• Αναφορικά με το άρθρο 4 και τις παραγράφους 3α), 3β), 3δ), 3ε), 3στ), 38), 3θι), 3θι.ια) θα επιθυμούσαμε να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με πολυετείς έρευνες επιβεβαιώνεται πως η ελλειμματική προσοχή των ατόμων με ΔΕΠΥ, ανεξάρτητα από τη συνύπαρξή της με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως η δυσλεξία κ.ά, είναι ο σημαντικότερος παράγοντας χαμηλής ακαδημαϊκής επίδοσης (Biederman et al, 2004˙ Langberg et al, 2011) καθώς η ικανότητα συγκέντρωσης και διατήρησης της προσοχής αποτελεί βασική προϋπόθεση μάθησης σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Η δυσκολία αδιάλειπτης παρακολούθησης του ωρολόγιου σχολικού προγράμματος, η ελλιπής καταγραφή των καθημερινών υποχρεώσεων, η περιορισμένη ενεργητική συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία, η αδυναμία συνέπειας στις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις και η σχολική αποτυχία (δυσκολία ολοκλήρωσης εργασιών και θεμάτων εξέτασης στα προβλεπόμενα χρονικά όρια) αποτελούν συνήθεις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς του μαθητή με ΔΕΠΥ στη σχολική πράξη και δεν επιτρέπουν στο παιδί ή τον έφηβο να αναδείξει το μαθησιακό του δυναμικό. Αξίζει να υπογραμμιστεί η επίπονη, εξαιρετικά φθοροποιός για το άτομο με ΔΕΠΥ και την οικογένειά του και συχνά αναποτελεσματική διαδικασία της καθημερινής σχολικής προετοιμασίας και κατ’ οίκον μελέτης. Σύμφωνα με το Ν.3699/2008, ΦΕΚ 199 Α΄, 02/10/2008 (Άρθρο 3, Παράγραφος 1.), αλλά και το νέο νομοσχέδιο της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (άρθρο 3, παράγραφος 1) η ΔΕΠΥ (Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα) ορίζεται ως ειδική εκπαιδευτική ανάγκη. Ως εκ τούτου, τα παιδιά ή οι έφηβοι που διαγιγνώσκονται με ΔΕΠΥ αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μάθηση, σε βαθμό που να καθίσταται απαραίτητη η προσαρμογή στον τρόπο διδασκαλίας ή αξιολόγησής τους. Προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να προχωρήσουν στην αναγκαία προσαρμογή / τροποποίηση του διδακτικού τους έργου και στη διευκόλυνση της αξιολογικής διαδικασίας του μαθητή με ΔΕΠΥ κρίνεται καίριο -για την ΕΕΜ ΔΕΠΥ- να προβλεφθεί νομοθετική ρύθμιση στην καθημερινή σχολική πρακτική. Πιο συγκεκριμένα: Α. εκτιμάται απαραίτητη η συμπερίληψη συγκεκριμένων διευκρινιστικών οδηγιών προς τους εκπαιδευτικούς. Β. η προσεκτική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σε συνδυασμό με την κλινική και εκπαιδευτική εμπειρία τεκμηριώνουν ότι ποσοστό 40-60% μαθητών με ΔΕΠΥ εκδηλώνουν παράλληλα ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία, δυσγραφία, δυσορθογραφία, δυσαριθμησία) (Mayes, Calhoun, Crowell, 2000˙ ). Στις περιπτώσεις αυτές βάσει του Ν. 3699 (άρθρο 4, παρ. 1στ), του άρθρου 27, παρ. 1ν, του Π.