• Ο Επιχειρησιακός Άξονας 4: ‘Διακυβέρνηση της Εθνικής Στρατηγικής για την Κοινωνική Ένταξη και την Καταπολέμηση της Φτώχειας’ κινείται στη σωστή κατεύθυνση της ενδυνάμωσης των υφιστάμενων κοινωνικών κέντρων και της περαιτέρω ανάπτυξης των κέντρων κοινότητας για τον έγκαιρο εντοπισμό θυλάκων φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Επίσης, αξιολογείται ιδιαιτέρως θετικά το γεγονός ότι η Εθνική Στρατηγική προβλεπει την εφαρμογή ενός ενιαίου τρόπου καταγραφής και παρακολούθησης των ωφελούμενων των κέντρων κοινότητας και των δομών φτώχειας, ώστε το Μητρώο Ωφελούμενων του Γεωπληροφοριακού Συστήματος των Κέντρων Κοινότητας να χρησιμοποιείται και από τις λοιπές δομές κοινωνικής αλληλεγγύης. Παρά ταύτα, η Εθνική Στρατηγική παραλείπει να θέσει στον επιχειρησιακό της προσανατολισμό τον θεσμό των κοινωνικών φαρμακείων, και ειδικά εκείνα τα οποία λειτουργούν στους ΟΤΑ α’ βαθμού, παραβλέποντας τον θεμελιακό τους ρόλο στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και τα πολλαπλά συλλογικά και ατομικά οφέλη από τη λειτουργία τους. Αυτή μάλιστα η παράλειψη συμβαίνει ενώ ταυτόχρονα η Εθνική Στρατηγική αναγνωρίζει ότι αναμένεται ‘αύξηση του προβλήματος της φτώχειας και των οικονομικών συνεπειών της υγειονομικής κρίσης’. Γι’ αυτό θα προτείναμε τα κοινωνικά φαρμακεία να τεθούν στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Άξονα 4 και ειδικότερα στις Επίκαιρες Δράσεις της Νέας Στρατηγικής με επίκεντρο την Υγείας. Επιπλέον, θα προτείναμε τα κοινωνικά φαρμακεία να συμπεριληφθούν στο δίκτυο των Υπηρεσιών Μίας Στάσης. Σήμερα λειτουργούν 120 κοινωνικά φαρμακεία σε όλη την ελληνική επικράτεια, εξυπηρετώντας χιλιάδες πολίτες, ενώ καλύπτουν σχεδόν το 70% των φαρμακευτικών αναγκών των ανθρώπων που τα επισκέπτονται, όπως προέκυψε από πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε η Διεθνής Αμνηστία σε συνεργασία με το GIVMED. Εκτός από τα άμεσα ατομικά οφέλη με τη δωρεάν παροχή φαρμάκων και ενός ευρύτερου πλαισίου υπηρεσιών σε ευάλωτες ομάδες, επιπρόσθετα τα κοινωνικά φαρμακεία ωφελούν το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, τα δημόσια οικονομικά της υγείας και το περιβάλλον. Τα κοινωνικά φαρμακεία αποτελούν τον κομβικό βραχίονα της δωρεάς περισσευούμενων αχρησιμοποίητων φαρμάκων στην Ελλάδα με σκοπό την επιστροφή και την αναδιανομή τους. Οι υπηρεσίες και οι παροχές τους ενισχύουν την πρόσβαση στη φαρμακευτική περίθαλψη ευάλωτων ομάδων, όπως μακροχρόνια άνεργοι, ανασφάλιστοι, άποροι, υπερήλικες, χαμηλοσυνταξιούχοι, άστεγοι, μετανάστες, αιτούντες άσυλο, πρόσφυγες, ανιθαγενείς, μονογονεϊκές/πολύτεκνες οικογένειες, άτομα με αναπηρία και τα εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών τους, και εν τέλει συμβάλλουν στη βελτίωση της υγείας τους. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι με το κείμενο νομοθετικό πλαίσιο προβλέπεται πλέον καθολική δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σε ορισμένες περιπτώσεις για καποιες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες απαιτείται να καταβάλλουν οικονομική συμμετοχή για τα φαρμακά τους (που σε ορισμένες περιπτώσεις φθάνει ακόμα και σε ποσοστό 25%). Ιδιαίτερα κάποιοι μεμονωμένοι πολίτες ή νοικοκυριά βρίσκονται οριακά πάνω από τα προβλεπόμενα εισοδηματικά όρια που ορίζει η κείμενη νομοθεσία με αποτέλεσμα να υπάρχει οικονομική επιβάρυνση. Κατ’ επέκταση, τα κοινωνικά φαρμακεία