• Συμφωνούμε απόλυτα με τις κοινές θέσεις ΤΕΕ και Μελετητικών Οργανώσεων για τα εξής: Εισαγωγή της δυνατότητας χρήσης του κριτηρίου της απλώς χαμηλότερης τιμής μόνο για την ανάθεση υπηρεσιών συμβούλου. Διατήρηση του συστήματος συμφερότερης από οικονομική άποψη προσφοράς για τις αναθέσεις μελετών. Μη αύξηση της βαρύτητας της οικονομικής προσφοράς από 25% σε 30% στην περίπτωση του συστήματος της συμφερότερης προσφοράς, αλλά διατήρησή της στο 25%. (άρθρο 6, παρ. 4) Η ευρωπαϊκή νομοθεσία παρέχει πράγματι τη δυνατότητα για χρήση και των δύο συστημάτων για ανάθεση μελετητικών και συναφών συμβουλευτικών υπηρεσιών (συμφερότερη προσφορά ή χαμηλότερη τιμή). Ωστόσο η πρακτική και η εμπειρία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και διεθνώς, δείχνει ότι - ιδίως για τις μελέτες - χρησιμοποιείται το σύστημα της συμφερότερης προσφοράς γιατί έχει αποδειχθεί ότι μόνο έτσι διασφαλίζεται η ποιότητα και η ασφάλεια των μελετητικών προϊόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι και χώρες που χρησιμοποίησαν το σύστημα με τη χαμηλότερη τιμή επέστρεψαν στο σύστημα της συμφερότερης προσφοράς. Άλλωστε και αμιγώς χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, όπως η World Bank, που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι ενδιαφέρονται κατά κόρο για την οικονομικότερη διαχείριση των πόρων τους, προτιμούν το σύστημα της συμφερότερης προσφοράς, εκτιμώντας ότι έτσι επιτυγχάνεται το βέλτιστο αποτέλεσμα. Παράλληλα η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι το κριτήριο της τεχνικής προσφοράς έχει στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων σαφώς μεγαλύτερη βαρύτητα σε σύγκριση με την οικονομική προσφορά (συνηθισμένη σχέση 80% με 20%). Συμφωνούμε πλήρως για την ανάγκη καταπολέμησης της συναλλαγής και της διαφθοράς στον τομέα των μελετητικών υπηρεσιών, αυτό όμως δεν πρέπει να γίνει εις βάρος της ποιότητας των μελετών, ήδη δε μπορεί να επιτευχθεί σε πολύ σημαντικό βαθμό με την αλλαγή που έχει επέλθει στο φορολογικό σύστημα για τους μελετητές και άλλα συναφή μέτρα που δυσκολεύουν –πολύ σωστά- τη διαχείριση του λεγομένου «μαύρου» χρήματος. Η δυνατότητα να συμβάλει στον στόχο αυτό η ενίσχυση της βαρύτητας της οικονομικής προσφοράς είναι αρκετά περιορισμένη, ιδίως μάλιστα αν συγκριθεί το όποιο πρόσθετο όφελος με το κόστος της πιθανότατης υποβάθμισης της ποιότητας των μελετητικών υπηρεσιών. Άλλωστε ο ρόλος της οικονομικής προσφοράς ενισχύεται έμμεσα και λελογισμένα με την απελευθέρωση των εκπτώσεων, κάτι που είναι σε αρμονία με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, υπό τις προϋποθέσεις ότι θα εφαρμόζονται ουσιαστικά και αναλογικά με τη φύση των προς ανάθεση υπηρεσιών κριτήρια επιλογής και ότι θα γίνεται έλεγχος στις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές, όπως προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Προτείνεται: Η Εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δηλαδή: - Για την ανάθεση μελετών χρήση αποκλειστικά του συστήματος της συμφερότερης προσφοράς με διατήρηση των σημερινών συντελεστών βαρύτητας (75% με 25%), που για την οικονομική προσφορά είναι ήδη μεγαλύτερος από το συνήθως εφαρμοζόμενο διεθνώς 20%. - Για την ανάθεση των υπηρεσιών συμβούλου συμφωνούμε με τη θεσμοθέτηση και των δύο συστημάτων (συμφερότερη προσφορά με ελεύθερη έκπτωση και χαμηλότερη τιμή) με την προϋπόθεση να ακολουθείται η κλειστή διαδικασία με προεπιλογή, όταν χρησιμοποιούν οι αναθέτουσες αρχές το σύστημα χαμηλότερης τιμής. - Εφαρμογή του συστήματος ανάθεσης μελετών με τη χαμηλότερη τιμή μόνο στις περιπτώσεις που η αμοιβή δεν υπερβαίνει τα όρια εφαρμογής των Οδηγιών 2004/18/ΕΚ και 2004/17/ΕΚ, αποκλειστικά και μόνο για τις υποστηρικτικές μελέτες. - Σε όλες τις περιπτώσεις θα εφαρμόζονται ουσιαστικά και αναλογικά με τη φύση των προς ανάθεση υπηρεσιών κριτήρια επιλογής (τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας και οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας) και θα ζητείται τεκμηρίωση για τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές, όπως προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία.