• Άρθρο 57 ΙΙΙ. Παρατήρηση – Πρόταση : Τροποποίηση άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/59 - προσθήκη στο άρθρο 57 του Σ.Ν. Κατά το άρθρο 8 § 4 του ΝΔ 4020/59 , κάθε συμφωνία με την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις υπερωριακής απασχολήσεως καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει από τις υπέρτερες των για κάθε κατηγορία ισχυόντων κάθε φορά ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες στους μισθωτούς αποδοχές, είναι άκυρη. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται να συναφθεί συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου περί συμψηφισμού (καταλογισμού) των αξιώσεων, που έχει ο δεύτερος κατά τού πρώτου, από παροχή νομίμου ή κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχολήσεως με τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες στον μισθωτό αποδοχές . Άκυρη επίσης είναι και η συμφωνία βάσει της οποίας θα παρέχεται στον εργαζόμενο συγκεκριμένο ποσό αποδοχών, πέραν των ισχυόντων για τον μισθωτό νομίμων ορίων, προκειμένου με αυτό να καλύπτονται οι αξιώσεις του από ενδεχόμενες μελλοντικές νόμιμες ή κατ’ εξαίρεση υπερωρίες. Στην περίπτωση αυτή όμως η ακυρότητα αφορά μόνον το σκέλος της συμφωνίας που αφορά την κάλυψη των αμοιβών ή αποζημιώσεων υπερωριακής απασχολήσεως με το επιπλέον ποσό, όχι και το σκέλος που αφορά την υποχρέωση τού εργοδότη να καταβάλλει το συγκεκριμένο ποσόν. Έτσι, το επιπλέον αυτό ποσόν δεν θεωρείται αχρεωστήτως καταβληθέν και προσαυξάνει τον μισθό της εντός τού νομίμου ωραρίου εργασίας . Αντιθέτως, εάν συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ότι θα καταβάλλεται στον δεύτερο συγκεκριμένο ποσό αποδοχών, πέραν των ισχυόντων για τον μισθωτό νομίμων ορίων, ως προκαταβολή για συγκεκριμένο αριθμό ωρών νομίμου ή κατ’ εξαίρεση υπερωρίας που θα πραγματοποιηθούν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η συμφωνία αυτή θεωρείται έγκυρη . Στην περίπτωση αυτή όμως, εάν η υπερωριακή απασχόληση δεν πραγματοποιηθεί, ο μισθωτός υποχρεούται να επιστρέψει το συγκεκριμένο ληφθέν ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού . Εάν το εν λόγω ποσόν καταβάλλεται τακτικά στον εργαζόμενο και δεν επιστρέφεται από αυτόν σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί η υπερωριακή απασχόληση, το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι το ποσό δεν παρασχέθηκε ως προκαταβολή για συγκεκριμένες υπερωρίες αλλά για ενδεχόμενες, με αποτέλεσμα η σχετική συμφωνία να θεωρείται άκυρη . Αντίθετα με ό, τι ισχύει στην περίπτωση της υπερωριακής απασχολήσεως, ο συμβατικός καταλογισμός (συμψηφισμός) της αμοιβής υπερεργασίας, της αποζημιώσεως από εργασία κατά την 6η ημέρα της εβδομάδος επί πενθημέρου ή της αποζημίωσης και προσαύξησης από την απασχόληση κατά Κυριακή με τον υπέρτερο τού νομίμου καταβαλλόμενο μισθό είναι επιτρεπτός . Το άρθρο 8 § 4 του ΝΔ 4020/59 δεν είναι επιδεκτικό αναλογικής εφαρμογής σε άλλες περιπτώσεις, όπως είναι η υπερεργασιακή αμοιβή, επί πενθήμερης εργασίας, η αποζημίωση για εργασία κατά την 6η ημέρα της εβδομάδος και η αποζημίωση και προσαύξηση από την απασχόληση κατά Κυριακή. Πρόταση Η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/59, θεωρούμε πως είναι απολύτως παρωχημένη. Ειδικότερα, συνιστά παραλογισμό το να υπάρχει η δυνατότητα σύναψης συμφωνίας συμψηφισμού της αμοιβής υπερεργασίας, της αποζημιώσεως από εργασία κατά την 6η ημέρα της εβδομάδος επί πενθημέρου ή της αποζημίωσης και προσαύξησης από την απασχόληση κατά Κυριακή με τον υπέρτερο του νομίμου καταβαλλόμενο μισθό και να μην υπάρχει η αντίστοιχη δυνατότητα για την αμοιβή που αφορά αποκλειστικώς και μόνον νόμιμη υπερωριακή απασχόληση. Κατά συνέπεια, έχουμε τη γνώμη πως οι σύγχρονες συνθήκες απασχολήσεως και οι επιδιωκόμενοι από το παρόν Σ.Ν. στόχοι, επιβάλλουν την αναθεώρηση του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/59 και την τροποποίηση και διαμόρφωσή του ως εξής: «Κάθε συμφωνία κατά την οποία οι αποζημιώσεις από την παροχή παρανόμου υπερωριακής απασχολήσεως καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει από τις καταβαλλόμενες στους μισθωτούς αποδοχές πέραν των για κάθε κατηγορία ισχυόντων εκάστοτε ελαχίστων ορίων, είναι άκυρη. Αντιθέτως, είναι έγκυρη η συμφωνία ότι οι αμοιβές από την παροχή νομίμου υπερωριακής απασχολήσεως καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει από τις καταβαλλόμενες στους μισθωτούς αποδοχές πέραν των για κάθε κατηγορία ισχυόντων εκάστοτε ελαχίστων ορίων, εφόσον η συμφωνία αυτή έχει καταρτισθεί εγγράφως μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου». Η ανωτέρω διάταξη θα μπορούσε να ενταχθεί ως 7η παράγραφος στο άρθρο 4 του 2874/2000, όπως το τελευταίο θα διαμορφωθεί από το άρθρο 57 του Σ.Ν.