• Άρθρο 4§1. Η σύνθεση των διεπιστημονικών ομάδων των ΚΕΔΔΥ είναι προσανατολισμένη προς τις ηλικίες από προσχολική έως εφηβική (π.χ. όπως αναφέρεται σε παραπάνω άρθρο σε σχέση με το προσωπικό των ΚΕΔΔΥ («..παιδοψυχίατρο ή παιδίατρο με ειδίκευση στην παιδονευρολογία ή νευρολόγο με εξειδίκευση στην παιδονευρολογία.»). Οι ενήλικες είναι μια σαφώς διαφορετική ομάδα, η οποία δεν εμπίπτει στο παραπάνω πλαίσιο. Εξάλλου, τα διαθέσιμα στα ΚΕΔΔΥ διαγνωστικά εργαλεία, συμπεριλαμβανομένου και του WISC, αφορούν κυρίως στις ηλικίες αυτές. Για να αξιολογηθούν (αρχική αξιολόγηση ή/και επαναξιολόγηση) μαθητές μετά τα 18, ζητείται η συνδρομή υπηρεσιών ενηλίκων, που ωστόσο είναι εξαιρετικά λίγες και σχεδόν ποτέ δεν ανταποκρίνονται για λόγους αδυναμίας και όχι μη διάθεσης. Τα προβλήματα υπήρχαν και στο προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο (αξιολόγηση μέχρι τα 22). Όμως με την πρόταση αυτή («… στην αρμοδιότητα των ΚΕΔΔΥ υπάγονται χωρίς όριο ηλικίας όσοι διατηρούν την ιδιότητα του μαθητή») τα προβλήματα διευρύνονται πάρα πολύ, αφού η ιδιότητα του μαθητή δίδεται σε όσους φοιτούν σε κάποιο σχολικό πλαίσιο, ανεξάρτητα από ηλικία. Έτσι, οι εγγεγραμμένοι στα εσπερινά σχολεία, στα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας κ.ά. οι οποίοι είναι εξ ορισμού ενήλικες, θα εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των ΚΕΔΔΥ. Συνεπώς, είναι κρίσιμης σημασίας α) η στελέχωση των ΚΕΔΔΥ με επιπλέον επιστημονικό προσωπικό ώστε ως φορέας να ανταποκριθεί επαρκώς στις ανάγκες και των ενηλίκων προσώπων που θα εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του και β) ο εμπλουτισμός των διαθέσιμων μέσων αξιολόγησης και υποστήριξης. Άρθρο 4§2. Δεν διασαφηνίζεται επακριβώς ποιος θα είναι ο ρόλος των ειδικών που θα συνδράμουν στην διαδικασία αξιολόγησης κι αν τα πρόσωπα (ΕΕΠ ή/και εκπαιδευτικοί ΕΑΕ) που θα κληθούν να συνδράμουν θα έχουν άμεση σχέση με τον μαθητή. Σύμφωνα με την σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία ζωτικής σημασίας για την αξιολόγηση ενός μαθητή είναι η συνεργασία της διεπιστημονικής ομάδας με τους γονείς / την οικογένεια του μαθητή όπως και τον εκπαιδευτικό ή τους εκπαιδευτικούς του μαθητή ή και άλλο προσωπικό του σχολείου. Ιδιαιτέρως, τόσο οι γονείς/οικογένεια όσο και ο εκπαιδευτικός του μαθητή αποτελούν βασική και ουσιαστική πηγή πληροφόρησης για τις δυσκολίες και τις δυνατότητες του μαθητή, τα ενδιαφέροντά του, τις προτιμήσεις του, στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα στη διαδικασία της διάγνωσης, της αξιολόγησης γενικότερα, αλλά και της οργάνωσης των προτάσεων που περιλαμβάνει ο ρόλος και οι αρμοδιότητες των ΚΕΔΔΥ. Άρθρο 4§3. Δεν ορίζεται με σαφήνεια ποιος είναι αρμόδιος να γνωματεύει για παράλληλη στήριξη/διδασκαλία; Μόνο τα ΚΕΔΔΥ ή και τα