• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΣΤΑΜΕΔΕ' | 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:51

    Μετά από την αμετάκλητη κρίση του ανωτάτου ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας μας (αποφάσεις 1880/2019 και 1888/2019), οι σχεδιασθείσες διατάξεις δεν είναι σύμφωνες με την συνταγματική αρχή της ισότητας. Οι παραγωγικές τάξεις, ως ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι (μη μισθωτοί), διαπιστώνουν ότι δεν διασφαλίζεται η νομιμότητα του νέου συστήματος, με βάση το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής αποσπάσματα από την 1880/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις αντίστοιχες επισημάνσεις: 1) «Την παροχή όμως αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής.» (σκέψη 26 της απόφασης). Δηλαδή δεν είναι αντισυνταγματική η κρινόμενη διάταξη επειδή και μόνο ο μη μισθωτός καταβάλλει τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους, αλλά και διότι αυτό συμβαίνει για την απόληψη της ίδιας παροχής και όχι τριπλάσιας, που στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να μετριασθεί ή να εκλείψει η εκδήλως δυσμενής διάκριση εις βάρος των μη μισθωτών. 2) «… και ως εργοδοτική εισφορά συνιστά δημόσιο βάρος προς αντιμετώπιση της δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση…» (σκέψη 20 της απόφασης) και από την σκέψη 27 της απόφασης, που αφορά σε γνώμη που μειοψήφησε, «…διότι, όπως έχει κριθή (ΑΕΔ 3-5/2007), και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας, που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί» Δηλαδή καθίσταται πλέον σαφές, σε συνδυασμό με το ανωτέρω 1ο απόσπασμα, ότι η εργοδοτική εισφορά είναι πόρος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και σε καμία περίπτωση ατομική ασφαλιστική του μισθωτού. 3) Και ναι μεν σύμφωνα με την σκέψη 21 της απόφασης «…ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο, κατά την κρίση του, σύστημα χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών παροχών (καθορισμένες εισφορές, καθορισμένες παροχές) και να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχολήσεως (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες)» πλην όμως, όπως εν συνεχεία αναφέρεται: «… εφόσον επιτυγχάνει τούτο με όρους ισότητας, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 4, παρ. 1, του Συντάγματος» Με βάση τα ανωτέρω, στο νομοσχέδιο, θα πρέπει να αλλάξουν και ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη, κυρίως, τα ακόλουθα : 1. Ατομική εισφορά θα πρέπει να θεωρείται μόνο ό,τι καταβάλλεται από τους ίδιους τους ασφαλισμένους χωρίς την εργοδοτική συμμετοχή, προκειμένου να μην παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, που επιβάλλει ίδιες ανταποδοτικές παροχές (συντάξεις) από ίδιες εισφορές. 2. Το ισχύον οριακό ποσοστό εισφοράς 20% (ασφαλισμένου και εργοδότη - άρθρο 5.1 ν. 4387/2016) ως γενική βάση αναφοράς, με βάση το οποίο (φανερά ή κρυφά) υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη θα πρέπει να αντικατασταθεί με το 6,67%, ή οποιοδήποτε άλλο ενδεχομένως αποφασισθεί, αλλά αυτό πλέον θα αφορά στις καταβληθείσες εισφορές μόνο του ασφαλισμένου, χωρίς τις εργοδοτικές εισφορές, δηλαδή, θα πρέπει όλες οι συντάξιμες αποδοχές να αναπροσαρμοσθούν στην νέα βάση αναφοράς ποσοστού εισφοράς, που θα αποφασισθεί. 3. Στην περίπτωση των καθορισμένων μηνιαίων εισφορών (σταθερά ποσά ανεξαρτήτως εισοδήματος), που προωθήθηκε από το υπουργείο για τους μη μισθωτούς, τα ποσά αυτά των εισφορών θα πρέπει να αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές που θα υπολογίζονται με ασφάλιστρο 6,67% ή όποιο άλλο ενδεχομένως αποφασισθεί να καταβάλλουν οι μισθωτοί οι ίδιοι, χωρίς βεβαίως την εργοδοτική συμμετοχή. 4. Στην περίπτωση που το ποσοστό εισφοράς των μισθωτών παραμείνει στο 6,67%, δεν θα επέλθει καμία αλλαγή στις συντάξιμες αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κλπ (άρθρο 5.1 ν. 4387/2016), ούτε των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (άρθρο 28.2.α), ενώ αντιθέτως οι συντάξιμες αποδοχές των μη μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (άρθρο 28.2.β) θα υπολογίζονται πλέον με βάση ασφάλιστρο το 6,67% αντί του 20% και βεβαίως θα αντικατασταθεί το οριακό ποσοστό 20% με το 6,67% στις περιπτώσεις επιπλέον εισφορών (άρθρα 30, 17, 36 & 94), προφανώς με αναπροσαρμογή του συντελεστή 0,075% που εφαρμόζεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Δυστυχώς, δεν ενσωματώθηκε στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, η θεμελιώδης ανατροπή που απορρέει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΣτΕ, δηλαδή την άρση της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος των μη μισθωτών, ώστε επί ιδίων ατομικών εισφορών να παρέχεται ίδια ανταποδοτική σύνταξη, αλλά, αντιθέτως, παραμένει άθικτη η σχέση 3:1 δηλαδή για να λάβει ο μη μισθωτός ανταποδοτική σύνταξη ίση με αυτή του μισθωτού (με ίδια συντάξιμα χρόνια προφανώς), θα πρέπει να έχει καταβάλει τριπλάσιες ατομικές εισφορές, δεδομένου ότι όλα τα ορισθέντα επίπεδα εισφορών των μη μισθωτών, αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές που θα υπολογίζονται με ασφάλιστρο 20%, αφού με βάση το άρθρο 28.2.β οι αποδοχές είναι «το ποσό που θα αποτελούσε το ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για κάθε μήνα ασφάλισης δια του συντελεστή 0,20» δηλαδή Συντάξιμες αποδοχές =μηνιαία εισφορά / 0,20 = πενταπλάσιες των εισφορών και όχι αυτό που έπρεπε και επιβάλλει η δικαστική απόφαση του ΣΤΕ 1880/2019, δηλαδή: Συντάξιμες αποδοχές = μηνιαία εισφορά / 0,667 = Δεκαπενταπλάσιες της εισφοράς, εφόσον παραμένει το ποσοστό εισφοράς 6,675 στους μισθωτούς. Μα ακριβώς τα ίδια με την ανωτέρω δικαστική απόφαση 1880/2019, είχε επισημάνει με τις παρατηρήσεις της, η Επιστημονική Ομάδας της Βουλής για το υπό ψήφιση τότε σχέδιο νόμου (4387/2016), παραθέτουμε αυτούσιο απόσπασμα: «Συμφώνως προς την Αιτιολογική Έκθεση επί του εν λόγω άρθρου, «κατ' αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζονται ενιαίοι (...) κανόνες για όλες τις κατηγορίες των ασφαλισμένων του Ε.Φ.Κ.Α. και τα βάρη κατανέμονται κατά δίκαιο τρόπο ανάλογα με τις δυνάμεις του εκάστοτε ασφαλισμένου». Παρατηρείται, εν προκειμένω, ότι για τους μισθωτούς εργαζομένους, η ασφαλιστική εισφορά (20%) που αναλογεί στις αποδοχές τους βαρύνει αυτούς μόνο κατά το 1/3, και συγκεκριμένως σε ποσοστό 6,67%, δεδομένου ότι η, σε ποσοστό 13,33% επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, εισφορά του εργοδότη δεν αποτελεί μέρος των αποδοχών/εισοδημάτων του εργαζομένου, δεν βαρύνει τον εργαζόμενο, και μόνος υπόχρεος για την καταβολή της είναι ο εργοδότης, δηλαδή πρόσωπο διαφορετικό από τον ασφαλισμένο. Αντιθέτως, για τους αυτοαπασχολουμένους και τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν έχει περιληφθεί αντίστοιχη ρύθμιση, η οποία θα προέβλεπε, αναλόγως, ότι τα 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών τους βαρύνουν κατά νόμο τους πελάτες/αντισυμβαλλομένους τους. Κατά συνέπεια, η επιβολή εισφοράς κύριας σύνταξης με συντελεστή 20% επί του εισοδήματος της ανωτέρω κατηγορίας ασφαλισμένων εισάγει, κατά παράβαση της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας [αλλά, κατ’ αποτέλεσμα, και της αρχής ανταποδοτικότητας των εισφορών], δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, εν σχέσει προς την εισφορά που καταβάλλουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, ανέρχεται σε ποσοστό 6,67% επί του εισοδήματος (αποδοχών) τους, καθότι άγει σε τριπλάσια επιβάρυνση του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών για την καταβολή της ίδιας συνταξιοδοτικής παροχής». Επίσης ακόμα και με τις νέες ασφαλιστικές κατηγορίες του νομοσχεδίου για τους μη μισθωτούς, ανεξάρτητες του εισοδήματος αυτών, στους ασφαλισμένους με σχετικά χαμηλά εισοδήματα, το νομοσχέδιο πάλι δεν συμμορφώνεται προς τις επιταγές των αποφάσεων του ΣΤΕ. Π.χ. ασφαλισμένος μη μισθωτός με μ.ο. μηνιαίου εισοδήματος 775€, θα πληρώνει υποχρεωτικά 155€ για κύρια σύνταξη, ενώ αντίστοιχα ο μισθωτός θα πληρώνει 6,67% * 775 =51,70€, δηλαδή ο μη μισθωτός θα έχει πάλι ΤΡΙΠΛΑΣΙΑ επιβάρυνση σε σχέση με τον αντίστοιχο μισθωτό. Εάν εξετάσουμε και γενικότερα και τις λοιπές επιβαρύνσεις θα έχουμε: Μη μισθωτός = 775€ εισόδημα – 155€ για κύρια σύνταξη – 55€ για υγεία – 10€ για ΟΑΕΔ = 775 – 220 =555€ και εάν συνυπολογίσουμε και τέλος επιτηδεύματος 650/12 = 55€, του μένουν καθαρά 500€ το μήνα, εν αντιθέσει με τον μισθωτό που πληρώνει 6,67% για κύρια σύνταξη και 2,55% για υγεία θα του μείνουν καθαρά = 775€ - (6,67%+2,55%)*775 = 775 -71,46 =704€ καθαρά το μήνα, χωρίς να υπολογίσουμε και τα ενδεχόμενα δώρα και επιδόματα, δηλαδή ο μεν μη μισθωτός για να ασφαλισθεί έναντι των κινδύνων γήρατος και ασθενειών θα πρέπει να καταβάλλει το 275 / 775 = 35,5% του εισοδήματός του ενώ ο αντίστοιχος μισθωτός ΜΟΝΟ το 71 / 775=9,2% του δικού του εισοδήματος. Είναι δυνατόν να είναι συνταγματικά όλα αυτά;; Δυστυχώς το υπουργείο επιμένει και διατηρεί το 20% ως βασικό οριακό ποσοστό αναφοράς για την υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υπολογισμού της ανταποδοτικότητας των εισφορών, στο οποίο όμως περιλαμβάνεται και η εργοδοτική εισφορά 13,33% για τους μισθωτούς, ενώ αντιθέτως οι μη μισθωτοί στις περιπτώσεις που καταβάλλουν τις ίδιες εισφορές με τους μισθωτούς, θα έχουν υποτριπλάσια ανταποδοτικότητα. Η πρότασή μας είναι η εξής: Δεδομένου ότι πλέον όλα τα ταμεία υπήχθησαν στον ΕΦΚΑ, μπορεί να θεσπισθεί ένας κοινωνικός πόρος ή εν πάση περιπτώσει κονδύλι του κρατικού προυπολογισμού, που θα αναπληρώνει την έλλειψη εργοδοτικής εισφοράς των μη μισθωτών, ώστε εν τέλει και οι μη μισθωτοί να συμβάλουν εξ ιδίων μόνο το 1/3 των συνολικών ασφαλιστικών εισφορών τους, ή να επαναυπολογισθεί συνολικά το ισοζύγιο των παροχών-αντιπαροχών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ασφαλιστικές εισφορές-συνταξιοδοτικές παροχές) με ενδεχόμενες αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και ισόποσες αυξήσεις μισθών στα χαμηλά επίπεδα. Ενδεχομένως να παρίσταται ως προσφορότερη η σύνδεση των εισφορών με το εισόδημα για μισθωτούς και μη μισθωτούς, με κάποιο αυξημένο ποσοστό π.χ. στο 10%, αλλά οι υπολογιζόμενες νέες συντάξεις και βεβαίως και οι επανυπολογιζόμενες παλαιές, να βασίζονται στις εισφορές ΜΟΝΟ των ίδιων των ασφαλισμένων και βέβαια στις περιπτώσεις επί πλέον εισφορών, των άρθρων 30,17,36 & 94, ως επί πλέον εισφορές να λογίζονται ΜΟΝΟ αυτές που καταβλήθηκαν από τους ίδιους τους ασφαλισμένους και όχι από τους εργοδότες, ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΦΕΛΕΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ Ο ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ, ΟΤΙ ΟΙ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΜΕΤΑΚΥΛΙΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ και επομένως είναι σαφές ότι δεν μπορεί να θεωρούνται ατομικές εισφορές του ασφαλισμένου. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η θέσπιση ασφαλιστικών κατηγοριών και στους μισθωτούς, ώστε να υπάρχει ΕΝΙΑΙΑ αντιμετώπιση όλων των ασφαλισμένων. Το υπουργείο θα πρέπει να κατανοήσει ότι στη σημερινή δύσκολη περίοδο, δεν μπορεί να μην υπάρχει ενιαία και ισότιμη μεταχείριση όλων των ασφαλισμένων, εκτός βεβαίως των εχόντων ανάγκη κοινωνικής προστασίας. Επιβεβαιωτικά των παραπάνω παρατηρήσεών μας είναι ότι μέχρι και τις 31/12/2016, όπου δεν προβλεπόταν εργοδοτική εισφορά (δημόσιοι υπάλληλοι κλπ), το καταβαλλόμενο από τους ασφαλισμένους 6,67%, αρκούσε και συνεχίζει να παράγει την ανταποδοτική σύνταξη του ν. 4387/2016, ΜΟΝΟ με την καταβολή αυτής και επίσης με καταβολή ΜΟΝΟ του 6,67% εξαγοράσθηκαν (αιτήσεις μέχρι 31/12/2016) πολλά πλασματικά χρόνια και μάλιστα ακόμα και στο παρόν νομοσχέδιο θεωρούνται και αντιστοιχίζονται με συντάξιμες αποδοχές ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΠΛΑΣΙΕΣ των ποσών εξαγοράς, δηλαδή αυτό που θα πρέπει να ισχύσει για ΟΛΟΥΣ