Δ. 60/2006 (ΦΕΚ 65Α /05-04-2006 ), τις εγκυκλίους Γ2/25154/05-03-09, Γ2/1846/17-05-2000 «Τρόπος εξέτασης δυσλεξικών μαθητών/τριών», Β6/32605/6/04/2004 «Εξέταση φυσικώς αδυνάτων υποψηφίων», τις διατάξεις της αριθμ. Φ. 253/155439/Β6 (ΦΕΚ 2544 Β/30-12-2009) Υ.Α. και τις οδηγίες σχετικά με τον τρόπο προφορικής εξέτασης μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που περιέχονται στην αριθμ. Φ.251/15808/Β6/05-02-2014 υπουργική απόφαση με θέμα «Υποβολή δικαιολογητικών για προφορική ή γραπτή εξέταση μαθητών και αποφοίτων με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, βάσει του Ν. 3699/2008, στις πανελλαδικές εξετάσεις έτους 2014, για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση», ο νομοθέτης προβλέπει αντικατάσταση των γραπτών δοκιμασιών με προφορικές, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο το μαθητή με ΔΕΠΥ και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Στις περιπτώσεις, όπου ο μαθητής με ΔΕΠΥ δεν εμφανίζει ειδική μαθησιακή δυσκολία, δεν προβλέπεται ανάλογη αντιμετώπιση. Γ. η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της ΔΕΠΥ θεωρεί ότι η προσαρμογή αυτή στον τρόπο αξιολόγησης θα πρέπει να επεκταθεί και στον υπόλοιπο μαθητικό πληθυσμό με ΔΕΠΥ, που δεν παρουσιάζει ειδική μαθησιακή δυσκολία, αλλά του οποίου η σχολική απόδοση και επίδοση είναι χαμηλή και αναμφίβολα αναντίστοιχη του δυναμικού του. Δ. η γραπτή αξιολόγηση γνώσεων απαιτεί συμπληρωματικά και την προφορική, καθώς οι μαθητές με ΔΕΠΥ, λόγω του νευροβιολογικού χαρακτήρα της διαταραχής, η οποία συνδέεται με υψηλά, μη αναμενόμενα για την ηλικία τους επίπεδα ελλειμματικής προσοχής, παρορμητικότητας και / ή υπερκινητικότητας, οδηγούνται σε: α) παράβλεψη ή παρανόηση ουσιωδών λεπτομερειών / στοιχείων των εκφωνήσεων, των δεδομένων και των ζητούμενων των ερωτήσεων ακόμη και δοσμένης θεματολογίας, β) καθυστερημένη έναρξη γραπτών απαντήσεων, γ) ανολοκλήρωτη ή ελλιπή προσέγγιση θεματολογίας, δ) χαμηλή παραγωγικότητα στην επεξεργασία κειμένου, ε) εύκολη κόπωση, αναβλητικότητα, παραίτηση ή αποφυγή στην εμβάθυνση και την παραγωγή σύνθετου εκπαιδευτικού έργου. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η απόδοσή τους να υπολείπεται σημαντικά των συνομηλίκων που διαθέτουν ανάλογη ευφυϊα και προφίλ γνώσεων κάτι που επιβεβαιώνει και η βιβλιογραφία (Frazier, Youngstrom,, Glutting, & Watkins, 2007). Ε. η προτεινόμενη τροποποίηση στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δε θα επιβαρύνει το φόρτο εργασίας των, ήδη, βεβαρημένων Ιατροπαιδαγωγικών Υπηρεσιών και των ΚΕΔΔΥ, αφού αποτελεί ποιοτική διαφοροποίηση στην αξιολόγηση των καταγεγραμμένων αιτημάτων και κατά συνέπεια δεν προβλέπεται να αυξήσει το συνολικό αριθμό αιτημάτων, ούτε βέβαια και τις προβλεπόμενες κρατικές δαπάνες. Για όλους τους παραπάνω λόγους επιθυμούμε να διατυπώσουμε τις ακόλουθες προτάσεις σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του