ΙΠΔ; Άρθρο 4§3α. Συνεπώς, με βάση την αναφορά που γίνεται παραπάνω «…Άτομα άνω των 18 ετών που έχουν μέχρι τότε αξιολογηθεί ως άτομα με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ΚΕΔΔΥ. Επίσης στην αρμοδιότητα των ΚΕΔΔΥ υπάγονται χωρίς όριο ηλικίας όσοι διατηρούν την ιδιότητα του μαθητή…» είναι σημαντικό να προσδιοριστούν επακριβώς ο ρόλος και οι αρμοδιότητες των ΚΕΔΔΥ σε σχέση με ενηλίκους με αναπηρία και εεα. Άρθρο 4§3β. Λαμβάνοντας υπόψη και την παράγραφο (ι) του ίδιου άρθρου οι ενέργειες αυτές α) σαφώς απαιτούν συνεργασία μεταξύ φορέων, υπηρεσιών, οικογένειας, σχολείου, κοινότητας αλλά και του ίδιου του μαθητή, β) θα ήταν σημαντικό να γίνεται αναφορά και να προσδιορίζεται και η εισήγηση και ανάπτυξη Εξατομικευμένου Σχεδίου Μετάβασης (ΕΣΜ) του μαθητή στην ενήλικη ζωή και στην εργασία γ) η κατάρτιση σχετικών με την υποστήριξη προγραμμάτων είναι σημαντικό να επανεξετάζονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση και δ) στην υποστήριξη του μαθητή είναι σημαντικό να περιλαμβάνεται πλέον και η σταδιακή προετοιμασία του για την μετάβαση στην ενήλικη ζωή και την εργασία. Στη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική αναφέρεται η ανάπτυξη ομάδων αρμόδιων για την μετάβαση (δίκτυο συνεργασίας υπηρεσιών, φορέων, οικογένειας, σχολείου, μαθητή) όπως και η προετοιμασία του μαθητή για την συμμετοχή του στις ομάδες αυτές (Neubert & Leconte, 2013). Άρθρο 4§3γ, δ. Εκτός της συμβουλευτικής υποστήριξης και ενημέρωσης θα ήταν αναγκαία η ανά τακτά διαστήματα συνάντηση και συνεργασία μεταξύ των φορέων, προσώπων, υπηρεσιών που προαναφέρονται, δεδομένου του δυναμικού χαρακτήρα των διαδικασιών που συνδέονται με την αξιολόγηση και την εκπαίδευση και υποστήριξη του μαθητή. Ακόμη, δεν επιτρέπεται στον γονέα να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματα του παιδιού του, όπως αυτά απορρέουν από τη γονική μέριμνα και κηδεμονία. Τα ΚΕΔΔΥ οφείλουν να συνεργάζονται με τους γονείς. Επίσης δεν παρέχεται στην οικογένεια συμβουλευτική και υποστήριξη. Άρθρο 4§3.ια. Έγκαιρης παρέμβασης αντί του παλαιότερου όρου «πρώιμη παρέμβαση». Γενικά σε σχέση με όλα τα παραπάνω (αρμοδιότητες): Χρειάζεται επιστημονική καθοδήγηση και εποπτεία των ΚΕΔΔΥ, για να μπορούν να ανταποκριθούν στους πολλαπλούς και πολύ απαιτητικούς αυτούς ρόλους. Θα ήταν ζωτικής σημασίας η περαιτέρω στελέχωση των υπηρεσιών αυτών, πέραν του προαναφερθέντος ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να ανταποκριθούν σε επιστημονικές και διοικητικές αρμοδιότητες, όπως και η περιοδική και τουλάχιστον ετήσια επιμόρφωση του προσωπικού σε θέματα αρμοδιότητάς του. Άρθρο 4§3(ιβ). To International Classification of Functioning, Disability and Health – ICF, δεν είναι κατάλληλο εργαλείο για ψυχο-εκπαιδευτική