• Επιτέλους φαίνεται να κινείται το κράτος σε σχέση με ένα πάγιο και χρονίζον αίτημα των διαφόρων έως τώρα «εκτός νόμου» συλλογικών θρησκευτικών εκφράσεων, δυστυχώς, όμως δεν φαίνεται να μπορεί να ξεφύγει από τις προβληματικές διατυπώσεις του ισχύοντος μέχρι σήμερα ελλιπέστατου πλαισίου (Βλ. καθεστώς ευκτήριων οίκων). Ως εκ τούτου θεωρούμε πως η συγκεκριμένη διαβούλευση πρέπει να κρατήσει πολύ περισσότερο, να ληφθούν κάποιοι βασικοί παράγοντες υπόψη και να υπάρξει σε πολλά σημεία πλήρης επαναδιατύπωση όλου του πλαισίου. Εν συντομία και επί παραδείγματι. Άρθρο 1. Αναφέρεται «ορισμένη γεωγραφική περιοχή» χωρίς αυτή να ορίζεται. Επιπροσθέτως τίθεται σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ως απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη 300 ατόμων. Ακόμα και σε επίπεδο δήμου αν υποθέσουμε πως αναφέρεται η «γεωγραφική περιοχή» αυτό σημαίνει για μια «εκκλησία» με παρουσία σε όλους τους 910 δήμους της Ελλάδας έναν ποσοστό κοντά στο 2.5% του συνολικού πληθυσμού, ποσοστό που υπερβαίνει τα ποσοστά των περισσότερων πολιτικών κομμάτων τα οποία λειτουργούν και χρειάζονται μόνο 200 υπογραφές για την δημιουργία τους. Ως εκ τούτου δεν κατανοούμε πως γίνεται για μια θρησκευτική ένωση (ενδεχομένως και περιορισμένη σε κάποιες περιοχές) να απαιτείται αριθμός μεγαλύτερος της πιο σημαντικής συλλογικής εκπροσώπησης την οποία δέχεται το κράτος ήτοι το πολιτικό κόμμα. Ως εκ τούτου ποια η λογική πίσω από το συγκεκριμένο αριθμητικό κριτήριο; Αρθρα 2 και 3 εν συνεχεία το άρθρο 2 αναφέρεται στον: « θρησκευτικός λειτουργός, ιερουργός ή ποιμένας της θρησκευτικής κοινότητας, στον οποίο έχει ανατεθεί η τέλεση των θρησκευτικών τελετών», το οποίο είναι προβληματικό γιατί περιορίζει τον τρόπο θρησκευτικής λειτουργίας των «θρησκευτικών ενώσεων» βάσει αυθαίρετων προτύπων (δηλαδή ύπαρξη ενός θρησκευτικού λειτουργού αντί πολλών) τα οποία όχι μόνο δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρουν το κράτος, ως θρησκευτικής τάξεως ζητήματα, αλλά εκ των προτέρων, δεν ισχύουν και για όλες τις πιθανές θρησκευτικές ενώσεις. Σε αυτή την περίπτωση καλύτερα θα ήταν εφόσον το ζήτημα είναι η νομική εκπροσώπηση και όχι η θεολογική ή τελεστική ή άλλη θρησκευτική έκαστης θρησκευτικής ένωσης το ζητούμενο να είναι ο ή οι εκπρόσωπος/οι της, χωρίς αναφορά θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως αυτός/οί ορίζεται/νται από τους εσωτερικούς κανόνες της εκάστοτε θρησκευτικής ένωσης. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται στα περί της αιτήσεως η κατάθεση «Ομολογίας πίστης», όρος ο οποίος όχι μόνο δεν αποσαφηνίζεται στο υπόλοιπο κείμενο αλλά επίσης αποτελεί ζητούμενο το οποίο δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει, ως κριτήριο εξέτασης της αίτησης, το κράτος καθώς οποιαδήποτε τέτοια «ομολογία» είναι αμιγώς θεολογικό/θρησκευτικό ζήτημα έκαστης «θρησκευτικής ένωσης» το οποίο δεν γίνεται να αποτελεί κριτήριο για την νομική αντιμετώπιση της από το κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη πως το κράτος θα πρέπει να ελέγχει την σύννομη δράση της «εκκλησιαστικής ένωσης» αυτό μπορεί να καθοριστεί όχι από τα θεολογικά νομιζόμενα της αλλά από τον τρόπο δράσης της, σκοπούς της κτλ δηλαδή ότι θα προβλέπει το άρθρο 4 βάσει του κανονισμού λειτουργίας της. Άρθρο 13 Με ποια κριτήρια «Αναγνωρίζονται ως ίδια θρησκευτικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, χωρίς καμία άλλη διατύπωση και χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που ορίζονται στα άρθρα 3 και 12…» οι συγκεκριμένες «εκκλησίες» και όχι άλλες; Άρθρο 17 σε συνάφεια με άρθρο 9. Καταρχήν δημιουργείται ένας παράλογος φαύλος κύκλος (για να ιδρύσει μια «εκκλησία», «ένωση» ευκτήριο οίκο, πρέπει να αποτελεί «θρησκευτική ένωση» το οποίο καθεστώς για να αποκτηθεί πρέπει να ανήκει στις «γνωστές θρησκείες» δηλαδή να έχει ήδη άδεια λειτουργίας ευκτήριου οίκου). Επίσης λαμβάνοντας υπόψη το μέχρι σήμερα απαράδεκτο καθεστώς απόκτησης άδειας λειτουργίας ευκτηρίου οίκου, με την πληθώρα, κατά του κράτους, καταδικαστικών αποφάσεων από ευρωπαϊκά κ.α. όργανα για την μη έγκριση αιτήσεων ευκτηρίων οίκων και τις ακόμα περισσότερες περιπτώσεις αιτήσεων, οι οποίες καταφανώς αδίκως και σε παράβαση κάθε αρχής ισονομίας και ισοπολιτείας δεν απαντώνται, με ποια λογική ένα τέτοιο «τεκμήριο» εισάγεται ως προϋπόθεση δημιουργίας «θρησκευτικής ένωσης» η οποία θεωρητικά αποτελεί μια προσπάθεια βελτίωσης του ισχύοντος προβληματικού καθεστώτος; Επίσης πολλά ερωτηματικά εγείρονται σχετικά με το ειδικό φορολογικό καθεστώς ή την νομική εκπροσώπηση κτλ των «θρησκευτικών ενώσεων», ειδικά σε σχέση με τις ρητώς εξαιρούμενες από το προσχέδιο θρησκείες. Θεωρούμε πως βάσει των ανωτέρω ενδεικτικών αναφορών απαιτείται πολύ μεγαλύτερη προσοχή στον σχεδιασμό της εν λόγω πρότασης και χρόνος διαβούλευσης.