• Σχόλιο του χρήστη 'Ν. Κατσαρός, Προϊστάμενος Ερευνητικού Αντιδραστήρα, ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και Γ. Παντελιάς, Υπεύθυνος Ακτινοπροστασίας ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος»' | 5 Αυγούστου 2015, 09:23

    Άρθρο 1, §1 Ο όρος απόβλητα κρίνεται αδόκιμος διότι προκαλεί ανησυχία στο κοινό όπως φαίνεται και από τα σχόλια που αναρτήθηκαν για το ΠΔ. Θα πρέπει να εξεταστεί αν μπορεί να επανέλθει ο όρος κατάλοιπα που αναφέρεται στον Κανονισμό Ακτινοπροστασίας. Η διαχείριση των ραδιενεργών υλικών για τα οποία δεν προβλέπεται περαιτέρω χρήση, σε καμία περίπτωση δεν αφορά αποβολή στο περιβάλλον (απόβλητα). Η διαχείριση των μη χρησίμων ραδιενεργών υλικών αφορά: 1) επαναχρησιμοποίηση σε άλλη δραστηριότητα, 2) ανακύκλωση για κατασκευή νέων πηγών/ συσκευών σε ειδικές εγκαταστάσεις του εξωτερικού , 3) ασφαλή φύλαξη για μείωση της ενεργότητάς τους κάτω από τα επιτρεπτά όρια (η φύλαξη δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 100 χρόνια) και έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρξει διαφυγή προς το περιβάλλον πριν διασπαστούν κάτω από τα επιτρεπτά όρια, 4) επεξεργασία και προετοιμασία για ταφή με μεθόδους υψηλής τεχνολογίας και χρήση φραγμάτων διαφυγής έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρξει διαφυγή προς το περιβάλλον πριν διασπαστούν κάτω από τα επιτρεπτά όρια. Παραθέτουμε τα παρακάτω στοιχεία για τους όρους Κατάλοιπο και Απόβλητο: 1) Στο ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2008 κατάλοιπο το [katálipo] Ο42 : 1. ό,τι απομένει από ένα μείγμα υλικών, ύστερα από μια φυσική ή χημική διεργασία: Tα κατάλοιπα της καύσης. Ραδιενεργά κατάλοιπα από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες. [λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. κατάλοιπος `που απομένει΄ (1: σημδ. γαλλ. résidu & αγγλ. residue• 2: & σημδ. γαλλ. reliques)] απόβλητα τα [apóvlita] Ο40 : ουσίες που παράγονται κατά τη βιομηχανική επεξεργασία και αποβάλλονται από τις βιομηχανίες ως άχρηστες: Bιομηχανικά ~. Tα βιομηχανικά ~ συντελούν πολύ στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Aποφασίστηκε ο βιολογικός καθαρισμός των αποβλήτων. Στερεά / υγρά ~. [λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. απόβλητος σημδ. γαλλ. déchets] 2) Πάπυρος Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας (αρχαίας-μεσαιωνικής – νέας) 2007 εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος υπό την εποπτεία του καθ. Γλωσσολογίας Γ. Μπαμπινιώτη Κατάλοιπο: 1. Ό,τι απομένει, το υπόλοιπο, 2. Ό,τι παραμένει ύστερα από μία βιομηχανική επεξεργασία ή από μία φυσική. χημική κ.α. μεταβολή. Τα κατάλοιπα των βιομηχανιών, ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης. Απόβλητο: 1. Βιομηχανικά απόβλητα, κάθε στερεή υγρή ή αέρια ουσία ή και η θερμότητα που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική αξία μικρότερη από το κόστος ανάκτησής τους.