υπηρεσία, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων της δεν έχουν προηγούμενη γνώση και εμπειρία στη χρήση του εργαλείου αυτού. Θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα ανιχνευτικά και ψυχομετρικά εργαλεία που αναπτύχθηκαν από τις επιστημονικές ομάδες των πανεπιστημίων τα προηγούμενα χρόνια. Ίσως τα ΙΠΔ κέντρα μπορούν να χρησιμοποιήσουν το εργαλείο αυτό. Τα εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα ΚΕΔΔΥ, πρέπει να είναι προσανατολισμένα στην υποστήριξη, σε αξιολογήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε σχεδιασμό κατάλληλων εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Το ICF λειτουργεί συμπληρωματικά με το ICD (http://www.who.int/classifications/icf/en/) ενώ δεν αναφέρεται το DSM το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως και στην Ελλάδα για διαγνωστικούς σκοπούς. Συνεπώς, χωρίς να αποκλείεται η χρήση αναγνωρισμένων εργαλείων θα ήταν σημαντικό να μην υιοθετείται μια μονοδιάστατη προσέγγιση στην αξιολόγηση και διάγνωση, είτε σε σχέση με τα εργαλεία αξιολόγησης, είτε σε σχέση με τον τρόπο αξιολόγησης π.χ. κλινική αξιολόγηση, δυναμική αξιολόγηση, εναλλακτικοί τρόποι αξιολόγησης κλπ. Άρθρο 4§4. Γενική παρατήρηση: δεν αναγράφεται πως σχετίζονται οι ΕΔΕΑΥ με το οικείο ΚΕΔΔΥ. Ενώ στις ΕΔΕΑΥ αναφέρει ότι είναι πρωτοβάθμια όργανα, δεν γίνεται αντίστοιχη αναφορά στα ΚΕΔΔΥ, ως δευτεροβάθμιων (ή κάτι άλλο) οργάνων. Έτσι, δεν είναι καθαρά τα όρια των 2 αυτών δομών και τα σημεία επικάλυψής τους. Άρθρο 4§5. Πρέπει να είναι υποχρεωτική η συμμετοχή εκπαιδευτικού ΕΑΕ στα ΙΠΔ, όπου εκτός της συμβολής του στη διαγνωστική διαδικασία, θα είναι ο συνδετικός κρίκος του ΙΠΔ με το αντίστοιχο ΚΕΔΔΥ, αφού τόσο η κατάταξη σε σχολική δομή όσο και ο σχεδιασμός πρότασης παρέμβασης είναι αρμοδιότητα του ΚΕΔΔΥ. Θα ήταν πολύ σημαντικό: Α) να υπάρχει άμεση σχέση και συνεχής συνεργασία (σε τακτά χρονικά διαστήματα) μεταξύ της διεπιστημονικής ομάδας που αξιολογεί τον μαθητή ή τον επαναξιολογεί και της οικογένειάς του όπως και του σχολείου στο οποίο φοιτά. Η συνεργασία αυτή είναι κρίσιμης σημασίας τόσο κατά την αρχική αξιολόγηση/διάγνωση, όσο και στην πορεία παρακολούθησης του μαθητή, (π.χ. επαναξιολόγηση, παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, εκτίμηση και επανεκτίμηση της προόδου του μαθητή με βάση το ΕΕΠ, καθορισμός ή επανακαθορισμός της παρεχόμενης υποστήριξης στον μαθητή), και Β) όλοι οι φορείς, υπηρεσίες, τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην αξιολόγηση, στην υποστήριξη και στην παρακολούθηση της προόδου και της πορείας γενικότερα ενός μαθητή θα πρέπει να συνεργάζονται, να ανταλλάσσουν πληροφορίες, να έχουν σαφώς προσδιορισμένες αρμοδιότητες και ρόλο, να λειτουργούν ως δίκτυο κι όχι αποσπασματικά καθώς το τελευταίο δεν θα ήταν προς όφελος του μαθητή.