εκπαιδευτικού έργου, βελτίωσης της "ατμόσφαιρας" στο σχολικό περιβάλλον και προάσπισης των δικαιωμάτων των παιδιών και των εφήβων με ΔΕΠΥ: 1. ένταξη των μαθητών με ΔΕΠΥ στις κατηγορίες των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που εξετάζονται προφορικά υποστηρίζοντας τις γραπτές τους απόψεις, με χρονική παράταση, όπου κρίνεται απαραίτητο, στα τρίμηνα-τετράμηνα, στις τελικές προαγωγικές/ απολυτήριες και πανελλαδικές εξετάσεις (προσθήκη στην εγκύκλιο Γ2/25154/05-03-2009 και στην υπουργική απόφαση αριθμ. Φ.253/155439/Β6 (φεκ 2544/30-12-2009) 1Α v, αντίστοιχα), στα πλαίσια της αντιστάθμισης των αρνητικών συνεπειών της ΔΕΠΥ στην ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών που διαγιγνώσκονται με τη διαταραχή. 2. εφαρμογή του άρθρου 5 του ΠΔ 191/1992 [ « Οι μαθητές, που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Νόμου 1566/85 (ΦΕΚ 167/τ.Α), όπως έχει αντικατασταθεί από το Ν. 2817 και ακολούθως από το Ν. 3699, των οποίων οι ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 33 του ίδιου Νόμου έχουν πιστοποιηθεί, εφόσον δεν είναι προφανείς, από τις αρμόδιες υπηρεσίες και φοιτούν: α) ως ενταγμένοι σε κανονικά Γυμνάσια β) σε ειδικές τάξεις, τμήματα ή ομάδες που λειτουργούν μέσα σε κανονικά Γυμνάσια και γ) σε αυτοτελή ειδικά Γυμνάσια, προάγονται, απολύονται, παραπέμπονται η απορρίπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις των §§ 1,2 και 3 του άρθρου 1 του Π.Δ. 182/84, ΦΕΚ 60/τ.Α) με μείωση του προβλεπόμενου από το εδάφιο γ της § 1 του άρθρου αυτού μέσου όρου σε "τουλάχιστον δώδεκα (12)".»]. 3. χρήση Η/Υ στα πλαίσια της αξιολόγησης με θέματα και ερωτήσεις προερχόμενες από βάση δεδομένων του ΥΠΑΙΘ (τράπεζα ερωτήσεων και θεμάτων). 4. εκπαίδευση ή επιμόρφωση αντίστοιχα των εκπαιδευτικών και των στελεχών των υπηρεσιών ψυχοπαιδαγωγικής υποστήριξης του ΥΠΑΙΘ (ΚΕΔΔΥ & ΕΔΕΑΥ) στις παρεμβάσεις, που μπορούν να εφαρμόσουν για να υποστηρίξουν μαθητές που φοιτούν στις τάξεις τους και έχουν διαγνωσθεί με ΔΕΠΥ ή παρουσιάζουν συμπεριφορές που προσομοιάζουν τη ΔΕΠΥ. Η κατάρτιση και η ενεργός καθοδήγηση του προσωπικού θα ενισχύσει τη μαθησιακή αποτελεσματικότητα των μαθητών, που παρουσιάζουν δυσκολίες και θα περιορίσει τα ποσοστά εκδήλωσης ανεπιθύμητων συμπεριφορών. 5. έγκαιρος εντοπισμός με την είσοδο των μαθητών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ή στην πρώτη σχολική ηλικία της ΔΕΠΥ και των άλλων δυσκολιών με νευροαναπτυξιακό υπόβαθρο, όπως οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία, δυσορθογραφία, δυσγραφία, δυσαναγνωσία, δυσαριθμησία) και η ειδική γλωσσική διαταραχή (ΕΓΔ), ώστε να εφαρμοσθεί άμεσα σχέδιο σχολικής παρέμβασης. Στην επίτευξη αυτού του στόχου θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα η κατάρτιση Εθνικού Σχεδίου Ανίχνευσης Δυσκολιών στη Σχολική Προσαρμογή (screening).