• Σχόλιο του χρήστη 'Γιάννης Σαριδάκης' | 8 Οκτωβρίου 2016, 11:22

    Τόσο το προοίμιο του ν/σ, όσο και το κείμενο των επί μέρους διατάξεών του, αντικατοπτρίζουν μια πάρα πολύ στενή θεώρηση των σπουδών β και γ κύκλου στα δημόσια ΑΕΙ. Η διαπίστωση της Αναπληρώτριας υπουργού ότι στις μεταπτυχιακές σπουδές υφίστανται πλέον «συνθήκες εμπορευματοποίησης» μπορεί, πιθανόν, να έχει απήχηση σε κάποιο πολιτικό ακροατήριο ή ακόμη και να αφορά σε κάποια συγκεκριμένα ΠΜΣ, δεν αποτελεί όμως εδραίο πόρισμα κάποιας μελέτης ή έρευνας γενόμενης με επιστημονικά κριτήρια. Οπωσδήποτε, η στατιστική καταγραφή ορισμένων στοιχείων (κυρίως οικονομικών) των υφισταμένων ΠΜΣ την οποία έκανε το Υπουργείο δεν αποτελεί εμπεριστατωμένη μελέτη του χάρτη των μεταπτυχιακών σπουδών στην χώρα. Τούτο, γιατί η καταγραφή αυτή δεν συμπεριλαμβάνει ουσιώδη δεδομένα αναφορικά με το πλήθος των παραμέτρων ίδρυσης και λειτουργίας των ΠΜΣ. Τέτοια είναι, π.χ., το πραγματικό κόστος ανάπτυξης των βασικών υποδομών και της λειτουργίας των ΠΜΣ ανά επιστημονικό πεδίο, και δη με σύγκριση με διεθνείς σταθμοδείκτες (benchmarks), το ύψος της δημόσιας χρηματοδότησης, η ποιότητα των σπουδών και του διδακτικού προσωπικού όπως αυτή μπορεί να προκύψει μόνο με διαδικασίες διεθνούς αξιολόγησης, η ανταγωνιστικότητα των ΠΜΣ ανά επιστημονικό πεδίο επί τη βάσει δεικτών απασχολησιμότητας και ένταξης των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας, κ.ο.κ. Περαιτέρω και κατά συνέπεια, παρουσιάζεται στρεβλώς το περιεχόμενο της λέξης «δωρεάν» (άλλο πράγμα το δωρεάν για τους φοιτητές, και άλλο, το «χωρίς δαπάνη και κόστος» γενικώς). Η όλη προσέγγιση του ν/σ είναι κατά συνέπεια οριζόντια, ρηχή και αφορά μόνον σε μία πτυχή της λειτουργίας των ΠΜΣ, αφήνοντας εκτός τα περισσότερα από τα κρίσιμα θέματα που αφορούν στην οργάνωση των μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών στα ΑΕΙ. Όταν απουσιάζουν η αξιολόγηση, η σύνδεση των μεταπτυχιακών σπουδών με την έρευνα, όταν η εποπτεία διδακτορικών σπουδών συνδέεται μόνον με την βαθμίδα του κυρίου επόπτη καθηγητή (πραγματικά αυτό δεν πρέπει να έχει παγκοσμίως προηγούμενο!), και κυρίως όταν δεν θεσπίζεται καμία δέσμευση από πλευράς Πολιτείας αλλά και καμία υποχρέωση των ΑΕΙ για την εξασφάλιση των (σταθμισμένων και επί τη βάσει κοινών κριτηρίων υπολογιζόμενων) αναγκαίων πόρων των ΠΜΣ (σε β και γ κύκλο), δεν μπορούμε να μιλάμε για βελτίωση του επιπέδου των σπουδών, αλλά για εξισωτισμό. Με όλα αυτά όμως, το ελληνικό πανεπιστήμιο οδηγείται με μαθηματική βεβαιότητα σε πλήρη απαξία. Τα σοβαρά ΠΜΣ θα διακόψουν τη λειτουργία τους, ενώ όσα παραμείνουν σε λειτουργία και όσα ιδρυθούν στο εξής δεν θα μπορούν να υπηρετήσουν ουσιωδώς τον στόχο της ποιότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Με την προσέγγιση αυτή, εν τέλει, «ωφέλεια» θα προκύψει μόνον για τα μη δημόσια ΑΕΙ που προσφέρουν μεταπτυχιακές σπουδές σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια, διότι αυτά θα προσελκύσουν όσους φοιτητές δεν θα ανέχονται τις υποβαθμισμένες μεταπτυχιακές σπουδές στα δημόσια ΑΕΙ και δεν θα μπορούν να καλύψουν το κόστος σπουδών στο εξωτερικό. Πεποίθησή μου είναι ότι το κείμενο της ανακοίνωσης που εξέδωσε η σύνοδος των Πρυτάνεων θίγει με σαφήνεια όλα τα παραπάνω ζητήματα και σαφέστατα προτρέπει σε κατεύθυνση τελείως διαφορετική από αυτήν του Υπουργείου. Κατά συνέπεια, η μόνη λογική και παραγωγική προσέγγιση είναι ο διάλογος απ' ευθείας με τα πανεπιστήμια και η βελτίωση και επικαιροποίηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για την ίδρυση και λειτουργία ΠΜΣ και για τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές εν γένει.