• Σχόλιο του χρήστη 'HELLAS ONLINE ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ' | 10 Ιανουαρίου 2011, 18:32

    1.- Στο Κεφάλαιο I με τίτλο «Ρυθμίσεις θεμάτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών» προβλέπεται σε σχέση με το άρθρο 63 του Ν. 3431/2006, η σύντμηση από τριάντα (30) σε δέκα (10) ημέρες της διάρκειας της προθεσμίας, εντός της οποίας καλείται ο πάροχος ηλεκτρονικών επικοινωνιών να εκθέσει τις απόψεις του ή να αποκαταστήσει τη νομιμότητα πράξης του, σε περίπτωση διαπίστωσης από την ΕΕΤΤ παράβασης των διατάξεων που ορίζουν τη δραστηριότητά του. Η υπό διαβούλευση ρύθμιση φέρεται να επιστηρίζεται, σύμφωνα με την οικεία αναφορά της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου στη διαπίστωση, μεταξύ άλλων, ότι «η μέχρι σήμερα διαδικασία αποδείχθηκε χρονοβόρα ….». Μία τέτοια νομοθετική επιλογή κρίνεται, κατ’ αρχάς, ως ευρισκόμενη σε αντίφαση με άλλες σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις που διέπουν αντίστοιχες προθεσμίες ενέργειας της ΕΤΤΤ (πχ άρθρο 24 του Ν. 3431/2006), οι οποίες, κατ’ αντίθεση της προκείμενης περίπτωσης, ουδόλως μειώνονται, αλλά επεκτείνονται. Η αντίφαση είναι προφανής, εφόσον προκρίνεται ως εκ των βασικών κριτηρίων η επίσπευση των διαδικασιών εφαρμογής του νομοθετικού πλαισίου, καθότι, ενώ από τη μία πλευρά διευρύνονται τα περιθώρια ενέργειας της ΕΕΤΤ, από την άλλη πλευρά περιορίζονται εξαιρετικά δραστικά και σε σημαντικό βαθμό τα υφιστάμενα περιθώρια ενέργειας των παρόχων. Το γεγονός τούτο, ενόψει του ότι απουσιάζει οποιαδήποτε συγκεκριμένη τεκμηρίωση της γενόμενης αρνητικής διαπίστωσης, θέτει ζήτημα μη ισότιμης προσέγγισης συναφών υποχρεώσεων, μη εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας ως προς τα επιλεγόμενα μέτρα, έλλειψης σαφούς αιτιολόγησης της αναγκαιότητας του μέτρου και, πρωτίστως, αποδυνάμωσης της επαρκούς άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου. Αντίστοιχα άστοχη κρίνεται και η αναφορά στο ότι η μέχρι σήμερα διαδικασία «… παρέτεινε την περίοδο χάριτος για την άρση της παράβασης», δεδομένου ότι η συγκριτική επισκόπηση της χρονικής περιόδου που είχε τεθεί στη διάθεση των παρόχων για την εκτέλεση των ενδεικνυόμενων ενεργειών και της χρονικής περιόδου που κατά μέσο όρο καθίστατο απαραίτητη για την επιβολή των κατάλληλων διοικητικών κυρώσεων αποβαίνει σε βάρος της δεύτερης εξ αυτών αναφορικά με την πρόκληση καθυστέρησης της εν γένει κυρωτικής διαδικασίας. Το γεγονός τούτο καταδεικνύει ακριβώς τη σοβαρότητα των εξεταζόμενων ζητημάτων και δικαιολογεί απολύτως την υφιστάμενη σήμερα προθεσμία ως απαραίτητη για τις προπαρασκευαστικές ενέργειες των παρόχων που κατατείνουν στη διαμόρφωση και έκθεση των απόψεών τους ή/και για τη λήψη των μέτρων αποκατάστασης της νομιμότητας, Τέλος, από τη μέχρι σήμερα πρακτική προκύπτει, ότι οι πάροχοι καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια, προκειμένου να ανταποκριθούν στις εκ του νόμου υποχρεώσεις τους και την τήρηση των συναφών προθεσμιών, ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέπονται ταυτόχρονα οι περιορισμοί που θέτονται από την ίδια τη δομή και συστημική οργάνωσή τους, το επίπεδο των οποίων έχει δεδομένα όρια υπαγορευόμενα από την εκάστοτε ισχύουσα φάση της οικείας αγοράς, η οποία, σημειωτέον, δεν έχει εξελιχθεί σε τέτοιο επαρκή και ικανοποιητικό βαθμό που να δικαιολογεί αναλογικά τέτοιας εκτάσεως σύντμηση της παραπάνω προθεσμίας Θεωρούμε συνεπώς, ότι η εισαγωγή και επιβολή οιασδήποτε προθεσμίας βραχύτερης της υφισταμένης δεν είναι εύλογη και εφικτή, καθώς θα δημιουργήσει λειτουργικά προβλήματα στους παρόχους αναφορικά με την αποτελεσματική προσαρμογή των ήδη υιοθετηθεισών τυποποιημένων εσωτερικών διαδικασιών και, το κυριότερο, θα υποβαθμίσει ουσιαστικά τους όρους της μέχρι σήμερα ικανοποιητικής άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης αυτών. 2.- Περαιτέρω, καθόσον αφορά στην προταθείσα τροποποίηση του ίδιου άρθρου ως προς το ανώτατο όριο του προβλεπόμενου ως επιβλητέου διοικητικού προστίμου από το ποσό των 2.000.000 στο ποσό των 3.000.000 ευρώ, η υπό διαβούλευση σημαντικότατη αύξηση κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) κρίνεται ως παντελώς αδικαιολόγητη, δυσανάλογη και αποκλίνουσα από τις κρατούσες εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες. Επιπλέον, κατά κοινή παραδοχή, το ήδη ισχύον ανώτατο όριο διοικητικού προστίμου κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό, λαμβανομένων υπόψη και των διαρκώς συρρικνούμενων οικονομικών μεγεθών των παρόχων. Εξάλλου, η μέχρι σήμερα πρακτική έχει καταδείξει, ότι δεν έχουν διαμορφωθεί πραγματικές καταστάσεις και δεν έχουν αναφανεί περιπτώσεις, οι οποίες να έχουν δημιουργήσει την εύλογη ανάγκη για την επιβολή διοικητικών προστίμων που να προσεγγίζουν καθ’ ύψος το υφιστάμενο ανώτατο όριο και, ως εκ τούτου, να καθιστούν εύλογη την αύξηση αυτού προς επίταση της αποτρεπτικής λειτουργίας του. Σε κάθε δε περίπτωση, η επιβολή αύξησης του ανωτάτου ορίου χωρίς την ταυτόχρονη εισαγωγή σαφών και ειδικών κριτηρίων που να συνιστούν θεσμοθετημένες παραμέτρους προσδιορισμού του ανά περίπτωση εύλογου και δικαιολογημένου διοικητικού προστίμου δεν οδηγεί παρά σε επίταση των φαινομένων προσβολής της αρχή της αναλογικότητας, όπως άλλωστε καταδεικνύει η νομολογιακή πρακτική σε πλειάδα αποφάσεων με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών προστίμων στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 3431/2006. Τέλος, η αποτρεπτική της παραβατικότητας ισχύς των ήδη προβλεπόμενων διοικητικών μέτρων εξυπηρετείται επαρκώς με βάση την υφιστάμενη διαβάθμισή τους κατ’ άρθρο 63 του Ν. 3431/2006.