• Σχόλιο του χρήστη 'Χαράλαμπος' | 22 Ιουνίου 2015, 11:55

    Απαγορεύεται η λειτουργία των εσωτερικών φροντιστηρίων και των κέντρων ξένων γλωσσών στα ιδιωτικά σχολεία, με το σκεπτικό ότι το υπουργείο επιθυμεί την ελάφρυνση των μαθητών και των οικογενειών τους από επί πλέον φροντιστηριακά μαθήματα. Στην πράξη όμως, για να υπάρξει ελάφρυνση θα πρέπει να αναμορφωθεί το εκπαιδευτικό και εξεταστικό σύστημα που δημιουργεί την ανάγκη για επιπλέον φροντιστηριακές ώρες. Όσο η ανάγκη υπάρχει δεν μπορεί να απαγορευτεί. Οι γονείς θα φροντίσουν για την ικανοποίησή της και αν απαγορεύεται να την ικανοποιήσουν στα σχολεία των παιδιών τους, θα στραφούν στα, κατά κανόνα, αδήλωτα ιδιαίτερα μαθήματα ή στα παράνομα «γκρουπάδικα», δηλαδή στην παραοικονομία. Αν εφαρμοστεί η απαγόρευση αυτή, τα ιδιωτικά σχολεία θα αναγκαστούν να απολύσουν και τους εκπαιδευτικούς που εργάζονταν για την παροχή αυτών των υπηρεσιών αλλά και πολλούς άλλους εργαζομένους που παρείχαν υποστηρικτικές υπηρεσίες για την παροχή των προγραμμάτων αυτών, όπως γραμματείς, οδηγούς, συνοδούς, καθαρίστριες κλπ. Συνεπώς η απαγόρευση θα ζημιώσει όχι μόνο τους γονείς και μαθητές αλλά και τους εργαζόμενους. Η ανατροπή που επιχειρείται στις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με τα ιδιωτικά σχολεία, επαναφέρει ρήτρες μονιμότητας για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, οι οποίες είχαν καταργηθεί με τοN. 3848/2010, το Ν. 4040/2012, καθώς και το Ν. 4254/2014. Να σημειωθεί πως το ΣτΕ έχει ήδη κρίνει ότι οι ρυθμίσεις των νόμων αυτών είναι συνταγματικές και πως συμπεριλαμβάνουν και τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς. Ο τρόπος που ρυθμίζει το άρθρο τις εργασιακές σχέσεις, όχι μόνο εισάγει ρήτρες μονιμότητας για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, αλλά παράλληλα επιβάλλει και άκαμπτες συμβάσεις εργασίας. Να σημειωθεί ότι για να απολυθεί ή να αντικατασταθεί πλέον ένας ιδ. Εκπαιδευτικός με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από την διοίκηση ιδιωτικού σχολείου, πρέπει πρώτα να δημιουργήσει κλίμα διαταραχής στο σχολείο, το οποίο στη συνέχεια πρέπει να πιστοποιηθεί από μια τριμελή επιτροπή, στην οποία οι συνδικαλιστές έχουν πρακτικά δικαίωμα βέτο. Έχουν βέτο διότι οι τριμελείς επιτροπές για να έχουν απαρτία πρέπει να είναι παρόντα και τα τρία μέλη, οπότε και στο παρελθόν, όποτε ήθελαν οι συνδικαλιστές να εμποδίσουν μια απόφαση υπέρ της απόλυσης, την μπλόκαραν αποχωρώντας. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά καταργείται το Διευθυντικό Δικαίωμα των Διοικήσεων των Ιδ. Σχολείων και παράλληλα κάμπτονται οι επιλογές όχι μόνο των διοικήσεων των σχολείων αλλά και των γονιών και μαθητών τους, παραβιάζοντας έτσι και πάλι τόσο το άρθρο 17 όσο και το άρθρο14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των Πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ανειλημμένες υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι της ΕΕ. Οι ρυθμίσεις που εισάγονται δεν είναι καινούργιες, αλλά επαναφορά παλαιότερης νομοθεσίας που έχει δείξει στην πράξη τα πολύ αρνητικά της αποτελέσματα. Ενώ υποτίθεται ότι έρχεται να προστατεύσει εκπαιδευτικούς, τελικά απαγορεύοντας την αντικατάσταση των εκπαιδευτικών που είναι σε σύμβαση αορίστου χρόνου χωρίς την έγκριση των συνδικαλιστών, αναγκάζει τα σχολεία να κρίνουν πολύ αυστηρότερα τους νεοπροσλαμβανόμενους εκπαιδευτικούς, στην πρώτη τους διετία. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι στα δύο χρόνια που είχαν αρθεί οι ρήτρες μονιμότητας, αντικαταστάθηκαν μόλις 30 εκπαιδευτικοί τον χρόνο, ενώ με το καθεστώς που επαναφέρουν, απολύονταν 200 εκπαιδευτικοί τον χρόνο, στην συντριπτική τους πλειοψηφία στην πρώτη τους διετία. Μάλιστα το νομικό πλαίσιο που επαναφέρουν, πρακτικά στερεί από τους απολυμένους αυτούς εκπαιδευτικούς μια δεύτερη ευκαιρία, μέσω πρόσληψης σε άλλο ιδ. σχολείο, αφού ο νόμος προβλέπει ότι η σύμβασή τους στο επόμενο ιδ. Σχολείο θα είναι υποχρεωτικά εξαετής, χωρίς κανένα δικαίωμα καταγγελίας, ούτε καν με καταβολή του συνόλου των αποδοχών που υπολείπονται μέχρι την συμπλήρωση της εξαετίας. Υπό αυτούς τους όρους είναι προφανές ότι κανένα ιδ. Σχολείο δεν θα αναλάβει το ρίσκο να τους προσλάβει. Τέλος με το ίδιο άρθρο επιτρέπεται στους ιδ. Εκπαιδευτικούς να συνάπτουν ΣΣΕ με τα ιδιωτικά σχολεία για βελτίωση των αμοιβών τους καθώς και των όρων εργασίας τους, επιπλέον της μισθολογικής και βαθμολογικής εξίσωσης, αλλά και γενικότερα των όρων εργασίας, με τους εκπαιδευτικούς του δημοσίου που τους εγγυάται ο Ν.682/1977. Να σημειωθεί ότι και στο παρελθόν οι ιδ. Εκπαιδευτικοί είχαν αποπειραθεί να επιτύχουν αντίστοιχη αλλαγή. Ο Άρειος Πάγος όμως έκρινε ότι μια τέτοια ρύθμιση θα ήταν αντισυνταγματική. Η νέα ρύθμιση δημιουργεί, ένα μοναδικά προνομιούχο κλάδο εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος και ρήτρες μονιμότητας θα απολαμβάνει και μισθοδοτικά θα επιλέγει κατά βούληση το καθεστώς του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα.