• (Παράγραφος 2, περίπτωση α): Στη διασάφηση των ατόμων, ηλικίας έως 16 ετών, που νοούνται ως «εξαρτώμενα παιδιά ή άλλα μέλη της οικογένειας», αποτυπώνονται διακριτά οι περιπτώσεις ‘φυσικών ή υιοθετημένων τέκνων’, εφόσον οι γονείς έχουν την επιμέλειά τους. Εφόσον διατηρηθεί η διακριτή αυτή αναφορά, θα πρέπει να συμπληρωθούν και τα ‘τέκνα σε αναδοχή’, για λόγους αποτροπής τυχόν εσφαλμένων ερμηνειών και συνέπειας με τα όσα προσδιορίζονται στο άρθρο 33 («Πεδίο εφαρμογής») του σχεδίου νόμου. (Παράγραφος 2, περίπτωση δ): Η εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων, χαμηλής μάλιστα βάσης, για τη χορήγηση δικαιώματος αδείας άνευ αποδοχών σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης γονέων και άγαμων αδελφών που ο/η εργαζόμενος/η έχει στη φροντίδα του, λόγω ασθένειας, αναπηρίας ή ηλικίας, αρκεί για την εκκόλαψη σοβαρών ενδοιασμών για τον συλλογισμό που εξέθρεψε το κριτήριο και τους σκοπούς του, καθώς επενεργεί αποτρεπτικά στην πρόσβαση σε μία διευκόλυνση που καθίσταται επιβεβλημένη από μια ακούσια κατάσταση. Περαιτέρω, υποκρύπτει, ίσως, την παραδοχή ότι η έστω ελάχιστη υπέρβαση του ετησίου εισοδήματος που ορίζεται (του ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη, που αμείβεται με το γενικό κατώτερο όριο ημερομισθίου που ισχύει, υπολογιζόμενο με 25 ημερομίσθια τον μήνα), στοιχειοθετεί την ευχέρεια από την πλευρά των μη αυτοεξυπηρετούμενων προσώπων να αντιμετωπίσουν την ακούσια και εξαιρετική αυτή κατάσταση, αφαιρώντας κατ’ επέκταση το δικαίωμα πρόσβασης των εργαζόμενων συγγενών τους σε μία αναγκαία διευκόλυνση αδείας 6 ημερών κατ’ έτος, για τη φροντίδα τους, που ούτως ή άλλως δεν βαρύνει οικονομικά τον εργοδότη. Προτείνεται η κατάργηση του κριτηρίου ή, εφόσον διατηρηθεί, η επανεξέταση της βάσης του.