• Σχόλιο του χρήστη 'ActionAid' | 12 Αυγούστου 2021, 12:24

    Οι παρατηρήσεις επί του προτεινόμενου εθνικού σχεδίου δράσης για την ισότητα των φύλων (2021 -2025) δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν ως αφετηρία το γεγονός της πανδημίας, όπως αναφέρεται στον πρόλογο του υπό σχολιασμού κειμένου. Λόγω του γεγονότος ότι το παρόν σχέδιο συντάχθηκε μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα ήταν σκόπιμο να υπάρχουν εκτενέστερες αναφορές και σχετική ανάλυση του πώς επηρεάστηκαν οι πολιτικές ισότητας των φύλων από την πανδημία, ποιες αλλαγές παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το πώς ανταποκρίθηκε η Ελληνική Πολιτεία σε αυτές και αν κάποια από αυτά τα μέτρα αναμένεται να επεκταθούν και κατά την περίοδο μετά από την πανδημία. Δε πρόκειται για έκθεση απολογισμού των μέτρων που ελήφθησαν, αλλά ένα γεγονός τόσο καθοριστικής σημασίας θα ήταν αναμενόμενο να αποτελεί το σημείο αναφοράς όλων των δράσεων, καθώς και της διαμόρφωσης των πυλώνων του παρόντος. Αξίζει να αναφερθεί πως αυτή ήταν η προσέγγιση που ακολουθήθηκε από διεθνείς οργανισμούς κατά την εκπόνηση εκθέσεων, ερευνών και λοιπών σχεδίων δράσης. Συνεπώς, δεν είναι αρκετές οι απλές αναφορές, αλλά θα ήταν απαραίτητη μια συνολικότερη αναδιαμόρφωση του παρόντος σε αυτή τη βάση. Ένα δεύτερο σημείο το οποίο θα θέλαμε να τονίσουμε είναι ότι το προτεινόμενο εθνικό σχέδιο δράσης διαφέρει σημαντικά από το προηγούμενο χωρίς να υπάρχει κάποια επαρκής αιτιολόγηση. Κάποιοι άξονες δράσης είναι κοινοί και στα δύο, αλλά, για παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψιν τα αυξημένα ποσοστά έμφυλης βίας κατά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, προξενεί απορία το γεγονός ότι ο άξονας προτεραιότητας σχετικά με την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας είναι σαφώς πιο περιορισμένος συγκριτικά με το προηγούμενο εθνικό σχέδιο δράσης. Οι δράσεις που προβλέπονται ανά άξονα περιγράφονται με τρόπο γενικό, ενώ γνωρίζουμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες ανάγκες που είναι ασαφές αν πρόκειται να καλυφθούν. Θα ήταν σκόπιμο, για παράδειγμα, να υπάρξει αναφορά στο αν θα δημιουργηθούν περισσότεροι ξενώνες – και μάλιστα ξενώνες έκτακτης ανάγκης-, ποιες θα είναι ενδεικτικά οι προτάσεις για νομοθετικές παρεμβάσεις για τις οποίες θα γίνει εισήγηση (βλ. δράση 1.1.1.), αν θα προσληφθούν γυναίκες διερμηνείς για την υποστήριξη επιζωσών/ θυμάτων έμφυλης βίας κ.α. Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου εισήχθησαν σημαντικές νομοθετικές αλλαγές που επηρεάζουν σημαντικές πτυχές της ισότητας των φύλων και θα ήταν χρήσιμο να υπήρχαν σχετικές αναφορές στο προτεινόμενο κείμενο. Ειδικότερες αναφορές για το ζήτημα πρόληψης και αντιμετώπισης της βίας θα υπάρξουν και παρακάτω. Ωστόσο, παρά το ότι αναγνωρίζουμε τη σημασία των θεματικών που συνιστούν τους πυλώνες του σχεδίου δράσης, δεν έχει γίνει κατανοητό το γιατί σε μια περίοδο που η πανδημία έπληξε δυσανάλογα τόσο κοινωνικά και οικονομικά τις γυναίκες, συρρικνώθηκε αισθητά ο άξονας του προηγούμενου σχεδίου δράσης σχετικά με τα μέτρα για την προστασία των γυναικών που αντιμετωπίζουν πολλαπλές διακρίσεις. Οι γυναίκες αυτές ούσες περισσότερο ευάλωτες και εκτεθειμένες στις επιπτώσεις της πανδημίας θα έπρεπε να συνιστούν έναν χωριστό πυλώνα δράσης (και όχι απλώς μια σειρά δράσεων) που θα προστίθετο στους υπόλοιπους. Δεν είναι, δυστυχώς, αρκετές οι αναφορές στο παρόν και η κάλυψη των αναγκών τους από τις γενικότερες προβλέψεις που σχεδίου δράσης δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις πραγματικές ανάγκες τους. Στο πλαίσιο αυτό θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι οι ανάγκες που παρατίθενται και έχουν προκύψει από τη συνεδρίαση του ΕΣΙΦ είναι αναμφίβολα σημαντικές, αλλά όχι πλήρως αντιπροσωπευτικές των όσων συναντάμε κατά την εργασία μας στο πεδίο. Η συμμετοχή της Κοινωνίας των Πολιτών και δη όλων των γυναικείων οργανώσεων σε μια διαδικασία διαβούλευσης πριν την σύνταξη του προτεινόμενου εθνικού σχεδίου δράσης θα ήταν απαραίτητη για να αποτυπωθούν όλες οι ανάγκες για όλες τις γυναίκες. Η συμμετοχή όλων των μη κυβερνητικών φορέων που ασχολούνται με την ισότητα των φύλων και τα γυναικεία δικαιώματα μπορεί να φωτίσει αποτελεσματικά τις ανάγκες με σκοπό τη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Παράλληλα, η γλώσσα του κειμένου υπό σχολιασμό δεν είναι όσο έμφυλη θα έπρεπε λαμβανομένων υπόψιν των ζητημάτων που θίγονται. Τέλος, αξίζει να γίνει ξεχωριστή αναφορά στην καταπολέμηση της βίας στην εργασία και πιο συγκεκριμένα στην Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης 190 για την βία και την παρενόχληση στην εργασία. Επειδή από τον τρόπο παράθεσης των δράσεων (σελ. 63) δεν είναι αρκετά σαφές το τι επιδιώκεται με τα μέτρα θα ήταν χρήσιμο να υπάρχουν διευκρινίσεις αναφορικά με το ποια είναι τα μέτρα που συμβάλουν στην πρόληψη και ποια στην άμεση αντιμετώπιση και το πώς αυτά συνδέονται με το υπάρχον πλαίσιο προστασίας. Είναι σημαντικό να καθίσταται σαφές ότι η προστασία από τη βία και την παρενόχληση στην εργασία δεν αποτελεί καινούρια υποχρέωση, αλλά υποχρέωση προστασίας των εργοδοτών, αλλά και της πολιτείας για την οποία η Σύμβαση 190 εισάγει σύγχρονα πρότυπα. Σε επίπεδο νομοθετικών αλλαγών δεν αρκούν μόνο οι παρεμβάσεις στον ποινικό κώδικα, αλλά χρειάζεται βελτίωση του κυρωτικού νόμου της Σύμβασης στη βάση των σχολίων που είχαν κατατεθεί κατά τη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης. Για παράδειγμα, και όπως είχαν επισημάνει αρκετοί φορείς – μεταξύ των οποίων και η ActionAid- δεν υπήρχαν αρκετά μέτρα για την προστασία των εργαζομένων από την ενδοοικογενειακή βία. Όπως είχαμε επισημάνει και στη διαβούλευση, η πρόβλεψη για τη συμβουλευτική αρμοδιότητα του γιατρού εργασίας θα έπρεπε να έχει απαλειφθεί και αντικατασταθεί με άλλα μέτρα. Επειδή οι χώροι εργασίας διαφέρουν θα ήταν σκόπιμο να περιλαμβάνονται ειδικότερα μέτρα ανά κλάδο απασχόλησης και ανά τομέα εργασίας γιατί δεν μπορούν όλες οι πολιτικές να εφαρμοστούν με τον ίδιο οριζόντιο τρόπο παντού. Είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψιν οι ιδιαιτερότητες και οι ανάγκες των επιμέρους κλάδων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Ένα ακόμα σχόλιο σχετίζεται με την επιλογή του δείκτη του στόχου 1.2., καθώς δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο αναμένεται να μας δείξει την αποτελεσματικότητα των μέτρων που προτείνονται. Δεδομένου του ότι μέχρι σήμερα τα στοιχεία για την καταπολέμηση της βίας είναι περιορισμένα και προέρχονται από πολύ συγκεκριμένες πηγές (Συνήγορος του Πολίτη, ΣΕΠΕ κ.λπ.) θα ήταν χρήσιμο σε αυτόν τον στόχο να συμπεριληφθεί μία δράση σχετικά με τον τρόπο συλλογής των δεδομένων αυτών. Παράλληλα, θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλοι δείκτες, όπως, για παράδειγμα και όλως ενδεικτικά, ο αριθμός των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα και των εργασιακών κλάδων του δημοσίου (π.χ. εκπαίδευση – σχολεία, αθλητισμός – γυμναστικές/ προπονητικές εγκαταστάσεις) που υιοθέτησαν σχετικές πολιτικές. Η δράση 1.2.3. για τις εκστρατείες φαίνεται αρκετά γενική. Ο αριθμός των εκστρατειών ενημέρωσης θα μπορούσε, επίσης, να είναι ένας από τους δείκτες και να έχουμε πληρέστερη εικόνα για το πώς εξελίχθηκαν οι δράσεις. Αν στους δείκτες παραμείνει μόνο ο αριθμός των καταγγελιών από γυναίκες που υφίστανται παρενόχληση στην εργασία χωρίς να συνοδεύεται από άλλες μετρήσεις, δεν θα είναι εφικτό να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων. Θα ήταν παράλειψη να μην γίνει λόγος για το ότι για την καταπολέμηση της βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία δεν είναι αρκετές μόνο οι παραπάνω παρεμβάσεις. Χρειάζεται ένα ευρύ πλέγμα ενεργειών που θα ενδυναμώνει ουσιαστικά τις γυναίκες και θα τους επιτρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες στην εργασία και στις υπόλοιπες πτυχές της ζωής. Το γεγονός ότι δεν ξεκινούν όλες οι γυναίκες από την ίδια αφετηρία, αλλά υπάρχει ανάγκη μεγαλύτερης υποστήριξης για κάποιες δεν θα πρέπει να παραβλέπεται. Για να είναι η διάχυση της οπτικής του φύλου στις πολιτικές επιτυχής θα πρέπει να γίνεται με συμπεριληπτικό τρόπο που δεν θα αφήνει καμία γυναίκα πίσω και όχι να δίνεται έμφαση μόνο σε εκείνες που βρίσκονται ήδη στην αγορά εργασίας. Αντίστοιχες αλλαγές θα διευκόλυναν την υλοποίηση και την παρακολούθηση των μέτρων σε ολόκληρο τον άξονα προτεραιότητας για την έμφυλη βία. Κλείνοντας, θεωρούμε αρκετά σημαντική τη λίστα ερευνητικών δράσεων που παρατίθεται στο τέλος και προτείνουμε την καθιέρωσή τους σε περιοδική βάση ώστε να είναι η ουσιαστική παρακολούθηση των μέτρων που λαμβάνονται και θα μπορούν να προτείνονται αλλαγές και νέες παρεμβάσεις. Συνολικά, μία σημαντική παράλειψη του σχεδίου δράσης που θα πρέπει να συμπεριληφθεί είναι αφενός το ακριβές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των δράσεων αφετέρου οι πηγές χρηματοδότησής τους. Αν δεν συμπεριληφθούν αυτές οι πληροφορίες δεν καθίσταται σαφές το πλάνο ενεργειών προς επίτευξη των στόχων, ενώ θα είναι δύσκολη η κατάρτιση του επόμενου σχεδίου δράσης στη βάση της προόδου που θα έχει γίνει ή των κενών που θα έχουν προκύψει.