η δικαστική απόφαση του ΣΤΕ 1880/2019, δηλαδή: Συντάξιμες αποδοχές = μηνιαία εισφορά / 0,667 = Δεκαπενταπλάσιες της εισφοράς, εφόσον παραμένει το ποσοστό εισφοράς 6,675 στους μισθωτούς.
    Μα ακριβώς τα ίδια με την ανωτέρω δικαστική απόφαση 1880/2019, είχε επισημάνει με τις παρατηρήσεις της, η Επιστημονική Ομάδας της Βουλής για το υπό ψήφιση τότε σχέδιο νόμου (4387/2016), παραθέτουμε αυτούσιο απόσπασμα:
    «Συμφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση επί του εν λόγω άρθρου, «κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζονται ενιαίοι (…) κανόνες για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισμένων του Ε.Φ.Κ.Α. και τα βάρη κατανέμονται κατά δίκαιο τρόπο ανάλογα με τις δυνάμεις του εκάστοτε ασφαλισμένου».
    Παρατηρείται, εν προκειμένω, ότι για τους μισθωτούς εργαζομένους, η ασφαλιστική εισφορά (20%) που αναλογεί στις αποδοχές τους βαρύνει αυτούς μόνο κατά το 1/3, και συγκεκριμένως σε ποσοστό 6,67%, δεδομένου ότι η, σε ποσοστό 13,33% επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, εισφορά του εργοδότη δεν αποτελεί μέρος των αποδοχών/εισοδημάτων του εργαζομένου, δεν βαρύνει τον εργαζόμενο, και μόνος υπόχρεος για την καταβολή της είναι ο εργοδότης, δηλαδή πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισμένο. Αντιθέτως, για τους αυτοαπασχολουμένους και τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν έχει περιληφθεί αντίστοιχη ρύθμιση, η οποία θα προέβλεπε, αναλόγως, ότι τα 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών τους βαρύνουν κατά νόμο τους πελάτες/αντισυμβαλλομένους τους.
    Κατά συνέπεια, η επιβολή εισφοράς κύριας σύνταξης με συντελεστή 20% επί του εισοδήματος της ανωτέρω κατηγορίας ασφαλισμένων εισάγει, κατά παράβαση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας [αλλά, κατ’ αποτέλεσμα, και της αρχής ανταποδοτικότητας των εισφορών], δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, εν σχέσει προς την εισφορά που καταβάλλουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, ανέρχεται σε ποσοστό 6,67% επί του εισοδήματος (αποδοχών) τους, καθότι άγει σε τριπλάσια επιβάρυνση του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών για την καταβολή της ίδιας συνταξιοδοτικής παροχής».
    Επίσης ακόμα και με τις νέες ασφαλιστικές κατηγορίες του νομοσχεδίου για τους μη μισθωτούς, ανεξάρτητες του εισοδήματος αυτών, στους ασφαλισμένους με σχετικά χαμηλά εισοδήματα, το νομοσχέδιο πάλι δεν συμμορφώνεται προς τις επιταγές των αποφάσεων του ΣΤΕ.
    Π.χ. ασφαλισμένος μη μισθωτός με μ.ο. μηνιαίου εισοδήματος 775€, θα πληρώνει υποχρεωτικά 155€ για κύρια σύνταξη, ενώ αντίστοιχα ο μισθωτός θα πληρώνει 6,67% * 775 =51,70€, δηλαδή ο μη μισθωτός θα έχει πάλι ΤΡΙΠΛΑΣΙΑ επιβάρυνση σε σχέση με τον αντίστοιχο μισθωτό. Εάν εξετάσουμε και γενικότερα και τις λοιπές επιβαρύνσεις θα έχουμε:
    Μη μισθωτός = 775€ εισόδημα – 155€ για κύρια σύνταξη – 55€ για υγεία – 10€ για ΟΑΕΔ = 775 – 220 =555€ και εάν συνυπολογίσουμε και τέλος επιτηδεύματος 650/12 = 55€, του μένουν καθαρά 500€ το μήνα, εν αντιθέσει με τον μισθωτό που πληρώνει 6,67% για κύρια σύνταξη και 2,55% για υγεία θα του μείνουν καθαρά = 775€ – (6,67%+2,55%)*775 = 775 -71,46 =704€ καθαρά το μήνα, χωρίς να υπολογίσουμε και τα ενδεχόμενα δώρα και επιδόματα, δηλαδή ο μεν μη μισθωτός για να ασφαλισθεί έναντι των κινδύνων γήρατος και ασθενειών θα πρέπει να καταβάλλει το 275 / 775 = 35,5% του εισοδήματός του ενώ ο αντίστοιχος μισθωτός ΜΟΝΟ το 71 / 775=9,2% του δικού του εισοδήματος. Είναι δυνατόν να είναι συνταγματικά όλα αυτά;;
    Δυστυχώς το υπουργείο επιμένει και διατηρεί το 20% ως βασικό οριακό ποσοστό αναφοράς για την υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υπολογισμού της ανταποδοτικότητας των εισφορών, στο οποίο όμως περιλαμβάνεται και η εργοδοτική εισφορά 13,33% για τους μισθωτούς, ενώ αντιθέτως οι μη μισθωτοί στις περιπτώσεις που καταβάλλουν τις ίδιες εισφορές με τους μισθωτούς, θα έχουν υποτριπλάσια ανταποδοτικότητα. Η πρότασή μας είναι η εξής:
    Δεδομένου ότι πλέον όλα τα ταμεία υπήχθησαν στον ΕΦΚΑ, μπορεί να θεσπισθεί ένας κοινωνικός πόρος ή εν πάση περιπτώσει κονδύλι του κρατικού προυπολογισμού, που θα αναπληρώνει την έλλειψη εργοδοτικής εισφοράς των μη μισθωτών, ώστε εν τέλει και οι μη μισθωτοί να συμβάλουν εξ ιδίων μόνο το 1/3 των συνολικών ασφαλιστικών εισφορών τους, ή να επαναυπολογισθεί συνολικά το ισοζύγιο των παροχών-αντιπαροχών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ασφαλιστικές εισφορές-συνταξιοδοτικές παροχές) με ενδεχόμενες αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και ισόποσες αυξήσεις μισθών στα χαμηλά επίπεδα. Ενδεχομένως να παρίσταται ως προσφορότερη η σύνδεση των εισφορών με το εισόδημα για μισθωτούς και μη μισθωτούς, με κάποιο αυξημένο ποσοστό π.χ. στο 10%, αλλά οι υπολογιζόμενες νέες συντάξεις και βεβαίως και οι επανυπολογιζόμενες παλαιές, να βασίζονται στις εισφορές ΜΟΝΟ των ίδιων των ασφαλισμένων και βέβαια στις περιπτώσεις επί πλέον εισφορών, των άρθρων 30,17,36 & 94, ως επί πλέον εισφορές να λογίζονται ΜΟΝΟ αυτές που καταβλήθηκαν από τους ίδιους τους ασφαλισμένους και όχι από τους εργοδότες, ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΦΕΛΕΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ Ο ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ, ΟΤΙ ΟΙ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΜΕΤΑΚΥΛΙΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ και επομένως είναι σαφές ότι δεν μπορεί να θεωρούνται ατομικές εισφορές του ασφαλισμένου. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η θέσπιση ασφαλιστικών κατηγοριών και στους μισθωτούς, ώστε να υπάρχει ΕΝΙΑΙΑ αντιμετώπιση όλων των ασφαλισμένων.
    Το υπουργείο θα πρέπει να κατανοήσει ότι στη σημερινή δύσκολη περίοδο, δεν μπορεί να μην υπάρχει ενιαία και ισότιμη μεταχείριση όλων των ασφαλισμένων, εκτός βεβαίως των εχόντων ανάγκη κοινωνικής προστασίας.
    Επιβεβαιωτικά των παραπάνω παρατηρήσεών μας είναι ότι μέχρι και τις 31/12/2016, όπου δεν προβλεπόταν εργοδοτική εισφορά (δημόσιοι υπάλληλοι κλπ), το καταβαλλόμενο από τους ασφαλισμένους 6,67%, αρκούσε και συνεχίζει να παράγει την ανταποδοτική σύνταξη του ν. 4387/2016, ΜΟΝΟ με την καταβολή αυτής και επίσης με καταβολή ΜΟΝΟ του 6,67% εξαγοράσθηκαν (αιτήσεις μέχρι 31/12/2016) πολλά πλασματικά χρόνια και μάλιστα ακόμα και στο παρόν νομοσχέδιο θεωρούνται και αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΠΛΑΣΙΕΣ των ποσών εξαγοράς, δηλαδή αυτό που θα πρέπει να ισχύσει για ΟΛΟΥΣ.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:26 | ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΣΧΟΝΑΣ

    Το κόστος εξαγοράς πλασματικών ετών (στρατιωτική θητεία κλπ) να διαμορφωθεί στο ίδιο ύψος για όλους τους εργαζομένους ανεξαρτήτως εάν είναι μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες κλπ
    Τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ δυσμενέστερα από αυτά που ίσχυαν προ 5 ή 6 χρόνων

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:51 | ΕΣΤΑΜΕΔΕ

    Μετά από την αμετάκλητη κρίση του ανωτάτου ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας μας (αποφάσεις 1880/2019 και 1888/2019), οι σχεδιασθείσες διατάξεις δεν είναι σύμφωνες με την συνταγματική αρχή της ισότητας. Οι παραγωγικές τάξεις, ως ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι (μη μισθωτοί), διαπιστώνουν ότι δεν διασφαλίζεται η νομιμότητα του νέου συστήματος, με βάση το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο.
    Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής αποσπάσματα από την 1880/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις αντίστοιχες επισημάνσεις:
    1) «Την παροχή όμως αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής.» (σκέψη 26 της απόφασης).
    Δηλαδή δεν είναι αντισυνταγματική η κρινόμενη διάταξη επειδή και μόνο ο μη μισθωτός καταβάλλει τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους, αλλά και διότι αυτό συμβαίνει για την απόληψη της ίδιας παροχής και όχι τριπλάσιας, που στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να μετριασθεί ή να εκλείψει η εκδήλως δυσμενής διάκριση εις βάρος των μη μισθωτών.
    2) «… και ως εργοδοτική εισφορά συνιστά δημόσιο βάρος προς αντιμετώπιση της δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση…» (σκέψη 20 της απόφασης) και από την σκέψη 27 της απόφασης, που αφορά σε γνώμη που μειοψήφησε, «…διότι, όπως έχει κριθή (ΑΕΔ 3-5/2007), και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας, που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί»
    Δηλαδή καθίσταται πλέον σαφές, σε συνδυασμό με το ανωτέρω 1ο απόσπασμα, ότι η εργοδοτική εισφορά είναι πόρος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και σε καμία περίπτωση ατομική ασφαλιστική του μισθωτού.
    3) Και ναι μεν σύμφωνα με την σκέψη 21 της απόφασης «…ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο, κατά την κρίση του, σύστημα χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών παροχών (καθορισμένες εισφορές, καθορισμένες παροχές) και να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχολήσεως (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες)» πλην όμως, όπως εν συνεχεία αναφέρεται: «… εφόσον επιτυγχάνει τούτο με όρους ισότητας, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 4, παρ. 1, του Συντάγματος»

    Με βάση τα ανωτέρω, στο νομοσχέδιο, θα πρέπει να αλλάξουν και ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη, κυρίως, τα ακόλουθα :
    1. Ατομική εισφορά θα πρέπει να θεωρείται μόνο ό,τι καταβάλλεται από τους ίδιους τους ασφαλισμένους χωρίς την εργοδοτική συμμετοχή, προκειμένου να μην παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, που επιβάλλει ίδιες ανταποδοτικές παροχές (συντάξεις) από ίδιες εισφορές.
    2. Το ισχύον οριακό ποσοστό εισφοράς 20% (ασφαλισμένου και εργοδότη – άρθρο 5.1 ν. 4387/2016) ως γενική βάση αναφοράς, με βάση το οποίο (φανερά ή κρυφά) υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη θα πρέπει να αντικατασταθεί με το 6,67%, ή οποιοδήποτε άλλο ενδεχομένως αποφασισθεί, αλλά αυτό πλέον θα αφορά στις καταβληθείσες εισφορές μόνο του ασφαλισμένου, χωρίς τις εργοδοτικές εισφορές, δηλαδή, θα πρέπει όλες οι συντάξιμες αποδοχές να αναπροσαρμοσθούν στην νέα βάση αναφοράς ποσοστού εισφοράς, που θα αποφασισθεί.
    3. Στην περίπτωση των καθορισμένων μηνιαίων εισφορών (σταθερά ποσά ανεξαρτήτως εισοδήματος), που προωθήθηκε από το υπουργείο για τους μη μισθωτούς, τα ποσά αυτά των εισφορών θα πρέπει να αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές που θα υπολογίζονται με ασφάλιστρο 6,67% ή όποιο άλλο ενδεχομένως αποφασισθεί να καταβάλλουν οι μισθωτοί οι ίδιοι, χωρίς βεβαίως την εργοδοτική συμμετοχή.
    4. Στην περίπτωση που το ποσοστό εισφοράς των μισθωτών παραμείνει στο 6,67%, δεν θα επέλθει καμία αλλαγή στις συντάξιμες αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κλπ (άρθρο 5.1 ν. 4387/2016), ούτε των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (άρθρο 28.2.α), ενώ αντιθέτως οι συντάξιμες αποδοχές των μη μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (άρθρο 28.2.β) θα υπολογίζονται πλέον με βάση ασφάλιστρο το 6,67% αντί του 20% και βεβαίως θα αντικατασταθεί το οριακό ποσοστό 20% με το 6,67% στις περιπτώσεις επιπλέον εισφορών (άρθρα 30, 17, 36 & 94), προφανώς με αναπροσαρμογή του συντελεστή 0,075% που εφαρμόζεται σε αυτές τις περιπτώσεις.
    Δυστυχώς, δεν ενσωματώθηκε στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, η θεμελιώδης ανατροπή που απορρέει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΣτΕ, δηλαδή την άρση της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος των μη μισθωτών, ώστε επί ιδίων ατομικών εισφορών να παρέχεται ίδια ανταποδοτική σύνταξη, αλλά, αντιθέτως, παραμένει άθικτη η σχέση 3:1 δηλαδή για να λάβει ο μη μισθωτός ανταποδοτική σύνταξη ίση με αυτή του μισθωτού (με ίδια συντάξιμα χρόνια προφανώς), θα πρέπει να έχει καταβάλει τριπλάσιες ατομικές εισφορές, δεδομένου ότι όλα τα ορισθέντα επίπεδα εισφορών των μη μισθωτών, αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές που θα υπολογίζονται με ασφάλιστρο 20%, αφού με βάση το άρθρο 28.2.β οι αποδοχές είναι «το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης δια του συντελεστή 0,20» δηλαδή Συντάξιμες αποδοχές =μηνιαία εισφορά / 0,20 = πενταπλάσιες των εισφορών και όχι αυτό που έπρεπε και επιβάλλει η δικαστική απόφαση του ΣΤΕ 1880/2019, δηλαδή: Συντάξιμες αποδοχές = μηνιαία εισφορά / 0,667 = Δεκαπενταπλάσιες της εισφοράς, εφόσον παραμένει το ποσοστό εισφοράς 6,675 στους μισθωτούς.
    Μα ακριβώς τα ίδια με την ανωτέρω δικαστική απόφαση 1880/2019, είχε επισημάνει με τις παρατηρήσεις της, η Επιστημονική Ομάδας της Βουλής για το υπό ψήφιση τότε σχέδιο νόμου (4387/2016), παραθέτουμε αυτούσιο απόσπασμα:
    «Συμφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση επί του εν λόγω άρθρου, «κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζονται ενιαίοι (…) κανόνες για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισμένων του Ε.Φ.Κ.Α. και τα βάρη κατανέμονται κατά δίκαιο τρόπο ανάλογα με τις δυνάμεις του εκάστοτε ασφαλισμένου».
    Παρατηρείται, εν προκειμένω, ότι για τους μισθωτούς εργαζομένους, η ασφαλιστική εισφορά (20%) που αναλογεί στις αποδοχές τους βαρύνει αυτούς μόνο κατά το 1/3, και συγκεκριμένως σε ποσοστό 6,67%, δεδομένου ότι η, σε ποσοστό 13,33% επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, εισφορά του εργοδότη δεν αποτελεί μέρος των αποδοχών/εισοδημάτων του εργαζομένου, δεν βαρύνει τον εργαζόμενο, και μόνος υπόχρεος για την καταβολή της είναι ο εργοδότης, δηλαδή πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισμένο. Αντιθέτως, για τους αυτοαπασχολουμένους και τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν έχει περιληφθεί αντίστοιχη ρύθμιση, η οποία θα προέβλεπε, αναλόγως, ότι τα 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών τους βαρύνουν κατά νόμο τους πελάτες/αντισυμβαλλομένους τους.
    Κατά συνέπεια, η επιβολή εισφοράς κύριας σύνταξης με συντελεστή 20% επί του εισοδήματος της ανωτέρω κατηγορίας ασφαλισμένων εισάγει, κατά παράβαση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας [αλλά, κατ’ αποτέλεσμα, και της αρχής ανταποδοτικότητας των εισφορών], δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, εν σχέσει προς την εισφορά που καταβάλλουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, ανέρχεται σε ποσοστό 6,67% επί του εισοδήματος (αποδοχών) τους, καθότι άγει σε τριπλάσια επιβάρυνση του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών για την καταβολή της ίδιας συνταξιοδοτικής παροχής».
    Επίσης ακόμα και με τις νέες ασφαλιστικές κατηγορίες του νομοσχεδίου για τους μη μισθωτούς, ανεξάρτητες του εισοδήματος αυτών, στους ασφαλισμένους με σχετικά χαμηλά εισοδήματα, το νομοσχέδιο πάλι δεν συμμορφώνεται προς τις επιταγές των αποφάσεων του ΣΤΕ.
    Π.χ. ασφαλισμένος μη μισθωτός με μ.ο. μηνιαίου εισοδήματος 775€, θα πληρώνει υποχρεωτικά 155€ για κύρια σύνταξη, ενώ αντίστοιχα ο μισθωτός θα πληρώνει 6,67% * 775 =51,70€, δηλαδή ο μη μισθωτός θα έχει πάλι ΤΡΙΠΛΑΣΙΑ επιβάρυνση σε σχέση με τον αντίστοιχο μισθωτό. Εάν εξετάσουμε και γενικότερα και τις λοιπές επιβαρύνσεις θα έχουμε:
    Μη μισθωτός = 775€ εισόδημα – 155€ για κύρια σύνταξη – 55€ για υγεία – 10€ για ΟΑΕΔ = 775 – 220 =555€ και εάν συνυπολογίσουμε και τέλος επιτηδεύματος 650/12 = 55€, του μένουν καθαρά 500€ το μήνα, εν αντιθέσει με τον μισθωτό που πληρώνει 6,67% για κύρια σύνταξη και 2,55% για υγεία θα του μείνουν καθαρά = 775€ – (6,67%+2,55%)*775 = 775 -71,46 =704€ καθαρά το μήνα, χωρίς να υπολογίσουμε και τα ενδεχόμενα δώρα και επιδόματα, δηλαδή ο μεν μη μισθωτός για να ασφαλισθεί έναντι των κινδύνων γήρατος και ασθενειών θα πρέπει να καταβάλλει το 275 / 775 = 35,5% του εισοδήματός του ενώ ο αντίστοιχος μισθωτός ΜΟΝΟ το 71 / 775=9,2% του δικού του εισοδήματος. Είναι δυνατόν να είναι συνταγματικά όλα αυτά;;
    Δυστυχώς το υπουργείο επιμένει και διατηρεί το 20% ως βασικό οριακό ποσοστό αναφοράς για την υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υπολογισμού της ανταποδοτικότητας των εισφορών, στο οποίο όμως περιλαμβάνεται και η εργοδοτική εισφορά 13,33% για τους μισθωτούς, ενώ αντιθέτως οι μη μισθωτοί στις περιπτώσεις που καταβάλλουν τις ίδιες εισφορές με τους μισθωτούς, θα έχουν υποτριπλάσια ανταποδοτικότητα. Η πρότασή μας είναι η εξής:
    Δεδομένου ότι πλέον όλα τα ταμεία υπήχθησαν στον ΕΦΚΑ, μπορεί να θεσπισθεί ένας κοινωνικός πόρος ή εν πάση περιπτώσει κονδύλι του κρατικού προυπολογισμού, που θα αναπληρώνει την έλλειψη εργοδοτικής εισφοράς των μη μισθωτών, ώστε εν τέλει και οι μη μισθωτοί να συμβάλουν εξ ιδίων μόνο το 1/3 των συνολικών ασφαλιστικών εισφορών τους, ή να επαναυπολογισθεί συνολικά το ισοζύγιο των παροχών-αντιπαροχών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ασφαλιστικές εισφορές-συνταξιοδοτικές παροχές) με ενδεχόμενες αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και ισόποσες αυξήσεις μισθών στα χαμηλά επίπεδα. Ενδεχομένως να παρίσταται ως προσφορότερη η σύνδεση των εισφορών με το εισόδημα για μισθωτούς και μη μισθωτούς, με κάποιο αυξημένο ποσοστό π.χ. στο 10%, αλλά οι υπολογιζόμενες νέες συντάξεις και βεβαίως και οι επανυπολογιζόμενες παλαιές, να βασίζονται στις εισφορές ΜΟΝΟ των ίδιων των ασφαλισμένων και βέβαια στις περιπτώσεις επί πλέον εισφορών, των άρθρων 30,17,36 & 94, ως επί πλέον εισφορές να λογίζονται ΜΟΝΟ αυτές που καταβλήθηκαν από τους ίδιους τους ασφαλισμένους και όχι από τους εργοδότες, ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΦΕΛΕΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ Ο ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ, ΟΤΙ ΟΙ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΜΕΤΑΚΥΛΙΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ και επομένως είναι σαφές ότι δεν μπορεί να θεωρούνται ατομικές εισφορές του ασφαλισμένου. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η θέσπιση ασφαλιστικών κατηγοριών και στους μισθωτούς, ώστε να υπάρχει ΕΝΙΑΙΑ αντιμετώπιση όλων των ασφαλισμένων.
    Το υπουργείο θα πρέπει να κατανοήσει ότι στη σημερινή δύσκολη περίοδο, δεν μπορεί να μην υπάρχει ενιαία και ισότιμη μεταχείριση όλων των ασφαλισμένων, εκτός βεβαίως των εχόντων ανάγκη κοινωνικής προστασίας.
    Επιβεβαιωτικά των παραπάνω παρατηρήσεών μας είναι ότι μέχρι και τις 31/12/2016, όπου δεν προβλεπόταν εργοδοτική εισφορά (δημόσιοι υπάλληλοι κλπ), το καταβαλλόμενο από τους ασφαλισμένους 6,67%, αρκούσε και συνεχίζει να παράγει την ανταποδοτική σύνταξη του ν. 4387/2016, ΜΟΝΟ με την καταβολή αυτής και επίσης με καταβολή ΜΟΝΟ του 6,67% εξαγοράσθηκαν (αιτήσεις μέχρι 31/12/2016) πολλά πλασματικά χρόνια και μάλιστα ακόμα και στο παρόν νομοσχέδιο θεωρούνται και αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΠΛΑΣΙΕΣ των ποσών εξαγοράς, δηλαδή αυτό που θα πρέπει να ισχύσει για ΟΛΟΥΣ

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:09 | ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΣΧΟΝΑΣ

    Είναι Συνταγματική Επιταγή η ισότητα και ισονομία των πολιτών. Επομένως στις νέες ασφαλιστικές διατάξεις δεν μπορεί να παραμένουν οι επί μέρους και ανά πρώην φορέα εισφορές. Επειδή όλα τα ανά τον κόσμο ασφαλιστικά συστήματα είναι αποταμιευτικά, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πρώτιστο ποσοστό απόδοσης – και επιβραβευόμενο μάλιστα – τα έτη ασφάλισης και από την άλλη να θεωρείται δευτερεύον – και τιμωρούμενο ως εκ τούτου – το ύψος του αποταμιευτικού κεφαλαίου. Δεν είναι ίση η αντιμετώπιση των πολιτών με το να δίνεται η δυνατότητα σε ομάδες να επιλέγουν το ύψος των εισφορών τους και σε άλλους όχι. Αυτό στην ουσία προτρέπει την πρώτη κατηγορία (ελεύθεροι επαγγελματίες κλπ) σε καταβολή του ελάχιστου ύψους καταβαλλομένων εισφορών εις βάρος των υπολοίπων (μισθωτών) αφού το τελικό αποτέλεσμα (σύνταξη) θα είναι ίδιο και για τις δύο κατηγορίες.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:25 | ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΣΧΟΝΑΣ

    Σύμφωνα με αποφάσεις συνταξιοδότησης ελάχιστων καταστημάτων του φορέα ΕΦΚΑ-ΙΚΑ, συνταξιούχοι που συνεχίζουν να είναι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που ολικά ή μερικά εξαιρέθηκαν οποτεδήποτε από το Δημόσιο Τομέα (και Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα), εξακολουθούν να έχουν την ιδιότητα Συνταξιούχου δημόσιου τομέα. Αυτό σημαίνει, ότι, παρ΄ ότι καταβάλλονται πλήρεις (και όχι μειωμένες όπως στους αυτοαπασχολούμενους) ασφαλιστικές εισφορές, εν τούτοις ο διανυθείς μετά την συνταξιοδότηση χρόνος δεν προσμετράται και δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος.
    Δηλαδή, αν μία ιδιωτική εταιρεία, κάποια στιγμή υπήχθη υπό τον έλεγχο δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ανεξαρτήτως αν ο χρόνος υπαγωγής ήταν για μία ημέρα ή για συνεχόμενες δεκαετίες), τότε οι εργαζόμενοί της συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσίου τομέα και θεωρούνται συνταξιούχοι του δημόσιου τομέα. Αποτέλεσμα αυτής της συμπερασματικής γνωμοδοτικής εγκυκλίου είναι οι εργαζόμενοι-συνταξιούχοι να καταβάλλουν μεν το σύνολο των υπό του νόμου επιβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών ενώ δεν τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα προσμέτρησης του επί πλέον ασφαλιστικού τους χρόνου.
    Αυτή η μη αναγνώριση του επί πλέον συντάξιμου χρόνου (ορθώς κατά την άποψή μου) δεν εφαρμόζεται όχι μόνον από τους υπόλοιπους ασφαλιστικούς φορείς του e-ΕΦΚΑ αλλά και από το σύνολο σχεδόν των κατά τόπους καταστημάτων του φορέα ΕΦΚΑ-ΙΚΑ (μόνο 2 ή 3 τοπικά καταστήματα του πρώην ΙΚΑ εφαρμόζουν αυτό το μέτρο). Η αρχή της ισότητας και ανταποδοτικότητας των ασφαλιστικών εισφορών, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να μην εφαρμόζεται πλήρως για κάθε εργαζόμενο και για κάθε περίπτωση. Προτείνεται η κατάργηση αυτής της λανθασμένης και αντισυνταγματικής εφαρμοστέας εντολής. Κάθε εργαζόμενος καταβάλλει τις υπό του νόμου υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές και ο ασφαλιστικός του φορέας ωφείλει να του ανταποδώσει με το πέρας του εργασιακού του βίου στο έπακρο και πλήρως το αντίτιμο του συνόλου (εξαιρουμένης της πιθανής ίσως περιόδου μειωμένων εισφορών στο διάστημα απασχόλησης του ως συνταξιούχου) της ατομικής συμμετοχής και λογαριασμού του στο σύνολο του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ταμείου ή ταμείων. Δεν μπορεί να καταβάλλονται ΠΛΗΡΕΙΣ εισφορές και να μην αποδίδονται οι εξ αυτών προκύπτουσες υποχρεώσεις όπως ελάχιστες υπηρεσίες ενός και μόνο φορέα (ΙΚΑ συγκεκριμένως) του ΕΦΚΑ παρανόμως ή λανθασμένα εφαρμόζουν.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:41 | ΒΑΣΙΛΑΤΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

    Ως ο σχολιασμός μας στο Άρθρο 24 – Αντικατάσταση του Άρθρου 8 του Ν. 4387/2016 «Ανταποδοτική σύνταξη».
    Ενώ είναι γνωστές οι εισφορές οι οποίες είναι και αυτές που ενδιαφέρουν για την ανταποδοτική σύνταξη, εντούτοις υπολογίζονται και λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές, ο χρόνος ασφάλισης και τα ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης προφανώς ως κατάλοιπα των παλαιοτέρων ασφαλιστικών ενώ ουδεμία χρησιμότητα παρέχουν. Αντιθέτως δεν εισάγονται και δεν λαμβάνονται υπόψη το πλέον χρήσιμο στοιχείο, το προσδόκιμο ζωής, καθώς και το επίσης πολύ χρήσιμο στοιχείο της παρούσας αξίας με βάση ένα επιτόκιο αναφοράς.
    ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ η ανταποδοτική σύνταξη να υπολογίζεται από την εξίσωση:
    Παρούσα Αξία του Συνόλου Εισφορών = Παρούσα Αξία του Συνόλου Καταβολών Σύνταξης [= Παρούσα Αξία της Ανταποδοτικής Σύνταξης Χ (Προσδόκιμο Ζωής – Ηλικία Συνταξιοδότησης) (έτη) Χ 12 μήνες/έτος]. Τόσο απλά.
    Ο τύπος αυτός αποδίδει πλήρως ως σύνταξη τις καταβληθείσες εισφορές ενώ τα αναφερόμενα στον νέο πίνακα του Άρθρου ποσοστά αναπλήρωσης υποαποδίδουν τις εισφορές για την περίπτωση έως τριάντα τρία (33) έτη ασφάλισης –τριάντα εννέα (39) έτη ασφάλισης σύμφωνα με τον προς αντικατάσταση ισχύοντα πίνακα– και την υπεραποδίδουν για την περίπτωση τριάντα τεσσάρων (34) ετών ασφάλισης και μετά –σαράντα (40) έτη ασφάλισης σύμφωνα με τον προς αντικατάσταση ισχύοντα πίνακα. Τα αποτελέσματα αυτά προκύπτουν από την εξίσωση των καταβληθεισών εισφορών με τις καταβολές σύνταξης με βάση τον εισαγόμενο νέο πίνακα για το εύλογο Σύνολο Συνταξιοδοτούμενου Χρόνου είκοσι (20) έτη, οπότε και θα έπρεπε:
    Σύνολο Εισφορών = Συντάξιμες Αποδοχές Χ 20% Χ Σύνολο Χρόνου Ασφάλισης (έτη) Χ 12 μήνες/έτος = Σύνολο καταβολών = Συντάξιμες Αποδοχές Χ Συνολικό Ποσοστό Αναπλήρωσης Χ Σύνολο Συνταξιοδοτούμενου Χρόνου Χ 12 μήνες/έτος Συνολικό Ποσοστό Αναπλήρωσης (αριθμητικά) = Σύνολο Χρόνου Ασφάλισης (έτη) (αριθμητικά),
    το οποίο δεν συμβαίνει στον νέο αλλά ούτε και στον προς αντικατάσταση πίνακα.
    Ποιος δίδει το δικαίωμα αυτό στον νομοθέτη να κάνει πολιτική με τα χρήματα των ασφαλιζομένων; Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι εχέφρονες πολίτες οι οποίοι αγαπούμε την ελευθερία μας επιθυμούμε να απεμπλακούμε από τον κρατιστικό παρεμβατισμό.
    Τέλος, αναφορικά με την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη η παρούσα αξία των χρηματορροών, οι εισφορές αποτελούν μακροπρόθεσμο δανεισμό του κράτους και επομένως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η παρούσα αξία τους και μάλιστα με επιτόκιο αυτό των πλέον μακροπροθέσμων κρατικών ομολόγων.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:32 | ΝΙΚΟΣ Θ

    1. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΠΡΙΝ ΤΟ 1983 ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ 35 ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟ 2012 ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ 37 Η ΚΑΙ 40 ΕΤΗ
    ΝΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ 60 ΕΤΩΝ ΟΠΩΣ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΩΝ ΔΕΚΟ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ ΚΛΠ.
    2. ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΠΡΙΝ ΤΟ 1983 ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΙΚΑ ΟΑΕΕ ΠΟΥ
    ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΑΝ 40 ΕΤΗ ΜΕ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ Η ΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ 20 ΕΤΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ 60 ΕΤΩΝ ΜΕ ΔΥΟ ΠΛΗΡΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ.
    ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:51 | ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΣΧΟΝΑΣ

    Άρθρο 1
    Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος
    Κοινωνικής Ασφάλειας
    1. ……………
    2. ……………
    3. Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης λειτουρ−
    γεί με ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους
    του Ε.Φ.Κ.Α..

    Στην νέα υπό διαβούλευση ασφαλιστική μεταρρύθμιση του e-ΕΦΚΑ απαλείφεται η παράγραφος 3 του άρθρου 1. Δυστυχώς, παρ΄ ότι στο υπό αντικατάσταση ασφαλιστικό νομοσχέδιο του 2016 υπήρχε η παράγραφος αυτή, εν τούτοις οι ενταχθέντες φορείς, καταστρατηγώντας την, λειτουργούσαν με διαφορετικό τρόπο.
    Παράδειγμα ο καταλογισμός των ασφαλιστικών εισφορών κατά εργοδότη και υπέρ των εργαζομένων από τον φορέα ΕΦΚΑ-ΤΣΜΕΔΕ, Εν αντιθέσει, υπάρχει η συνεχής άρνηση καταλογισμού υπέρ των υπολοίπων εργαζομένων των ασφαλιστικών εισφορών έτερου φορέα — ΕΦΚΑ-ΙΚΑ — κατά του ιδίου εργοδότη για το ίδιο θέμα, διάστημα, συνθήκες και δικαστικές αποφάσεις.
    Οι έννοιες ισότητα, ισονομία, ενιαίοι κανόνες κλπ καταστρατηγήθηκαν ενώ υπήρχε ρητή εντολή-δέσμευση του νόμου 4387/12 Μαΐου 2016 προς τους εντασσόμενους Φορείς στο Ενιαίο Σύστημα. Πόσο μάλλον σήμερα που απαλείφεται η παράγραφος αυτή στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:28 | Βασίλειος Σταθόπουλος

    Ανταποδοτική σύνταξη
    β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ ο μέσος όρος του μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος το οποίο υπόκεινται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Το μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα υπολογίζεται ως εξής:
    i. Για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2016 το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης δια του συντελεστή 0,20.
    Στο ανωτέρω ποσό συνυπολογίζονται με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφιστάμενοι μέχρι την ημερομηνία αυτή κοινωνικοί πόροι υπέρ των αντίστοιχων ταμείων και η ασφαλιστική εισφορά- όπου υπήρχε- που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη.

    ΠΡΟΤΑΣΗ για τον ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΡΟ
    Με το άρθρο 1 της από 7/11/1997 πράξης νομοθετικού περιχεομένου και με στόχο την μείωση των τιμών των φαρμάκων καταργήθηκε ο κοινωνικός πόρος του τέως Τ.Σ.Α.Υ. από το φαρμακόσημο που είχε θεσπιστεί με άρθρο 4, του Ν.982/1979. Για την κάλυψη των διαφυγόντων εσόδων από την κατάργηση αυτή, το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει κάθε χρόνο ένα σταθερό ποσό, όσο με το έσοδο από την κατάργηση του κοινωνικού πόρου του έτους 1997 (Ν.2519/1997). Το οφειλόμενο ποσό μέχρι τέλους του 2015 ανέρχεται σε 681.510.744,17 ευρώ και θα πρέπει να υπολογιστεί ως κοινωνικός πόρος.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:15 | Βασίλειος Σταθόπουλος

    Ανταποδοτική σύνταξη
    β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ ο μέσος όρος του μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος το οποίο υπόκεινται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Το μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα υπολογίζεται ως εξής:
    i. Για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2016 το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης δια του συντελεστή 0,20.
    Στο ανωτέρω ποσό συνυπολογίζονται με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφιστάμενοι μέχρι την ημερομηνία αυτή κοινωνικοί πόροι υπέρ των αντίστοιχων ταμείων και η ασφαλιστική εισφορά- όπου υπήρχε- που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη.

    ΠΡΟΤΑΣΗ για ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ
    Κάθε εργοδότης φυσικό η νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση το Ελληνικό Δημόσιο, που απασχολεί υγειονομικούς με πάγια αντιμισθία, ή µε ποσοστά ή ως ωρομίσθιους η κατά πράξη και περίπτωση, ή χρονική µονάδα ή µε οποιοδήποτε τρόπο αμειβόμενους ή ως επιστημονικά υπευθύνους με απόφαση Νομαρχίας σε ιδιωτικές κλίκες Διαγνωστικά κέντρα, πολυϊατρεία ή είναι μέτοχοι ιατρικών οδοντιατρικών, φαρμακευτικών, κτηνιατρικών εταιρειών με οποιαδήποτε μορφή ΑΕ, ΕΠΕ, ΟΕ, ΕΕ, Μονοπρόσωπη, ΕΠΕ, ΙΚΕ και παρέχουν υπηρεσίες, η παρέχουν υπηρεσίας σε ασθενείς ασφαλιστικών ταμείων, ασφαλιστικών εταιρειών, ιδιωτικών κλινικών κλπ, υποχρεούται να καταβάλει στο TΣAY Εργοδοτική Εισφορά Κλάδου Σύνταξης σε ποσοστό 13,33%. Επί πλέον στους υγειονομικούς που είχαν πολλαπλούς εργοδότες, όλοι εργοδότες κατέβαλαν εργοδοτική εισφορά 13,33%
    Με εξαίρεση την εργοδοτική εισφορά των εμμίσθων υγειονομικών για όλες τις άλλες κατηγορίες των υγειονομικών για τις οποίες καταβάλλονταν εργοδοτική εισφορά 13,33%, το ΤΣΑΥ ουδέποτε την είχε πιστώσει στην ασφαλτική μερίδα του ασφαλισμένου γιατί την θεωρούσε γενικό έσοδο του ταμείου.
    Για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων υγειονομικών, που αφόρα ιατρούς και οδοντιάτρους και για όσους θα λάβουν μια μόνο σύνταξη από το ΤΣΑΥ θεωρούμε εύλογο αλλά και δίκαιο να υπολογιστεί εργοδοτική εισφορά 13,33% στο ποσό των 1.666€ η οποία αντιστοιχεί στην εργοδοτική εισφορά του βασικού μισθού του πρώτου μισθολογικού κλιμάκιου, καταληκτικής κατηγορίας ΠΕ που κατέβαλε το κράτος για τους ιατρούς του ΕΣΥ.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:10 | Θωμάς Γεωργάκης

    Για την ορθή και πλήρη εφαρμογή του άρθρου 30 του ν. 4387/2016, (το οποίο δεν τροποποιείται με τον παρόντα νόμο) και, επειδή έχουν υπάρξει παρερμηνείες για την έκταση της εφαρμογής του και κυρίως δεν έχουν αξιοποιηθεί μέχρι τώρα, οι χρόνοι ασφάλισης που έχουν αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί ως πραγματικοί κατά την έννοια του άρθρου 34 παράγραφος 1δ του ν. 4387/2016 , προτείνω να προστεθεί διευκρινιστικό εδάφιο στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του ν. 4387/2016, ως εξής:

    «Τα αναφερόμενα στην παράγραφο αυτή, εφαρμόζονται και σε όσους κατέβαλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, οι οποίες καταβλήθηκαν για τους πλασματικούς χρόνους ασφάλισης που έχουν αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί ως πραγματικοί, κατά την έννοια του άρθρου 34 παράγραφος 1δ του ν. 4387/2016, από τους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ πρώην φορείς κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς να εξετάζεται σε ποιο χρονικό διάστημα αφορούν οι εξαγορασθέντες αυτοί χρόνοι ασφάλισης, ή και αν οι χρόνοι αυτοί, είναι χρόνοι που έχουν αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί μετά από συνταξιοδότηση λόγω εθελουσίας εξόδου».

  • Ανταποδοτική σύνταξη
    β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ ο μέσος όρος του μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος το οποίο υπόκεινται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Το μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα υπολογίζεται ως εξής:
    i. Για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2016 το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης δια του συντελεστή 0,20.
    Στο ανωτέρω ποσό συνυπολογίζονται με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφιστάμενοι μέχρι την ημερομηνία αυτή κοινωνικοί πόροι υπέρ των αντίστοιχων ταμείων και η ασφαλιστική εισφορά- όπου υπήρχε- που έχει καταβληθεί από τον εργοδότη.

    ΠΡΟΤΑΣΗ 1 για ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΡΟ
    Με το άρθρο 1 της από 7/11/1997 πράξης νομοθετικού περιχεομένου και με στόχο την μείωση των τιμών των φαρμάκων καταργήθηκε ο κοινωνικός πόρος του τέως Τ.Σ.Α.Υ. από το φαρμακόσημο που είχε θεσπιστεί με άρθρο 4, του Ν.982/1979. Για την κάλυψη των διαφυγόντων εσόδων από την κατάργηση αυτή, το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει κάθε χρόνο ένα σταθερό ποσό, όσο με το έσοδο από την κατάργηση του κοινωνικού πόρου του έτους 1997 (Ν.2519/1997). Το οφειλόμενο ποσό μέχρι τέλους του 2015 ανέρχεται σε 681.510.744,17 ευρώ και θα πρέπει να υπολογιστεί ως κοινωνικός πόρος.

    ΠΡΟΤΑΣΗ 2 για ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ
    Κάθε εργοδότης φυσικό η νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση το Ελληνικό Δημόσιο, που απασχολεί υγειονομικούς με πάγια αντιμισθία, ή µε ποσοστά ή ως ωρομίσθιους η κατά πράξη και περίπτωση, ή χρονική µονάδα ή µε οποιοδήποτε τρόπο αμειβόμενους ή ως επιστημονικά υπευθύνους με απόφαση Νομαρχίας σε ιδιωτικές κλίκες Διαγνωστικά κέντρα, πολυϊατρεία ή είναι μέτοχοι ιατρικών οδοντιατρικών, φαρμακευτικών, κτηνιατρικών εταιρειών με οποιαδήποτε μορφή ΑΕ, ΕΠΕ, ΟΕ, ΕΕ, Μονοπρόσωπη, ΕΠΕ, ΙΚΕ και παρέχουν υπηρεσίες, η παρέχουν υπηρεσίας σε ασθενείς ασφαλιστικών ταμείων, ασφαλιστικών εταιρειών, ιδιωτικών κλινικών κλπ, υποχρεούται να καταβάλει στο TΣAY Εργοδοτική Εισφορά Κλάδου Σύνταξης σε ποσοστό 13,33%. Επί πλέον στους υγειονομικούς που είχαν πολλαπλούς εργοδότες, όλοι εργοδότες κατέβαλαν εργοδοτική εισφορά 13,33%
    Με εξαίρεση την εργοδοτική εισφορά των εμμίσθων υγειονομικών για όλες τις άλλες κατηγορίες των υγειονομικών για τις οποίες καταβάλλονταν εργοδοτική εισφορά 13,33%, το ΤΣΑΥ ουδέποτε την είχε πιστώσει στην ασφαλτική μερίδα του ασφαλισμένου γιατί την θεωρούσε γενικό έσοδο του ταμείου.
    Για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων υγειονομικών, που αφόρα ιατρούς και οδοντιάτρους και για όσους θα λάβουν μια μόνο σύνταξη από το ΤΣΑΥ θεωρούμε εύλογο αλλά και δίκαιο να υπολογιστεί εργοδοτική εισφορά 13,33% στο ποσό των 1.666€ η οποία αντιστοιχεί στην εργοδοτική εισφορά του βασικού μισθού του πρώτου μισθολογικού κλιμάκιου, καταληκτικής κατηγορίας ΠΕ που κατέβαλε το κράτος για τους ιατρούς του ΕΣΥ.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 14:46 | SSETE

    ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΑΞΗ « Α.Ε.Σ. Α. ΣΑΡΡΗΣ»

    1η πρόταση. Αναγνώριση πλασματικού χρόνου υπηρεσίας

    Δεν προβλέπει ο υπό ψήφιση νόμος την αναγνώριση επί πληρωμή διαδραμώντος πλασματικού χρόνου υπηρεσίας.

    π.χ. Συνταξιούχος της Εθνικής Τράπεζας ό οποίος διέκοψε την εργασία του επειδή στρατεύθηκε και επέστρεψε στην υπηρεσία του μόλις απολύθηκε, δεν μπόρεσε για κάποιους λόγους να αναγνωρίσει το χρόνο της στρατιωτικής του θητείας ( ύπαρξη πλαφόν – οικονομική αδυναμία) ως συντάξιμο χρόνο και δεν μπορεί σήμερα να προσμετρήσει αυτόν το χρόνο προκειμένου να ωφεληθεί.

    2η πρόταση. Επανυπολογισμός σύνταξης 17.000 συνταξιούχων Εθνικής Τράπεζας

    Η μεγαλύτερη αδικία που επιχειρείται σε βάρος των συνταξιούχων της ΕΤΕ.
    Οι έννοιες της ισονομίας και δικαιοσύνης καταπατούνται οικτρά και ο νέος νόμος δυστυχώς δεν προβλέπει το παραμικρό για την αποκατάσταση της τρομερής αυτής αδικίας που συντελείται σε βάρος των συνταξιούχων της ΕΤΕ , εξαιτίας του νόμου Κατρούγκαλου ο οποίος κατηγοριοποιεί συνταξιούχους με τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές σε προ και μετά την ημερομηνία του Νόμου (12/5/16)
    Π.χ. Συνταξιούχος που βγήκε στη σύνταξη στις 13/5/16 παίρνει σύνταξη από 600 έως 1300 € περισσότερα από τον συνταξιούχο που έχει τα ίδια ακριβώς δεδομένα (χρόνια – βαθμό – οικογενειακή κατάσταση-επιδόματα – εισφορές) υπολογισμού συντάξιμων αποδοχών και βγήκε σε σύνταξη στις 11/5/16 (δύο μέρες πιο μπροστά

    3η πρόταση. Να συμπεριληφθεί στο σχέδιο νόμου η οριστική επικύρωση του κανονισμού λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ και να λυθεί ομαλά το πρόβλημα της επικούρησης των 17.000 συνταξιούχων της ΕΤΕ, με την υποχρέωση της τράπεζας που εξικνείται από τον πιο πάνω κανονισμό και της επί 70 χρόνια υφιστάμενης διμερούς συμφωνίας .

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 13:12 | ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ

    Αξιότιμοι κύριοι του Υπουργείου,

    θα ήθελα να αναφερθώ στο ζήτημα των Μονοσυνταξιούχων Υγειονομικών καθώς στην τελευταία παράγραφο του συγκεκριμένου άρθρου έχουμε μεταξύ άλλων και την κατάργηση του άρθρου 1 Π.δ. 460/1989 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 982/1979 (Α` 239).

    Η συγκεκριμένη κατηγορία έχει ήδη καταργηθεί από το 2016 με τον νόμο Κατρούγκαλου, αλλά πλέον με το συγκεκριμένο σ/ν δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την όποια ανταποδοτικότητα των εισφορών που πλήρωσαν χιλιάδες υγειονομικοί (γιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί και κτηνίατροι). Σας θυμίζω πως οι υγειονομικοί επί δεκαετίες κατέβαλαν επιπλέον εισφορές ως εντασσόμενοι στο καθεστώς των Μονοσυνταξιούχων για να επιτύχουν 50% επιπλέον κύρια σύνταξη. Τώρα αποδεικνύεται πως όλες αυτές οι εισφορές δεν αποδίδουν τίποτε απολύτως καθώς δεν έχει προβλεφθεί καμία έστω στοιχειώδης ανταποδοτικότητα. Οφείλει το Υπουργείο να αποκαταστήσει ΑΜΕΣΑ αυτή την μεγάλη αδικία που αφορά περισσότερους από 6000 Υγειονομικούς.

    Στην έσχατη περίπτωση, εφόσον δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, να προβλεφθεί ο καταλογισμός των καταβληθέντων εισφορών ανά Υγειονομικό και να συμψηφιστούν υπέρ μελλοντικών εισφορών, προκειμένου να μην υπάρξει ανάλγητη και χωρίς προσχήματα καταλήστευση των χρημάτων που κατέβαλαν με άλλες προοπτικές οι Υγειονομικοί.

    Ειδικά ο Υπουργός γνωρίζει πολύ καλά το θέμα καθώς υπήρξε -παλιότερα- κοντά στο χώρο των Υγειονομικών ως Οικονομολόγος, οπότε θα είναι ακόμα μεγαλύτερη η αδικία, αν δεν ληφθεί μέριμνα για την αποκατάσταση της.

    Με εκτίμηση,
    Αποστολίδου Βασιλική

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 13:24 | ΜΑΡΟΥΦΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

    Αξιότιμοι κύριοι του Υπουργείου,

    θα ήθελα να αναφερθώ στο ζήτημα των Μονοσυνταξιούχων Υγειονομικών καθώς στην τελευταία παράγραφο του συγκεκριμένου άρθρου έχουμε μεταξύ άλλων και την κατάργηση του άρθρου 1 Π.δ. 460/1989 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 982/1979 (Α` 239).

    Η συγκεκριμένη κατηγορία έχει ήδη καταργηθεί από το 2016 με τον νόμο Κατρούγκαλου, αλλά πλέον με το συγκεκριμένο σ/ν δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την όποια ανταποδοτικότητα των εισφορών που πλήρωσαν χιλιάδες υγειονομικοί (γιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί και κτηνίατροι). Σας θυμίζω πως οι υγειονομικοί επί δεκαετίες κατέβαλαν επιπλέον εισφορές ως εντασσόμενοι στο καθεστώς των Μονοσυνταξιούχων για να επιτύχουν 50% επιπλέον κύρια σύνταξη. Τώρα αποδεικνύεται πως όλες αυτές οι εισφορές δεν αποδίδουν τίποτε απολύτως καθώς δεν έχει προβλεφθεί καμία έστω στοιχειώδης ανταποδοτικότητα. Οφείλει το Υπουργείο να αποκαταστήσει ΑΜΕΣΑ αυτή την μεγάλη αδικία που αφορά περισσότερους από 6000 Υγειονομικούς.

    Στην έσχατη περίπτωση, εφόσον δεν υπάρει η πολιτική βούληση να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, να προβλεφθεί ο καταλογισμός των καταβληθέντων εισφορών ανά Υγειονομικό και να συμψηφιστούν υπέρ μελλοντικών εισφορών, προκειμένου να μην υπάρξει ανάλγητη και χωρίς προσχήματα καταλήστευση των χρημάτων που κατέβαλαν με άλλες προοπτικές οι Υγειονομικοί.

    Ειδικά ο Υπουργός γνωρίζει πολύ καλά το θέμα καθώς υπήρξε -παλιότερα- κοντά στο χώρο των Υγειονομικών ως Οικονομολόγος, οπότε θα είναι ακόμα μεγαλύτερη η αδικία, αν δεν ληφθεί μέριμνα για την αποκατάσταση της.

    Με εκτίμηση,
    Μαρουφίδης Νικόλαος
    Β΄Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Οδοντιατρικής Ομοσπονδίας

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 02:34 | Μαριλένα

    Στους συνταξιούχους της Εθνικής Τράπεζας υπάρχουν δυο κατηγορίες συνταξιούχων ως προς τον υπολογισμό των συντάξεων τους σύμφωνα με τον Νόμο 4387/16.
    Οι ευνοημένοι που συνταξιοδοτήθηκαν μετά τον 5ο του 2016 που ο υπολογισμός της σύνταξής τους γίνεται στο σύνολο των αποδοχών τους (πάνω στις οποίες έχουν πληρώσει και τις ασφαλιστικές εισφορές τους)
    Οι αδικημένοι που συνταξιοδοτήθηκαν πριν τον 5ο του 2016 που ο
    υπολογισμός της σύνταξής τους γίνεται σε ένα μέρος των αποδοχών τους (ποσοστό 50-70%) και όχι στο σύνολο των αποδοχών τους (ενώ έχουν πληρώσει ακριβώς όπως οι προηγούμενοι τις ασφαλιστικές τους εισφορές στο σύνολο των αποδοχών τους).

    Αποτέλεσμα αυτού του άνισου και άδικου υπολογισμού είναι η πρώτη κατηγορία των ευνοημένων συνταξιούχων να παίρνει συντάξεις κατά 700-1000 ευρώ μεγαλύτερες των συντάξεων των αδικημένων συνταξιούχων της δεύτερης κατηγορίας,ενώ πρόκειται για εργαζόμενους στον ίδιο εργοδότη με τις ίδιες ακριβώς εισφορές και τα ίδια ασφαλιστικά δικαιώματα.

    Καλείται ο νομοθέτης σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της ισονομίας να διορθώσει την αδικία σε βάρος των πριν τον 5ο του 2016 συνταξιοδοτηθέντων και μάλιστα όταν ο νόμος αυτός διαδίδεται ότι έχει την πρόθεση να δίνει δίκαιες ανταποδοτικές συντάξεις ανάλογες του ύψους
    των ασφαλιστικών εισφορών.

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 21:23 | ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΔΗΣ

    Κύριε Υπουργέ
    Σας παρακαλώ να διορθώσετε την κατάφωρη αδικία που προκαλεί η παράγραφος του άρθρου 30 του νόμου4387 που αφορά την εξαίρεση του δικαιώματος προσαύξησης σε άτομα ΑΜΕΑ που συνταξιοδοτούνται με τον νόμο 612/77 , αν και έχουν καταβάλλει αυξημένες εισφορές ( 33% ) για περισσότερα από 30 έτη ( 34 στην περίπτωση μου ).
    Ενώ η ανταποδοτικότητα ισχύει γι όλους του εργαζομένους δεν ισχύει για άτομα (ΑΜΕΑ) που τους έτυχε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τον εργασιακό τους βίο.
    Ευχαριστώ και ελπίζω στην αποκατάσταση της αδικίας με σχετική ρύθμιση

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 18:06 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ

    Επί των άρθρων 8 και 28 του ν.4387/2016 που αφορούν στον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης:
    Σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας επιχειρείται βελτίωση των ποσοστών αναπλήρωσης για τα έτη ασφάλισης 31 έως και 40. Αδικαιολόγητα όμως μειώνονται τα ποσοστά αναπλήρωσης από το 41ο έτος και πάνω, με αποτέλεσμα τα ποσοστά αναπλήρωσης από το 45ο έτος ασφάλισης και άνω να είναι μειωμένα σε σχέση με τα σήμερον ισχύοντα. Αυτό θα οδηγήσει σε μειώσεις (έστω και ως προσωπική διαφορά) και των ήδη χορηγηθεισών συντάξεων. Είναι προφανές πως η μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης για τα πλέον των 40 ετών ασφάλισης αντίκειται στην κρίση της υπ’αριθμ.1891/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 30), η οποία κατέληξε πως το θεσπισθέν στο άρθρο 8 σύστημα ποσοστών αναπλήρωσης παραβιάζει την αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια της υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών.
    Πρέπει λοιπόν να διατηρηθεί το ισχύον ποσοστό αναπλήρωσης 2% για τα 41 και άνω έτη ασφάλισης.

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 17:58 | ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ

    1. Άνιση μεταχείριση ανδρών και γυναικών γονέων ανίκανων προς κάθε βιοποριστική εργασία τέκνων ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης γήρατος.
    2. Άνιση μεταχείριση γονέων ασφαλισμένων στο ΙΚΑ και λοιπών ταμείων, με γονείς που είναι ασφαλισμένη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που έχουν παιδί άγαμο και ανίκανο για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω, ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης γήρατος

    Είμαστε γονείς εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα εγώ επί 25 και πλέον έτη, και η σύζυγός μου 16 έτη, όπου επιπρόσθετα έχουμε την φροντίδα ενός παιδιού ΑΜΕΑ ανήλικο(αυτισμός 67%), και τα φέρνουμε εις πέρας με υπερένταση των δυνάμεών μας, γι’ αυτό είναι αναγκαίο ο προσδιορισμός των απαιτούμενων νόμιμων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού μας δικαιώματος πρέπει να συνυπολογίζει την περιπτωσιολογία μας σε ένα κράτος κοινωνικού δικαίου, γιατί τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε αντιμέτωποι με άδικες ανατροπές και αδιανόητες καταργήσεις επιεικών διατάξεων ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού μας δικαιώματος.
    Είναι ένα αναπάντεχο και ανυπολόγιστο γεγονός για εμάς, επερχόμενο παρά τη βούλησή μας, του οποίου οι πηγές και τα αποτελέσματα δεν μπορούσαν να αποφευχθούν από την πλευρά μας, συνεπώς είναι αδιανόητο να αντιμετωπιζόμαστε με λογικές στις οποίες πρωτοστατεί η θεμελίωση της ευθύνης, περικλείοντας κατ’ επέκταση αυστηρές και ανεπιεικείς ρυθμίσεις που βρίσκονται εκτός του πνεύματος του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης και μάλιστα με δύο μετρά και δύο σταθμά, στους γονείς ασφαλισμένων στο ΙΚΑ και λοιπών ταμείων, σε σχέση με τους γονείς που είναι ασφαλισμένη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
    Άμεσα πρέπει να αποκατασταθεί αυτή η άνιση μεταχείριση κάτι που δεν προβλέπετε στο νέο Ασφαλιστικό.
    Άλλωστε το ίδιο τονίζει δια επιτάσεως και ο ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

    ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
    ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ
    ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ
    Σύνοψη διαμεσολάβησης
    Σύνταξη γήρατος για μητέρες και χήρους πατέρες τέκνων ανίκανων για εργασία.

    Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Καλλιόπη Λυκοβαρδή
    Ειδικοί επιστήμονες: Ηλ. εμοίρου, Κυρ. Λαμπροπούλου & Κων/νος
    Μπαρτζελιώτης
    Σεπτέμβριος 2018
    Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών
    συνιστούν οι ρυθμίσεις που διαφοροποιούν τις προϋποθέσεις θεμελίωσης
    δικαιώματος συνταξιοδότησης με κριτήριο το φύλο σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, καθώς αυτές κρίνονται παγίως ασύμβατες προς το οικείο εθνικό και ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο, σε πλήθος δικαστικών αποφάσεων.
    Η Ανεξάρτητη Αρχή εξέτασε αναφορά ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, σχετικά με τις διαφοροποιημένες προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος,που αφορούν μητέρες και χήρους πατέρες, τέκνων ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία. Η αναφορά εξετάστηκε ιδίως ως ζήτημα παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών.
    Συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. ε’ του Ν. 4336/2015, εξαιρέθηκαν από την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης που προβλέπεται στην οικεία πρόβλεψη «οι μητέρες και οι χήροι πατέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία τέκνων». Η εν λόγω διάταξη διατηρεί έτσι σε ισχύ ευνοϊκότερους όρους συνταξιοδότησης για τους γονείς ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία τέκνων,που όμως ειδικά για τους πατέρες θέτει πρόσθετη προϋπόθεση να τελούν σε χηρεία.
    Στις οικείες αποφάσεις μάλιστα συχνά συνεκτιμώνται και οι προβλέψεις που αφορούν την εναρμόνιση της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή -στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών- ώστε να καθίσταται στην πράξη ισότιμα εφικτός, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες εργαζόμενες, ο συνδυασμός των επαγγελματικών τους ευθυνών με τις υποχρεώσεις της οικογενειακής τους ζωής, ώστε με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις να ενθαρρυνθούν και οι άνδρες να αναλάβουν ίσο μέρος των οικογενειακών ευθυνών.
    Με βάση τα παραπάνω, ο Συνήγορος του Πολίτη, ως φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, απευθύνθηκε με επιστολή αρχικά, στη Γενική Γραμματέα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και κατόπιν στον Υφυπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης, εκτιμώντας ότι καθίσταται αναγκαία η ανάληψη σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, ώστε το ευνοϊκό καθεστώς, που ισχύει για τις παραπάνω κατηγορίες ασφαλισμένων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, να ισχύσει με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως φύλου. Μάλιστα,
    υποδείχθηκε ως πρότυπο εφαρμογής, αντίστοιχη ρύθμιση που περιέχεται στον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων η οποία αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους.
    Η Αρχή παρακολουθεί το ζήτημα και αναμένει την ανταπόκριση του αρμόδιου φορέα.

    Ως πρότυπο για μια τέτοια παρέμβαση προτείνεται η αντίστοιχη ρύθμιση που ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους και περιέχεται στην § 16 του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π_ 169/2007, ΦΕΚ 210 τ. Α΄2007) όπως αυτή προστέθηκε με την § 6 του άρθρου 1 του Ν. 4336/2015: «δ. Οι διατάξεις των προηγουμένων περιπτώσεων δεν έχουν εφαρμογή: [… ] ββ. Για όσους έχουν παιδί άγαμο και ανίκανο για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω. Στην περίπτωση αυτή το σχετικό δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μόνο από τον έναν γονέα κατόπιν συναίνεσης και του έτερου γονέα.»
    ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
    13 Ιουνίου 2017
    Αριθμ. Πρωτ.: 222400/25376/2017
    Πληροφορίες: Κ. Μπαρτζελιώτης (τηλ.:2131306701)
    Κ. Λαμπροπούλου (τηλ.:2131306729)
    Η. Δεμοίρου (τηλ.: 2131306620)
    Πληροφορίες: 213 1306600, press@synigoros.gr

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 16:15 | ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

