• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ' | 5 Φεβρουαρίου 2020, 09:11

    Η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.) με το παρόν έγγραφο και λαμβάνοντας υπόψη ότι στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση δεν έχει συμπεριληφθεί κανένα από τα αιτήματά μας, καταθέτει εκ νέου το πλαίσιο των αιτημάτων της για την εφαρμογή ενός δίκαιου ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος, το οποίο μέσω της διατήρησης ή και ενίσχυσης του εισοδήματος των ατόμων με αναπηρία, με χρόνιες παθήσεις και των οικογενειών τους, θα συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και στη διαφύλαξη της αξιοπρέπειάς τους: 1. Θέσπιση μόνιμου μηχανισμού στήριξης των χαμηλοσυνταξιούχων με αναπηρία. Την τελευταία δεκαετία τα άτομα με αναπηρία, με χρόνιες παθήσεις και οι οικογένειές τους έχουν βιώσει με τον πιο σκληρό τρόπο την οικονομική κρίση, εάν ληφθεί υπόψη το δυσβάστακτο πρόσθετο κόστος που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών που πηγάζουν από την αναπηρία τους. Οι περικοπές που σημειώθηκαν στις συντάξεις των ατόμων με αναπηρία και με χρόνιες παθήσεις ήταν ιδιαίτερα επώδυνες και πιο έντονες για τους χαμηλοσυνταξιούχους όπως για παράδειγμα με την απαράδεχτη άδικη και αντικοινωνική κατάργηση του ΕΚΑΣ. Εάν λάβουμε υπόψη και τη μη στήριξη των συνταξιούχων με αναπηρία από την τελευταία διανομή του κοινωνικού μερίσματος, γίνεται ακόμη πιο εμφανής η ανάγκη για τη θέσπιση μόνιμου μηχανισμού στήριξης των χαμηλοσυνταξιούχων με αναπηρία, για τη διασφάλιση των επαρκών προς το ζην. Επιπρόσθετα κρίνεται απαραίτητη η πρόβλεψη κατώτατου ορίου σύνταξης για τους δικαιούχους αναπηρικής σύνταξης είτε λόγω αναπηρίας είτε λόγω γήρατος. 2. Ευρεία αναμόρφωση του ν.4387/2016 (ΦΕΚ 85 τ. Α’) με τον οποίο έχουν καταργηθεί σημαντικά δικαιώματα και παροχές στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης των ατόμων με αναπηρία, με χρόνιες παθήσεις και των οικογενειών τους και έχουν θεσπιστεί άδικες διατάξεις, όπως η διάταξη των άρθρων 7 και 27, η οποία αφορά στην αναλογική μείωση του ποσού της εθνικής σύνταξης βάσει του ποσοστού αναπηρίας του δικαιούχου. Η σύνταξη δεν είναι επίδομα αναπηρίας, για να δίνεται με βάση τη βαρύτητα αναπηρίας και για το λόγο αυτό ζητάμε την άμεση εφαρμογή της χορήγησης του 100% του ποσού που αντιστοιχεί στην Εθνική Σύνταξη σε όλους τους συνταξιούχους με αναπηρία ανεξαρτήτως ποσοστού αναπηρίας. 3. Πλήρης αποσύνδεση της αναπηρικής σύνταξης από το επίδομα του ΟΠΕΚΑ. Επιπρόσθετα, να μην γίνεται διακοπή του επιδόματος στα ανασφάλιστα ή έμμεσα ασφαλισμένα τέκνα, στα οποία χορηγείται το επίδομα βαριάς αναπηρίας, όταν σε περίπτωση θανάτου των γονέων τους, τους χορηγηθεί σύνταξη μεγαλύτερη από το ποσό του προνοιακού επιδόματος. Η διακοπή του εν λόγω επιδόματος, το οποίο αξίζει να αναφέρουμε ότι δίνεται για την κάλυψη του πρόσθετου κόστους των αναγκών που προκύπτουν από την αναπηρία, δημιουργεί πολύ σοβαρά προβλήματα στην αξιοπρεπή διαβίωση των ατόμων με αναπηρία και των οικογενειών τους, εάν λάβουμε υπόψη την έλλειψη κρατικών υποστηρικτικών δομών. 4. Κατάργηση των μειώσεων στις επικουρικές συντάξεις και στο εφάπαξ των ατόμων με αναπηρία 5. Επαναφορά ευνοϊκών ρυθμίσεων οι οποίες αφορούν στη συνταξιοδότηση των γονέων/ συζύγων/ αδελφών που έχουν στη φροντίδα τους άτομα με βαριά αναπηρία. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμαστε στις ρυθμίσεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 τ. Α’), όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 37 του ν.3996/2011, σύμφωνα με την οποία: «4.α. Γονείς και αδέλφια ατόμων άγαμων με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, τα οποία δεν εργάζονται και δεν νοσηλεύονται σε ιδρύματα με δαπάνη ασφαλιστικού ή άλλου δημόσιου φορέα, καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον δεκαετή έγγαμο βίο, ασφαλισμένοι σε φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών πραγματικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση». Σημαντική είναι η κατάργηση των απαιτούμενων προϋποθέσεων για τον έτερο γονέα, όπως αναφέρονται στην περ. 2 της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία: β. Για την άσκηση του δικαιώματος από το γονέα του ανάπηρου τέκνου, πρέπει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση, ο έτερος γονέας να μην λαμβάνει ή να μη δικαιούται σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 2.400 ημέρες ή 8 έτη πραγματικής ασφάλισης εκ των οποίων 600 ημέρες ή 2 έτη τα τελευταία 4 χρόνια, σε φορείς κύριας ασφάλισης ή/και το Δημόσιο και να εργάζεται. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι κρίνεται απαραίτητη η κατάργηση της παρ. ε του άρθρου 37 του ν.3996/2011 σύμφωνα με την οποία, αν το ανάπηρο παιδί ή σύζυγος ή αδελφός ή αδελφή αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχοληθεί, αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης. Σε αυτή την περίπτωση, όσοι έχουν κάνει χρήση των ευνοϊκών ρυθμίσεων του ν.3996/2011 και στη συνέχεια το παιδί τους εργαστεί, διακόπτεται η σύνταξή τους και δεν μπορούν να συνταξιοδοτηθούν με άλλες προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να μένουν ασφαλιστικά εγκλωβισμένοι. Γι’ αυτό κρίνεται απαραίτητο να μην διακόπτεται η σύνταξη ή σε περίπτωση που έχει ήδη διακοπεί, να έχει το δικαίωμα ο ενδιαφερόμενος είτε να ζητήσει επαναχορήγηση της σύνταξής του ή να συνταξιοδοτηθεί με άλλες διατάξεις, εφόσον πληροί τις αντίστοιχες συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις. 6. Επαναφορά της ρύθμισης της παρ. 5α του άρθρου 5 του ν. 3232/04, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 του ν. 4075/2012, σύμφωνα με την οποία, παιδιά ορφανά και από τους δύο γονείς, που πάσχουν από νοητική αναπηρία ή αυτισμό ή σύνδρομο down, ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες, ή από βαριά κινητική αναπηρία, ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, να δικαιούνται το σύνολο του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών γονέας, ή προκειμένου περί ασφαλισμένου, το ποσό που δικαιούταν να λάβει ο θανών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εργάζονται ή δεν ασκούν κάποιο επάγγελμα ή δεν παίρνουν σύνταξη από δική τους εργασία. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν.4387/16, παρ. 4Α, περίπτωση γ, το ορφανό παιδί και από δύο γονείς δικαιούται το 50% της σύνταξης του γονέα και δεν υπάρχει ξεχωριστή πρόβλεψη για το παιδί με αναπηρία. Επιπρόσθετα ζητάμε στην ανωτέρω ρύθμιση δικαιούχοι να είναι παιδιά ορφανά και από τους δύο γονείς με Π.Α. 67% και άνω και όχι 80%, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Επιτροπές των ΚΕΠΑ δίνουν όλο και χαμηλότερα ποσοστά αναπηρίας. 7. Ζητείται νομοθετική ρύθμιση για την κάλυψη κενού ώστε σε περίπτωση που τέκνο με αναπηρία, το οποίο παίρνει μέρος από τη σύνταξη του θανόντος πατέρα του, εργαστεί, το μέρος της σύνταξης που θα του διακοπεί να μεταφερθεί στη μητέρα του. 8. Αποκατάσταση των αδικιών που έχουν υποστεί οι συνταξιούχοι αναπηρίας και γήρατος του ιδιωτικού τομέα με την ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων του 2ου μνημονίου και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του ν. 4093/12 (ΦΕΚ 222 τ.Α’) και του ν. 4111/2013 (ΦΕΚ 18 τ.Α’), που επικύρωσε προηγούμενη Π.Ν.Π., και την εναρμόνισή τους με τα ισχύοντα στο δημόσιο τομέα, καθώς επίσης και αποκατάσταση των αδικιών που έχουν υποστεί οι συνταξιούχοι γήρατος γονείς ατόμων με βαριές αναπηρίες του ιδιωτικού τομέα. 9. Τροποποίηση και επικαιροποίηση του Πορίσματος της Επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας με τις θέσεις της Συνομοσπονδίας για την ενιαιοποίηση των συντάξεων αναπηρίας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11, του ν.4387/2016 (ΦΕΚ 85 τ. Α΄), προκειμένου να τεθούν σε ισχύ ενιαίοι κανόνες συνταξιοδότησης και απονομής ασφαλιστικών παροχών λόγω αναπηρίας. 10. Ένταξη των πασχόντων από συγγενείς καρδιοπάθειες και με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, στις ευνοϊκές διατάξεις του ν. 612/1977 και στις πολλαπλές τροποποιήσεις του όπως ισχύουν σήμερα, και του π.δ. 169/2007, οι διατάξεις των οποίων προβλέπουν πλήρη συνταξιοδότηση με τη συμπλήρωση 15ετίας πραγματικής προϋπηρεσίας, όπως ισχύει από δεκαετιών για έτερες ειδικές κοινωνικές ομάδες (πλασματική 35ετία). Τούτο αποτελεί χρόνιο και καθολικό αίτημα των πασχόντων από συγγενείς καρδιοπάθειες με δεδομένο το χαμηλό μέσο όρο ζωής και τα σοβαρά ιατρικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν, με δεδομένο ότι οι συγγενείς καρδιοπάθειες συνιστούν χρόνιες και ανίατες παθήσεις επιδεινούμενες με την πάροδο του χρόνου. Λόγοι κοινωνικής δικαιοσύνης και ίσης αντιμετώπισης όλων των ειδικών κοινωνικών ομάδων επιβάλλουν μία ενιαία γραμμή αντιμετώπισης όλων των βαρέως πασχόνων ασχέτως της παθήσεώς τους. 11. Ένταξη των Κωφών-Βαρηκόων με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω στις ευνοϊκές διατάξεις του ν. 612/1977 και στις τροποποιήσεις του όπως ισχύουν σήμερα, και του π.δ. 169/2007, οι διατάξεις των οποίων προβλέπουν πλήρη συνταξιοδότηση με τη συμπλήρωση 15ετίας πραγματικής προϋπηρεσίας, όπως ισχύει από δεκαετιών για έτερες ειδικές κοινωνικές ομάδες (πλασματική 35ετία). 12. Ζητείται νομοθετική ρύθμιση στον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης όσων συνταξιοδοτούνται στην 15ετία με τον ν.612/1977 ή με τις διατάξεις του Π.Δ. 169/2007. Για τα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με τις ανωτέρω διατάξεις, κρίνεται απαραίτητο, ο υπολογισμός της σύνταξής τους να γίνεται στη βάση των 40 και όχι των 35 ετών. 13. Ζητείται νομοθετική ρύθμιση για την κάλυψη κενού στον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης βάση του ν.612/1977 στα ταμεία ΤΣΜΕΔΕ και ΤΣΑΥ. Για τους υπαγόμενους στις διατάξεις του ν.612/1977, το ποσοστό της σύνταξης υπολογίζεται στη βάση των 35 ετών. Δεν εφαρμόζεται το ίδιο όμως σε ασφαλισμένους των ταμείων ΤΣΜΕΔΕ και ΤΣΑΥ οι οποίοι κατά τον εργασιακό τους βίο έχουν υπάρξει μισθωτοί και άνεργοι (ελεύθεροι επαγγελματίες σύμφωνα με την ορολογία των συγκεκριμένων ταμείων). Στα εν λόγω ταμεία υπάρχει νομοθετικό κενό, δεν ορίζεται πως θα υπολογιστούν τα πλασματικά χρόνια έως την 35ετία. Ως εκ τούτου πρέπει να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση που να προσδιορίζει τον τρόπο υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών με βάση την πλειονότητα του χρόνου ασφάλισης με ετεροχρονισμένη ισχύ για άτομα με αναπηρία που ανήκουν στο νέο ασφαλιστικό, κάτι που είναι δεδομένο στα ασφαλιστικά ταμεία και υπάρχουν ανάλογα νομικά δεδομένα. 14. Σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 4 του ν. 3996/2011(ΦΕΚ Α’170) οι διατάξεις του ν. 612/1977 που προβλέπουν τη συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη ασφαλισμένων που πάσχουν από συγκεκριμένα σοβαρά νοσήματα μετά από 15ετή πραγματική υπηρεσία, επεκτάθηκαν και στους πάσχοντες από Κυστική Ίνωση. Η συγκεκριμένη διάταξη όμως εφαρμόζεται μόνο στους ασφαλισμένους των ταμείων που υπάγονται στο Υπουργείο Εργασίας (νυν ΕΦΚΑ) και όχι στους ασφαλισμένους του Δημοσίου. Ζητάμε να συμπεριληφθεί το νόσημα της Κυστικής Ίνωσης στις παθήσεις που συνταξιοδοτούνται με το π.δ. 169 (δημόσιο) στην δεκαπενταετία. Σχετικά έχει γνωμοδοτήσει θετικά και το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας. Για λόγους ίσης μεταχείρισης όλων των ασφαλισμένων, θεωρούμε πως οι κατηγορίες αναπηρίας που συνταξιοδοτούνται είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.612/1977 (ιδιωτικός τομέας) είτε με τις διατάξεις του π.δ. 169/2007 (δημόσιος τομέας) πρέπει να είναι ίδιες. 15. Τροποποίηση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης με προϋπάρχουσα αναπηρία Με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.4331/2015 αντικαταστάθηκε η περ. δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 27 του ν.1902/90 (καταργηθέντος παράλληλα του άρθρου 9 του ν.3863/2010) και προβλέφθηκε ότι ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος ή μερικά ανάπηρος έστω και εάν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένηση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερης της πρώτης υπαγωγής του στην ασφάλιση, εφόσον όμως η μεταγενέστερη της ασφάλισης αναπηρία φθάνει το 40% της κατά περίπτωση αναπηρίας. Η προαναφερόμενη ρύθμιση είναι δυσμενής για τους ασφαλισμένους με προϋπάρχουσα της υπαγωγής τους στην ασφάλιση αναπηρία, (ειδικά με Π.Α. από 67% και άνω) καθώς καθίσταται σχεδόν αδύνατη η επιδείνωση της αναπηρίας τους κατά τουλάχιστον 40% για να δικαιούται αναπηρική σύνταξη. Το γεγονός αυτό αποτελεί αδικία για όσους εντάχθηκαν στην αγορά εργασίας με μεγάλο ποσοστό αναπηρίας, διότι είναι σύνηθες να εμφανίζουν κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου επιδείνωση της πάθησής τους ή σειρά επιπλοκών και να χρειάζονται αναπηρική σύνταξη. Για όλους τους παραπάνω λόγους ζητάμε την τροποποίηση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης με προϋπάρχουσα αναπηρία. 16. Την ψήφιση διάταξης νόμου, με την οποία να προβλέπεται η συνέχιση χορήγησης σύνταξης στα τυφλά τέκνα ασφαλισμένων ή συνταξιούχων αγροτών από το 18ο έτος της ηλικίας τους και μετά, και μετά την ενιαιοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων την 01.01.2018, και στο ίδιο ύψος της προϊσχύουσας νομοθεσίας, για λόγους ισονομίας και ισοπολιτείας. 17. Πρόβλεψη ειδικής ρύθμισης για την τακτοποίηση των οφειλών που έχουν πρώην ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ. Οι οφειλές αυτές, κυρίως για τα άτομα με αναπηρία των οποίων η γνωμάτευση αναπηρίας έχει περιορισμένη ισχύ, δεν υπόκεινται στις ευεργετικές ρυθμίσεις των δόσεων των οφειλών τους, με αποτέλεσμα να μην τους χορηγείται η σύνταξη αναπηρίας τους, με συνέπεια τα άτομα αυτά να μην έχουν δικαίωμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. 18. Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 96 του ν.4387/2016, από την έναρξη ισχύος του νόμου, το ΕΤΕΑ χορηγεί αποκλειστικά την επικουρική σύνταξη, και καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να χορηγήσει το ΕΤΕΑ το επίδομα απολύτου αναπηρίας στους τυφλούς συνταξιούχους, διότι λόγω της ανωτέρω διάταξης δεν ισχύει η παρ. 1 του άρθρου 58 του ν.3518/2006, η οποία αναφέρει: « Άρθρο 58 Ειδικές ρυθμίσεις Φορέων Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας. 1. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του ν.1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α`), όπως ισχύουν, προσαύξηση της σύνταξης δεν χορηγείται από Φορείς και Κλάδους Επικουρικής Ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Εξαιρούνται από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου οι τυφλοί συνταξιούχοι των ανωτέρω φορέων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί, των οποίων οι συντάξεις προσαυξάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του ν.1140/1981, όπως ισχύουν». Ως εκ τούτου ζητάμε την επαναφορά της ανωτέρω διάταξης και την επέκτασή της σε όλες τις κατηγορίες αναπηρίας. Δηλαδή ζητάμε η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του ν.1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α`), όπως ισχύουν, προσαύξηση της σύνταξης να χορηγείται από Φορείς και Κλάδους Επικουρικής Ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας σε όλους τους δικαιούχους ανεξαρτήτως κατηγορίας αναπηρίας.