• Σχόλιο του χρήστη 'Κίμων Σαϊτάκης' | 17 Φεβρουαρίου 2011, 22:22

    Tο νέο άρθρο 11 παρ. 4 του ν. 3316/2005 (άρθρο 10 του Σχεδίου Νόμου), σκόπιμο θα ήταν να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Η Επιτροπή Διαγωνισμού αναφέρει στα πρακτικά της την προθεσμία υποβολής της ένστασης κατά τα προαναφερόμενα. Για την υποβολή των ενστάσεων, οι υποψήφιοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης στους φακέλους των συνυποψηφίων τους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999, με επιτόπια μελέτη και επιλεκτική λήψη φωτοαντιγράφων. Οι ενστάσεις υποβάλλονται στην υπηρεσία που διεξάγει το διαγωνισμό και απευθύνονται στην Προϊσταμένη Αρχή, η οποία αποφασίζει, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την υποβολή τους με την επιφύλαξη του αμέσως επόμενου εδαφίου. Οι ενστάσεις που αφορούν την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών, όταν η προεκτιμώμενη αμοιβή υπερβαίνει τα όρια εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17 και 2004/18, υποβάλλονται στην Αρχή Ελέγχου Μελετών και Έργων και κοινοποιούνται στην υπηρεσία που διεξάγει τον διαγωνισμό και στην Προϊσταμένη Αρχή. Όταν η προεκτιμώμενη αμοιβή δεν υπερβαίνει τα ως άνω όρια, επί των ενστάσεων γνωμοδοτεί η Επιτροπή Διαγωνισμού, εντός είκοσι (20) εργασίμων ημερών και αποφασίζει η Προϊσταμένη Αρχή, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών. Η απόφαση της Αρχής Ελέγχου Μελετών και Έργων εκδίδεται εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση. Οι ενστάσεις κοινοποιούνται, με ευθύνη του ενιστάμενου και επί ποινή απαραδέκτου στους συνυποψήφιους, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν υπόμνημα στο αποφασίζον κατά τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων όργανο, εντός προθεσμίας δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς της ένστασης. Σε περίπτωση υποβολής ενστάσεως κατά αποκλεισμού του ενιστάμενου δεν απαιτείται η κοινοποίησή της στους συνυποψηφίους. Μέχρι να τεθεί σε λειτουργία η Α.Ε.Μ.Ε., επί των ενστάσεων γνωμοδοτεί σε κάθε περίπτωση η Επιτροπή Διαγωνισμού. Κατά των αποφάσεων της Α.Ε.Μ.Ε. της παρούσας παραγράφου δεν ασκείται προδικαστική προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 4 του ν. 3886/2010 (ΦΕΚ Α’ 173), αλλά η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει κάθε φορά». Αιτιολόγηση της προτεινόμενης τροποποίησης: Καταρχάς, η προσθήκη της φράσης «με την επιφύλαξη του αμέσως επόμενου εδαφίου» στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του ως άνω άρθρου κρίνεται σκόπιμη, διότι ξεκαθαρίζει τη σχέση γενικού προς ειδικό που υφίσταται μεταξύ τρίτου και τετάρτου εδαφίου και αποτρέπει -στο μέτρο του δυνατού- την πρόκληση παρανοήσεων. Το τέταρτο εδάφιο που ρυθμίζει ειδικώς τις ενστάσεις που αφορούν την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών, όταν η προεκτιμώμενη αμοιβή υπερβαίνει τα όρια εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17 και 2004/18, ορίζει ότι οι ενστάσεις αυτές «κοινοποιούνται από τον ενιστάμενο στην Αρχή Ελέγχου Μελετών και Έργων, η οποία αποφασίζει εντός μηνός από της κοινοποίησης, κατά τις σχετικές διατάξεις». Στο μέτρο που η αρμοδιότητα εκδίκασης και απόφανσης επί των ενστάσεων που αφορούν το Πρακτικό ΙΙ (αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών) ανατίθεται με τη διάταξη αυτή στην Αρχή Ελέγχου Μελετών και Έργων, φρονούμε ότι πρέπει να αναδιατυπωθεί το εν λόγω εδάφιο και να οριστεί ότι οι σχετικές ενστάσεις όχι απλώς «κοινοποιούνται» αλλά υποβάλλονται στην Αρχή Ελέγχου Μελετών και Έργων (και κοινοποιούνται στην υπηρεσία που διεξάγει τον διαγωνισμό και στην Προϊσταμένη Αρχή). Η αρχική διατύπωση της διάταξης δημιουργεί την εντύπωση ότι η Αρχή Ελέγχου Μελετών και Έργων δεν αποφασίζει επί των ενστάσεων, αλλά απλώς γνωμοδοτεί επ’ αυτών (αφού οι ενστάσεις «υποβάλλονται» στην υπηρεσία που διεξάγει το διαγωνισμό και απλώς «κοινοποιούνται» στην Α.Ε.Μ.Ε.). Συνεπώς, επιβάλλεται για λόγους νομοτεχνικής ακρίβειας η αναδιατύπωση της διάταξης σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω. Η αναδιατύπωση αυτή καθιστά απαραίτητη τη διαγραφή της φράσης «η οποία αποφασίζει εντός μηνός από της κοινοποίησης, κατά τις σχετικές διατάξεις» στο τέλος του εδαφίου, η οποία άλλωστε επαναλαμβάνεται και σε επόμενο εδάφιο της ίδιας παραγράφου. Στο επόμενο εδάφιο, το οποίο ρυθμίζει τις ενστάσεις που αφορούν την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών, όταν η προεκτιμώμενη αμοιβή δεν υπερβαίνει τα όρια εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17 και 2004/18, κρίνεται σκόπιμη η αντιστροφή των προβλεπόμενων ενδεικτικών προθεσμιών που καθιερώνονται για τη γνωμοδότηση και την απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής. Η διάταξη ορίζει ότι επί των ενστάσεων γνωμοδοτεί η Επιτροπή Διαγωνισμού, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών και αποφασίζει η Προϊσταμένη Αρχή, εντός είκοσι (20) εργασίμων ημερών. Λαμβανομένου υπόψη ότι το όργανο που προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των ενστάσεων είναι η Επιτροπή Διαγωνισμού (τα μέλη της οποίας διαθέτουν τις απαραίτητες ειδικές γνώσεις) και όχι η Προϊστάμενη Αρχή (η οποία συνήθως στην πράξη απλώς επικυρώνει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Διαγωνισμού), εύλογο φαίνεται να χορηγηθεί μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο στην Επιτροπή για την προετοιμασία της γνωμοδότησής της. Η ασφυκτική δεκαήμερη προθεσμία που θέτει το Σχέδιο Νόμου δεν είναι διόλου ρεαλιστική και ως εκ τούτου η μη επιμήκυνσή της θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα τη σχετική διάταξη σε αχρησία. Όσον αφορά τη νεοεισαγόμενη δυνατότητα των θιγόμενων συνυποψηφίων να καταθέσουν υπόμνημα επί της ενστάσεως που τους θίγει, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Καταρχάς, δεν διευκρινίζεται ποια θα είναι η έννομη συνέπεια σε περίπτωση παράλειψης της σχετικής κοινοποίησης εκ μέρους του ενισταμένου, γι’ αυτό και προτείνεται η προσθήκη της φράσης «επί ποινή απαραδέκτου». Δεύτερον, η φράση «στους συνυποψήφιους που θίγονται» είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δημιουργήσει ερμηνευτικά προβλήματα λόγω της πρόδηλης αοριστίας της. Έτσι, ενώ π.χ. είναι βέβαιο ότι εμπίπτουν στους «θιγόμενους» συνυποψηφίους εκείνοι κατά των οποίων βάλλει ευθέως ο ενιστάμενος με τους λόγους της ένστασής του (επιδιώκοντας τον αποκλεισμό τους ή τη μείωση της βαθμολογίας τους), είναι αμφίβολο ποιοί θα πρέπει να θεωρηθούν ως «θιγόμενοι» σε περίπτωση που ο ενιστάμενος επικαλείται λόγους κακής εκτίμησης της δικής του και μόνο τεχνικής προσφοράς, η αποδοχή των οποίων θα συνεπαγόταν απλώς την αύξηση της βαθμολογίας του. Στην περίπτωση αυτή «θίγονται» εν δυνάμει όλοι οι συνυποψήφιοι· θα μπορούσε όμως να υποστηριχθεί ότι δεν έχουν δικαίωμα κατάθεσης υπομνήματος διότι θίγονται μόνον εμμέσως ή ότι τέτοιο δικαίωμα πρέπει να χορηγηθεί μόνο σε όσους από τους συνυποψηφίους υποβιβάζονται λόγω της αύξησης της βαθμολογίας του ενισταμένου κλπ. Προκειμένου να αποτραπούν τέτοιες διχογνωμίες, προτείνεται η διαγραφή της φράσης «που θίγονται», με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η κοινοποίηση της ένστασης σε όλους τους συνυποψηφίους. Εξαίρεση προβλέπεται σε περίπτωση υποβολής ενστάσεως κατά αποκλεισμού του ενιστάμενου, οπότε δεν απαιτείται η κοινοποίησή της στους συνυποψηφίους. Επιπλέον, προστίθεται στο ίδιο εδάφιο η φράση «στο αποφασίζον κατά τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων όργανο» προς διευκρίνιση του οργάνου στο οποίο κατατίθεται το υπόμνημα (ζήτημα που η διάταξη αφήνει αίολο). Τέλος, προτείνεται ο εκ του νόμου επακριβής καθορισμός της προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, χρόνος που κρίνεται εύλογος ενόψει της ανάγκης προετοιμασίας των συνυποψηφίων. Η πρόβλεψη για κατάθεση του υπομνήματος «εντός επαρκούς προθεσμίας που θέτει στο πρακτικό της η Επιτροπή Διαγωνισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις προθεσμίες υποβολής της γνωμοδότησης» είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει προβλήματα τόσο λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας προετοιμασίας των συνυποψηφίων που προτίθενται να καταθέσουν υπόμνημα σε χρόνο μικρότερο των δέκα ημερών (αφού μέσα σε δέκα ημέρες πρέπει να έχει ήδη γνωμοδοτήσει η Επιτροπή Διαγωνισμού!) όσο και λόγω της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην Επιτροπή Διαγωνισμού να καθορίζει κατά τον τρόπο που επιθυμεί την προθεσμία κατάθεσης υπομνήματος.