    Αξιότιμε κύριε Υπουργέ
    Με τις διατάξεις του ν. 4387/2016 (άρθρο 33) νομοθετήθηκε επανυπολογισμός όλων των συντάξεων που καταβάλλονταν ή είχε υποβληθεί αίτηση συνταξιοδότησης πριν από την ψήφιση του νόμου αυτού.
    Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε ότι για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων έως την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου (13-5-2016) συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίσθηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Στους «νέους» συνταξιούχους, δηλαδή αυτούς που συνταξιοδοτήθηκαν ή υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης από τις 13-5-2016 και μετέπειτα, προβλέπεται ως συντάξιμες αποδοχές, να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών (επομένως και τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας) εκάστου ασφαλισμένου καθ΄ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, επί των οποίων καταβάλλονταν ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη (άρθρο 28), δηλαδή επί πάσης φύσεως τακτικών και έκτακτων παροχών όπως bonus, υπερωρίες κ.λ.π., υπό την προϋπόθεση ότι γι΄ αυτές καταβάλλονταν ασφαλιστικές εισφορές.
    Για μας τους προς της ισχύος του ν. 4387/2016 συνταξιούχους του πρώην Τ.Σ.Π.-ΕΤΕ (εντάχθηκε στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με τον ν. 3655/2008), η σύνταξή μας έχει υπολογισθεί με βάση τις διατάξεις του προαναφερθέντος Ταμείου και ως συντάξιμες δεν ελήφθη υπόψη ο κατά τα προεκτεθέντα, μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών μας, αλλά μέρος μόνο (ποσοστό 50 – 75%, ανάλογα με το βαθμό και τη θέση) του μηνιαίου μισθού μας, ενώ εισφορές καταβάλλονταν (και από τους ασφαλισμένους και από την Τράπεζα) για το σύνολο του μισθού μας και χωρίς μάλιστα να ληφθούν υπόψη τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και τα επιδόματα αδείας και Ισολογισμού που ισούντο με ένα 15ημέρο (η καταβολή του τελευταίου σταμάτησε το 2014) επί των οποίων καταβάλλονταν ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη.
    Όπως γίνεται αντιληπτό όσοι συνταξιοδοτήθηκαμε προ νόμου Κατρούγκαλου, που η σύνταξή μας επανυπολογίσθηκε με τον τρόπο που περιγράψαμε, υφιστάμεθα μια μεγάλη κοινωνικοασφαλιστική αδικία σε σχέση με αυτούς που συνταξιοδοτούνται μετά τον νόμο Κατρούγκαλου, έχοντας τα ίδια ασφαλιστικά δεδομένα. Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, στις συντάξιμες αποδοχές μας δεν συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των αποδοχών που καταβάλαμε εισφορές. Έτσι αντί με τον επανυπολογισμό να αποκαθίσταται ισονομία μεταξύ «παλαιών» και «νεών» συνταξιούχων, κάτι στο οποίο προεχόντως αποβλέπει ο επανυπολογισμός, δημιουργείται άνιση μεταχείριση με κατάδηλα στοιχεία αδικίας εις βάρος μας. Κι αυτό σε αντίθεση με την βασική λογική του νόμου, που εξαρτά το ύψος μίας σύνταξης από το ύψος των εισφορών που έχουν καταβληθεί.
    Κατόπιν τον προεκτεθέντων, ζητούμε, όπως κατά τον επανυπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης των προ της ισχύος του ν. 4387/2016 συνταξιούχων του πρώην Τ.Σ.Π.-ΕΤΕ, ληφθούν υπόψη:
    Ως συντάξιμες αποδοχές ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβάλλονταν εισφορές, δηλαδή ότι προβλέπεται για τους «νέους» συνταξιούχους ή αν αυτό δεν είναι εφικτό, να ληφθεί υπόψη το σύνολο των αποδοχών επί των οποίων διενεργούντο κρατήσεις, αντί του τμήματος επί του οποίου υπολογίσθηκε η σύνταξη και το οποίο αντιστοιχεί στο 50 – 70% του μηνιαίου μισθού ο οποίος, σημειωτέο, προαυξανόταν σε ετήσια βάση με τα Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και τα επιδόματα Αδείας και Ισολογισμού.
    Ευελπιστώντας ότι τα ανωτέρω αιτήματά μας θα γίνουν αποδεκτά για λόγους δικαίου και ισότητας, είμεθα στην διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση.

    Μετά τιμής
    Για το Συλλόγου Συνταξιούχων ΕΤΕ
    Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
    Β. Κωνσταντέλλος Α. Σάρρης

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 15:28 | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

    Με το άρθρο 94 του Ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α85΄12-05-2016) καταργήθηκε από 1.1.2016 η Ειδική Προσαύξηση των πρώην ασφαλισμένων Μηχανικών του ΤΣΜΕΔΕ.
    Με το ΝΟΜΟ 3518 ΦΕΚ Α 272/21.12.2006 Άρθρο 8 «Ποσό κύριας σύνταξης και Ειδικής Προσαύξησης» παράγραφος 2. «Ασφαλισμένοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. που μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος και πριν την έναρξη της ασφάλισης τους σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο έχουν διανύσει υπερδεκαετή χρόνο ασφάλισης στον καταργούμενο Ε.Λ.Π.Π., για το χρόνο αυτόν και μόνον, αποκτούν δικαίωμα αυτοτελούς υπολογισμού του τμήματος αυτού στην Ειδική Προσαύξηση χωρίς τον υπολογισμό του μετέπειτα διανυθέντος χρόνου ασφάλισης σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.».
    ¨Οσοι επομένως είχαν συμπληρώσει κατά την 31.1.2007 υπερδεκαετή χρόνο ασφάλισης στον καταργούμενο Ε.Λ.Π.Π. είχαν αποκτήσει
    δικαίωμα αυτοτελούς υπολογισμού του τμήματος αυτού στην Ειδική Προσαύξηση με τις διατάξεις του Ν. 3518/2006 (και ΟΧΙ με τον τρόπο που όρισε η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 94). Θα πρέπει να τροποποιηθεί με σχετική προσθήκη το άρθρο 94 του Ν. 4387/2016.

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 14:33 | ΠΟΛΥΞΕΝΗ

    ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ ΜΕ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ

    Κύριε Υπουργέ,
    ορίστηκα δικαστικός συμπαραστάτης της ανάπηρης εξαδέλφης μου (δείκτης νοημοσύνης < 30) επειδή ο πατέρας της είχε καρκίνο και στη μητέρα της εμφανίσθηκε άνοια.

    Δεν έχουν άλλα παιδιά.

    Είμαι ανιψιά με δευτεροβάθμια συγγένεια.

    Δηλαδή, η μητέρα του παιδιού με τη μητέρα μου είναι αδελφές.

    Ο πατέρας απεβίωσε.

    Τώρα είμαι άνεργη, σε απελπιστική κατάσταση και προσπαθώ να φροντίσω και τους δύο.

    Ζητάω τη βοήθειά σας.

    Δώστε μας μία σύνταξη να μπορέσουμε να επιβιώσουμε και να βοηθήσουμε αυτές τις δύο ψυχές.

    Ευχαριστώ.

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 12:24 | Σύλλογος Συνταξιούχων Δικηγόρων

    Θέσπιση κατωτάτου ορίου σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου
    Λόγω της καταργήσεως του κατωτάτου ορίου, παρουσιάζεται συχνά το φαινόμενο χορηγήσεως πολύ χαμηλών συντάξεων που είναι πολύ κατώτερες του ορίου του φτώχειας, ιδίως σε συντάξεις αναπηρίας ή θανάτου.
    ΑΙΤΗΜΑ: ΘΑ πρέπει να επανέλθει το κατώτατο όριο σύνταξης όλων των κατηγοριών στο ποσόν των 500 ευρώ, έστω με τη θέσπιση ηλικιακού ορίου των 60 ετών για τη χορήγησή του.

  • Παρακαλούμε ως έτη εργασίας των τυφλών συνταξιούχων να λαμβάνονται υπόψη τα πλασματικά έτη του νόμου 612/1977 και 2227/1994 και όχι τα πραγματικά, γιατί διαφορετικά οι νόμοι πρόωρης συνταξιοδότησης των τυφλών αχρηστεύονται και οι τυφλοί θα βρεθούν σε χειρότερη θέση από τους μη αναπήρους συνταξιούχους και του Δημοσίου και των ταμείων αρμοδιότητος του Υπουργείου Εργασίας.

  • Καλλιθέα, 8 Ιανουαρίου 2019
    Αρ. Πρωτ. 62768
    Προς
    Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
    Υπόψη: α) Υπουργού κου Βρούτση Ιωάννη
    β) Υφυπουργού κου Μηταράκη Παναγιώτη

    Κοινοπ.: Πρωθυπουργό της Ελληνικής Δημοκρατίας
    Κον Μητσοτάκη Κυριάκο

    Κύριοι Υπουργοί,

    Με το άρθρο 96 του νόμου 4387 καταργήθηκε η δεκαπενταετία στις επικουρικές συντάξεις των τυφλών. Επίσης καταργήθηκε και το επίδομα απολύτου αναπηρίας στις επικουρικές συντάξεις.
    Και τα δύο υπήρχαν πριν από το νόμο αυτό, η δεκαπενταετία με το νόμο 612/1977 και το Νόμο 3518 και το επίδομα απολύτου αναπηρίας με το άρθρο 58 του νόμου 3518/2006 και καταργήθηκαν με τρόπο, που και οι καλύτεροι ερμηνευτές δεν το κατάλαβαν τότε, με αποτέλεσμα τώρα οι τυφλοί εργαζόμενοι των εργαστηρίων μας και γενικά οι τυφλοί, που βγαίνουν σε σύνταξη μετά το νόμο αυτό, να παίρνουν σύνταξη μόνο λίγες δεκάδες ΕΥΡΩ, λίγα ψίχουλα κυριολεκτικά, πράγμα που είναι κοινωνικά άδικο και ιδιαίτερα σκληρό.
    Όταν είπαμε σε προϊσταμένη του ΕΤΕΑΕΠ ότι τυφλοί παίρνουν σύνταξη 70 ΕΥΡΩ, μας είπε ότι και πολλά λέμε. Εκεί έχουν οδηγηθεί τα πράγματα με τον πιο πάνω νόμο.

    Παρακαλούμε στο υπό κατάρτιση νομοσχέδιο να περιληφθεί διάταξη, που να τροποποιεί το άρθρο 96 του νόμου 4387, που ούτως ή άλλως έχει κριθεί αντισυνταγματικό, ώστε και η δεκαπενταετία να επανέλθει και το επίδομα απολύτου αναπηρίας να επαναχορηγηθεί στους μετά το νόμο Κατρούγκαλου συνταξιούχους του ΕΤΕΑΕΠ.

    Με εκτίμηση,

    Εμμανουήλ Μπασιάς Δήμητρα Κατσαρού

    Πρόεδρος Δ.Σ Γενικής Γραμματέας Δ.Σ