διασφαλίζουν την εξοικονόμηση μέρους του χαμηλού εισοδήματος των ατόμων αυτών, το οποίο μπορούν να το διαθέσουν για την κάλυψη άλλων βιοτικών αναγκών τους, αποτρέποντας επίσης δυσκολίες και καθυστερήσεις που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν σημαντικά την υγεία τους ή να προκαλέσουν επιπλέον ασθένειες. Σε διάφορες περιπτώσεις οι ασθενείς χρειάζονται παραφάρμακα ή/και υγειονομικό υλικό το οποίο δεν συνταγογραφείται και δεν αποζημιώνεται απο τον ΕΟΠΥΥ, με αποτέλεσμα να τα αναζητούν στα κοινωνικά φαρμακεία. Επιπλέον, τα αναλώσιμα σκευάσματα (π.χ.ταινίες σακχάρου, σκαρφιστήρες, βελόνες ινσουλίνης, προϊόντα στομίας και ακράτειας, έλκη) συχνά δεν συνταγογραφούνται σε επαρκή ποσότητα ή απαιτούν οικονομική συμμετοχή ενώ τα προϊόντα για βρέφη (π.χ. βρεφικά γάλατα και πάνες) δεν καλύπτονται από το σύστημα υγείας. Τα παραπάνω, όπως και είδη προσωπικής υγιεινής, παρέχονται δωρεάν στις ευάλωτες ομάδες από τα κοινωνικά φαρμακεία, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής τους. Στα περισσότερα κοινωνικά φαρμακεία προσφέρουν υπηρεσίες διάφορες κατηγορίες επαγγελματιών υγείας, όπως ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, που είτε ενημερώνουν τους ασθενείς για τα δικαιώματά τους στο εθνικό σύστημα υγείας είτε τους παραπέμπουν σε εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας. Επίσης, βοηθούν τις ευάλωτες ομάδες, ειδικά τους ηλικιωμένους, με την άυλη συνταγογράφηση και το ηλεκτρονικό κλείσιμο των ραντεβού τους καθώς και ενημερώνουν για ιατρικά θέματα (π.χ. εμβολιασμό, πρόληψη νοσημάτων, χρήση φαρμάκου, διατροφικές συνήθειες). Περαιτέρω, η λειτουργία των κοινωνικών φαρμακείων προσφέρει σημαντική εξοικονόμηση στο συστημα υγειονομικής περίθαλψης, μειώνοντας σημαντικά δαπάνες που μπορούν να αποφευχθούν και βοηθώντας στη μείωση των μη αναγκαίων συνταγογραφήσεων. Επίσης, η παροχή συνταγογραφούμενου παραφαρμακευτικού και υγειονομικού υλικού αποσώζει σημαντικές ποσότητες από τα δημόσια νοσοκομεία, τα οποία συνήθως έχουν έλλειψη από τέτοιο υλικό και το οποίο είναι ιδιαίτερο κρίσιμο την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού. Σχετικά με τους περιβαλλοντικού κινδύνους, τα οικιακής χρήσης μη χρησιμοποιημένα φάρμακα κατά κανόνα καταλήγουν στους χώρους υγειονομικής ταφής ή στις αποχετεύσεις, προκαλώντας βλαβερές συνέπειες στην ατομική και δημόσια υγεία. Ως εκ τούτου, τα κοινωνικά φαρμακεία με την εκ νέου διανομή περισσευούμενων φαρμάκων συμβάλλουν ουσιαστικά στη μείωση των φαρμακευτικών αποβλήτων και του περιβαλλοντικού τους αντίκτυπου. Ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, τα κοινωνικά φαρμακεία, λειτουργώντας ως δομές υποστήριξης ανθρώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, προσάρμοσαν την λειτουργία τους με στόχο την διασφάλιση της ατομικής και δημόσιας υγείας και ανέλαβαν επιπλέον αρμοδιότητες. Συγκεκριμένα, πραγματοποίησαν παράδοση φαρμάκων και υγειονομικού υλικού κατ’ οίκον (σε κάποιες περιπτώσεις σε συνεργασία με το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι»), παρείχαν δωρεάν υγειονομικό υλικό για την προφύλαξη από τον Covid-19 όπως μάσκες και αντισηπτικά, κάλυψαν τις επείγουσες φαρμακευτικές ανάγκες, λειτούργησαν τηλεφωνικές γραμμές εξυπηρέτησης κατοίκων και τέλος οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ψυχολόγοι τους παρείχαν υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης.