• Σχόλιο του χρήστη 'Δαμιανός Χατζηαντωνίου' | 25 Σεπτεμβρίου 2016, 17:46

    Πιστεύω ότι ο συντάκτης του νομοσχεδίου δεν έλαβε υπόψη του τις παραμέτρους λειτουργίας ενός καλού, σύγχρονου μεταπτυχιακού προγράμματος. Ως διευθυντής ενός – σύγχρονου πιστεύω – μεταπτυχιακού, κάνω μία μικρή ανάλυση παρακάτω. Το πρώτο μέρος αναδεικνύει την αδυναμία του σκεπτικού στο θέμα των πόρων των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, ενώ το δεύτερο μέρος συζητάει το θέμα του πλαφόν στις αμοιβές των μελών ΔΕΠ. *** Μέρος Α, Πόροι Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων. Ένα τυπικό μεταπτυχιακό περιλαμβάνει 10-12 μαθήματα. Αν θέλουμε να έχουμε καλούς διδάσκοντες, μέλη ΔΕΠ ή όχι, δεν μπορούν να αμείβονται ρεαλιστικά με λιγότερο από 4.000€ το μάθημα (36 ώρες, ένα εξάμηνο). Σε περιπτώσεις εξειδικευμένων μαθημάτων μπορεί να είναι και 5.000€ ή παραπάνω. Αν θέλουμε να έχουμε και ένα βοηθό ανά μάθημα ώστε να είναι κοντά στους φοιτητές, να λύνει απορίες, να επιβλέπει τις εργασίες τους, να κάνει τις εγκαταστάσεις του software, κ.ο.κ. – o ρόλος του teaching assistant (TA) σε πανεπιστήμια του εξωτερικού – αυτό είναι ένα κόστος της τάξης 600€-900€ ανά μάθημα. Να προσθέσω ότι η παρουσία βοηθού βελτιώνει σημαντικά συνολικά την ποιότητα ενός μαθήματος. Αυτό σημαίνει ένα κόστος 50.000€ με 60.000€ για διδασκαλία. Ένα τυπικό μεταπτυχιακό απαιτεί γραμματειακή υποστήριξη. Ένα τυπικό κόστος είναι 22.000€ με 24.000€ ανά έτος (μαζί με τις κρατήσεις). Ακόμα και αν η γραμματεία διαμοιράζεται σε δύο μεταπτυχιακά (π.χ. μερικής και πλήρους φοίτησης), αυτό το κόστος δεν μπορεί να πέσει κάτω από 12.000€ με 15.000€. Ένα τυπικό μεταπτυχιακό έχει μία επιτροπή που το συντονίζει. Ως διευθυντής μεταπτυχιακού σας διαβεβαιώ ότι πρόκειται για μεγάλο φόρτο εργασίας, καθημερινά. Συγκεκριμένα: διαμόρφωση προγράμματος, εύρεση εταιρειών για πρακτικές (και πρόσληψη) των φοιτητών, οργάνωση της διασύνδεσης του μεταπτυχιακού με την αγορά, διοργάνωση προσκαλεσμένων ομιλιών, συνεχής μελέτη των αξιολογήσεων μαθημάτων και διδασκόντων και λήψη διορθωτικών κινήσεων, επαφές με εταιρίες για χορηγίες και κατανόηση αναγκών της αγοράς, επαφές με ιδρύματα του εξωτερικού για συνέργιες, κ.ο.κ. Σε αυτόν το φόρτο εργασίας αναλογεί ένα κόστος στον προϋπολογισμό, όπως γίνεται για κάθε άλλη δραστηριότητα. Συνήθως αντιστοιχεί σε ένα και μισό με δύο μαθήματα, συνεπώς αντιστοιχεί σε 6.000€ με 7.000€ ανά έτος. Είναι μία θέση ιδιαίτερης ευθύνης, καθώς η διασύνδεση με την αγορά είναι σημαντικότατος παράγοντας επιτυχίας του μεταπτυχιακού. Στο δικό μας μεταπτυχιακό για παράδειγμα, μέχρι στιγμής οι περισσότεροι φοιτητές μας έχουν προσφορά εργασίας πριν αποφοιτήσουν. Ένα τυπικό, καλό μεταπτυχιακό, πρέπει να έχει τουλάχιστον 3 με 4 προσκαλεσμένες ομιλίες ανά έτος, έξοδα δημοσίευσης και προώθησης, έξοδα παραστάσεων (τελετές υποδοχής και αποφοίτησης), αναλώσιμα (χαρτί, μελάνια, φωτοτυπίες, ταχυδρομικά), εξοπλισμό (υπολογιστή, έξτρα προβολικό, εκτυπωτή), άδειες λογισμικού, επισκέψεις σε πανεπιστήμια του εξωτερικού για τη διερεύνηση συνεργασιών - εξωστρέφεια, συζητήσεις για τα προγράμματα ανταλλαγών Erasmus+ κ.ο.κ. Ένα συντηρητικό κόστος όλων των παραπάνω είναι 15.000€ με 20.000€. Τέλος, ένα ποσό πρέπει να προβλεφθεί ως συνεισφορά στο οικείο/α ίδρυμα/τα (το λεγόμενο overhead). Ένα μεταπτυχιακό λειτουργεί υπό την αιγίδα και τη φήμη ενός ιδρύματος, το οποίο προσφέρει τις αίθουσες, το χώρο γραμματείας (γραφείο), υπηρεσίες φύλαξης, καθαρισμού, τηλεφωνικό δίκτυο και internet, κ.ο.κ. Αυτά τα χρήματα είναι πλέον απαραίτητα για την επιβίωση πολλών ιδρυμάτων, τα οποία υποφέρουν ιδιαίτερα από την υποχρηματοδότηση του κράτους τα τελευταία χρόνια. Συνήθως αυτό κυμαίνεται στο 30% του συνολικού προϋπολογισμού. Όπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, ένα καλό μεταπτυχιακό έχει κόστος λειτουργίας τουλάχιστον 120.000€ ετησίως. Ελπίζω ότι υπάρχει συμφωνία σε αυτό το ποσό. Να τονίσω ότι αυτό το ποσό εξαρτάται από τον αριθμό των φοιτητών, από την ύπαρξη κατευθύνσεων, από το αν υπάρχουν μαθήματα επιλογής κ.ο.κ. Μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερο, π.χ. σε προγράμματα ΜΒΑ. Το ερώτημα είναι πως καλύπτεται αυτό το ποσό. Δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας κράτους και ιδρυμάτων και του περιορισμένου ποσού των χορηγιών, η μόνη λύση είναι τα δίδακτρα. Με το προτεινόμενο ποσό των 1.500€, το μεταπτυχιακό θα πρέπει να δεχτεί 80-90 φοιτητές – από 20-25 που δέχεται αυτή τη στιγμή. Η υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης θα είναι τραγική. Όλοι οι υποψήφιοι θα πρέπει να γίνονται δεκτοί. Προσωπικά πιστεύω ότι η λειτουργία ενός τέτοιου υποβαθμισμένου μεταπτυχιακού δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Εναλλακτικά, αν η συμμετοχή παραμείνει στα 20-25 άτομα, οι διδάσκοντες θα πρέπει να αμείβονται με 600€ - 1000€ ανά μάθημα (δηλαδή αμοιβή ιδιαίτερων μαθήματων στη μέση εκπαίδευση), να μην υπάρχουν βοηθοί, προσκαλεσμένες ομιλίες κ.ο.κ. Προφανώς και σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ποιοτική εκπαίδευση και η λειτουργία ενός τέτοιου μεταπτυχιακού δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Φυσικά, η αγωνία του συντάκτη του νομοσχεδίου για πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών σε μεταπτυχιακά προγράμματα είναι εύλογη και είναι και δική μας αγωνία. Για παράδειγμα, στο δικό μας μεταπτυχιακό, ένα 10% των εσόδων (στο πρόγραμμα πλήρους φοίτησης), προβλέπεται για υποτροφίες, που όμως βασίζονται σε επίδοση (merit-based) και όχι σε οικονομικά κριτήρια (need-based). Να αναφέρω ότι το συγκεκριμένο θέμα είναι και ένα από τα μεγάλα ζητήματα που απασχολεί διεθνώς τα πανεπιστήμια. Αλλά η λύση δεν είναι μία ισοπεδωτική προσέγγιση. Εάν εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα στο νομοσχέδιο, τα καλά μεταπτυχιακά θα κλείσουν και δε θα έχει κανένας πρόσβαση σε αυτά. Όσοι έχουν οικονομική άνεση θα φεύγουν εκτός Ελλάδας και η συντριπτική πλειοψηφία απλά… δε θα λαμβάνει μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Λύσεις υπάρχουν: θεσμοθέτηση ποσοστού επί του προϋπολογισμού για υποτροφίες σε οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές; επιδότηση διδάκτρων από το κράτος; υποτροφίες από εταιρείες; υποτροφίες από ιδρύματα; άτοκα δάνεια ορίζοντος δεκαετίας; φορολογικές απαλλαγές. Η διεθνής εμπειρία προσφέρει λύσεις. *** Μέρος Β – Πλαφόν Καθηγητών Σχετικά με το πλαφόν στις αμοιβές των καθηγητών, προσωπικά έχω δύο ενστάσεις, μία θεωρητικού περιεχομένου και μία πρακτική. Ξεκινώ με την ένσταση πρακτικής φύσεως. Τα μεταπτυχιακά μαθήματα απαιτούν τις περισσότερες φορές εμπειρία και εξειδίκευση κ πρέπει να διδάσκονται από καθηγητές. Αρκετοί καθηγητές λόγω αντικειμένου διδάσκουν σε περισσότερα του ενός μεταπτυχιακά. Φυσικά υπάρχουν ερωτήματα πως μπορεί ένας καθηγητής να διδάσκει έξι ή επτά πλήρη μαθήματα το έτος και κατανοώ το σκεπτικό του συντάκτη του νομοσχεδίου. Πιστεύω όμως ότι ένας αριθμός τριών ή τεσσάρων μαθημάτων ανά έτος είναι εφικτός και εξυπηρετεί και τη διδασκαλία στα μεταπτυχιακά. Συνεπώς, ένα πλαφόν στο 50% ή 60% των ακαθάριστων αποδοχών για διδασκαλία είναι λογικό. Τονίζω το διδασκαλία, καθώς η πρόβλεψη της αμοιβής για το διοικητικό έργο της επιτροπής πρέπει να είναι σε άλλον κωδικό, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Άλλωστε έτσι διαχωρίζονται και τα καθήκοντα των μελών ΔΕΠ: διδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό έργο. Και αυτό οδηγεί στη θεωρητικής μορφής ένσταση. Το συνολικό πλαφόν που έχει ένα μέλος ΔΕΠ είναι το ύψος των ακαθάριστων αποδοχών του και περιλαμβάνει τις παραπάνω δραστηριότητες. Με ποιον αλγόριθμο καθορίζεται το πλαφόν ανά δραστηριότητα; Πως προέκυψε το 20%; Και αν υπάρχει πλαφόν στην επιπλέον διδασκαλία, γιατί δεν τίθεται και στις ερευνητικές δραστηριότητες; Σε άλλες χώρες (π.χ. ΗΠΑ) η διδασκαλία σε μεταπτυχιακά και η προσέλκυση ερευνητικών προγραμμάτων πράγματι περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις ενός μέλους ΔΕΠ και αποτελούν παράγοντες κρίσης κατά την εξέλιξή του, αλλά ταυτόχρονα ο μισθός του είναι πολύ μεγαλύτερος, σχεδόν διπλάσιος (αναλογικά, όχι απόλυτα, λαμβάνοντας υπόψη το ΑΕΠ των δύο χωρών). Ας εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα, διπλασιάζοντας τις αποδοχές των μελών ΔΕΠ (αυτό το ρόλο παίζει ουσιαστικά εμμέσως το πλαφόν) και ας απαιτηθεί η διδασκαλία σε μεταπτυχιακά και η συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα. *** Συμπεράσματα Καταλήγοντας, πιστεύω ότι ο συντάκτης του νομοσχεδίου δεν έλαβε υπόψη του τις παραμέτρους λειτουργίας ενός καλού, σύγχρονου μεταπτυχιακού προγράμματος ή δε συζήτησε με τους υπεύθυνους για τον προϋπολογισμό ενός τέτοιου προγράμματος. Επιπλέον, δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις στο χώρο της μεταπτυχιακής παιδείας. Πιθανώς έχει λάβει σαν οδηγό ορισμένα ελληνικά μεταπτυχιακά προγράμματα που δεν έχουν ή έχουν πολύ μικρά δίδακτρα – τα οποία όμως θεωρούνται πλέον ξεπερασμένα και χωρίς αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας. Πιστεύω ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο δε θα κάνει οικονομικότερα τα υφιστάμενα καλά μεταπτυχιακά, απλά θα τα κλείσει, με ό,τι σημαίνει για τους υποψήφιους φοιτητές και την ελληνική οικονομία μεσο-μακροπρόθεσμα. Θα κλείσουν για λόγους οικονομικούς, δεν έχει να κάνει τίποτα με την πολιτική. Να αναφέρω ότι ένα αντίστοιχο μεταπτυχιακό εκτός Ελλάδας έχει δίδακτρα που κυμαίνονται από 25.000 λίρες (Μεγάλη Βρετανία) εώς 80.000 δολλάρια (ΗΠΑ).