• Σχόλιο του χρήστη 'ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΚΑΔΕΛΛΗΣ, ΑΙΜΙΛΙΑ Μ. ΚΟΝΔΥΛΗ' | 10 Οκτωβρίου 2016, 11:13

    ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΑΕΙ Αναφορικά με την Πρόταση Νόμου που τέθηκε προς διαβούλευση με τίτλο: ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ Προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών και διδακτορικές σπουδές Παρατίθενται τα παρακάτω σχόλια ταξινομημένα ως Γενικά και Ειδικά Σχόλια αφενός για Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών αφετέρου για Διδακτορικές Σπουδές. ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ-ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ A. Τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) αποτελούν προγράμματα εξειδίκευσης και δεν παρέχουν Διπλώματα ή Πτυχία βασικών σπουδών. Συνεπώς, να τονισθεί ότι τα ΠΜΣ ΔΕΝ αποτελούν συνέχεια και κάλυψη κενών των προπτυχιακών σπουδών, όπως είναι το πνεύμα του προτεινόμενου νομοσχεδίου! Αντιθέτως, οι συμμετέχοντες σε αυτά προσδοκούν και επιδιώκουν είτε ακαδημαϊκή αναβάθμιση των προσόντων τους είτε (το συνηθέστερο) βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους στο επαγγελματικό πεδίο. Ως εκ τούτου, με τη συγκεκριμένη πρόταση νόμου απαξιώνονται περαιτέρω τα πτυχία/διπλώματα των ΑΕΙ της χώρας μας καθώς η συμμετοχή των πτυχιούχων μας στα ΠΜΣ καθίσταται πρακτικά υποχρεωτική. B. Με την πρακτική κατάργηση οποιασδήποτε οικονομικής υποστήριξης των ΠΜΣ (π.χ. μηδενική κρατική χρηματοδότηση, απουσία διδάκτρων κ.λπ.) καταπατούνται τα εργασιακά δικαιώματα των μελών ΔΕΠ/ΕΠ των ΑΕΙ, τα οποία παρέχουν υψηλής εξειδίκευσης γνώσεις εκτός ωραρίου τους (η εντός τυπικού ωραρίου απασχόληση προφανώς και δεν δικαιούται οικονομικής αποζημίωσης) και μάλιστα συχνά κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, όπου ο κάθε εργαζόμενος εφόσον εργάζεται αμείβεται με αυξημένη αποζημίωση. Το πρόβλημα αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο σε ολιγομελή Τμήματα (π.χ. Τμήματα ΤΕΙ ή Περιφερειακών Πανεπιστημίων), όπου οι διδάσκοντες εξαντλούν το ωράριο τους και συχνά το υπερβαίνουν για την υποστήριξη των προπτυχιακών σπουδών. Πιθανόν η Πολιτεία να αντλεί την εμπειρία της από πολυμελή Πανεπιστημιακά Τμήματα των μεγάλων αστικών κέντρων στα οποία τα μέλη ΔΕΠ δεν μπορούν να καλύψουν το ωράριο τους σε προπτυχιακή διδασκαλία και ως εκ τούτου συμπληρώνουν το ωράριο τους σε ΠΜΣ. Γ. Ειδικά για ΠΜΣ που είναι σχεδιασμένα για εργαζόμενους και λειτουργούν σε καθεστώς μερικής φοίτησης «part-time», δηλαδή βράδυ Παρασκευής (μετά το ωράριο εργασίας) και Σάββατο ή και Κυριακή είναι προφανές ότι οι συμμετέχοντες διαθέτουν ένα ικανό εισόδημα από την εργασία τους, ενώ και οι διδάσκοντες απασχολούνται υπερωριακά σε ημέρες και ώρες «αργίας», και συνεπώς διατηρούν τα δικαιώματα που έχει ο κάθε εργαζόμενος! Δ. Σήμερα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου υλοποιούνται στη χώρα μας περί τα 740 ΠΜΣ εκ των οποίων 520 (πάνω από τα 2/3) είναι με δίδακτρα. Στα πλαίσια αυτά, χωρίς μια αξιοπρεπή αμοιβή θα εγκαταλειφθεί η διδασκαλία στα Μεταπτυχιακά από το υψηλής στάθμης ακαδημαϊκό προσωπικό, το οποίο θα αναζητήσει άλλες οικονομικές διεξόδους, με αποτέλεσμα να κλείσουν πετυχημένα και επίκαιρα ΠΜΣ. Παράλληλα, μεγάλο μέρος των διδασκόντων σε επιλεγμένα αντικείμενα προέρχεται από επαγγελματικούς χώρους, εφόσον στόχος των ΠΜΣ είναι ΚΑΙ η ανάπτυξη των επαγγελματικών προσόντων των φοιτητών και η επαφή τους με την πραγματική αγορά εργασίας. Όπως είναι προφανές, υπό τις διαμορφούμενες συνθήκες ουδείς από τα επαγγελματικά στελέχη θα συμμετάσχει ξανά στα ΠΜΣ, εφόσον δεν θα υπάρχει η πρόβλεψη κάποιας αποζημίωσης, στερώντας τη δυνατότητα από τους φοιτητές να επεκτείνουν τις γνώσεις και την εμπειρία τους από τον πραγματικό επαγγελματικό χώρο. Η εξέλιξη αυτή όπως την προτείνει το Νομοσχέδιο προφανώς θα πλήξει ανεπανόρθωτα το επίπεδο και την ανταγωνιστικότητά των ΠΜΣ, εφόσον δεν θα μπορέσουν να προσελκύσουν υψηλού επιπέδου εισηγητές. Άμεσο αποτέλεσμα είτε η εξαγωγή φοιτητών στο εξωτερικό με τα αντίστοιχα (οικονομικά και όχι μόνο) προβλήματα ή η στροφή τους σε ιδιωτικά ή κυπριακά Ιδρύματα. Να τονισθεί δε ότι, όπως και στο εξωτερικό, πολλά από τα ΠΜΣ που λειτουργούν σήμερα στα ΑΕΙ της χώρας παρέχουν εξειδίκευση και επαγγελματικά προσόντα και για το λόγο αυτό είναι ιδιαίτερα επιτυχημένα και με μεγάλη ζήτηση. Κανείς άλλωστε δεν καταβάλει οικονομικό αντίτιμο εάν δεν προσδοκά και τελικά αν δεν αποκτά οικονομικό όφελος! Ε. Επιπλέον, η καταβολή λογικών διδάκτρων απαλλάσσει φοιτητές και καθηγητές από κάθε άλλου είδους συναλλαγή, απομακρύνοντας ανεπιστρεπτί τον κίνδυνο επαναφοράς συνθηκών «καθηγητικής έδρας» και «βοηθών». Αντιθέτως, η οικονομική βιωσιμότητα των ΠΜΣ επιτρέπει τη διεξαγωγή υψηλής στάθμης προγράμματα, με εργαστηριακό και λοιπό εξοπλισμό και με δυνατότητες συμμετοχής στα ακαδημαϊκά δρώμενα (συνέδρια, δημοσιεύσεις, ενημερωτικές εκδρομές κ.α.) της διεθνούς κοινότητας. Ευχής έργο θα ήταν η αξιοπρεπής χρηματοδότηση των ΠΜΣ από την Πολιτεία. Δεδομένης όμως της οικονομικής στενότητας και της αδυναμίας της Πολιτείας να υποστηρίξει στοιχειωδώς ακόμα και τις Προπτυχιακές Σπουδές, δεν υφίσταται προς το παρόν άλλη λύση για το οικονομικό αδιέξοδο. ΣΤ. Στα πλαίσια αυτά, λογικού ύψους δίδακτρα (π.χ. 3-4 χιλιάδες ετησίως ή 250-300 ευρώ μηνιαίως) δίνουν ευκαιρία σε πολλούς νέους να παρακολουθήσουν ΠΜΣ και να αναβαθμίσουν τις γνώσεις τους και την ανταγωνιστικότητά τους στην αγορά εργασίας. Από την πλευρά της η Πολιτεία θα πρέπει να μεριμνήσει (όπως γίνεται και στο σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών) μέσω άτοκων μακροπρόθεσμων φοιτητικών δανείων να στηρίξει τους εν λόγω φοιτητές. Άλλωστε η παρακολούθηση ενός αξιόλογου ΠΜΣ αποτελεί επένδυση υψηλής απόδοσης και όχι υποχρέωση. Ζ. Τέλος σε μια περίοδο οικονομικής στενότητας της Πολιτείας (την τελευταία πενταετία μειώθηκε η δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ στο ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ του ήδη πενιχρού επιπέδου του 2010!!! ), οι κρατήσεις 25% υπέρ του Ιδρύματος και 10+10% υπέρ του ΕΛΚΕ των ΑΕΙ είναι η βασικότερη πηγή χρηματοδότησης αρκετών ΑΕΙ της χώρας μας. Δηλαδή το 45% των καταβαλλόμενων διδάκτρων αντικαθιστά την έλλειψη χρηματοδότησης των ΑΕΙ από την Πολιτεία! Η. Συνεπώς, η πρόταση για δήθεν δωρεάν παροχή μεταπτυχιακών σπουδών είναι εντελώς λανθασμένη και κινείται σε μια ανερμάτιστη στρατηγική πολιτικού εντυπωσιασμού για δήθεν φιλολαϊκά μέτρα. Στην πραγματικότητα με την πρόταση του νομοσχεδίου τα υψηλού επιπέδου μεταπτυχιακά θα πάψουν να υλοποιούνται, εφόσον χωρίς μια αξιοπρεπή αμοιβή θα εγκαταλειφθεί η διδασκαλία σε αυτά από το υψηλής στάθμης ακαδημαϊκό ή/και επαγγελματικό προσωπικό. Άμεσο αποτέλεσμα να κλείσουν πετυχημένα ΠΜΣ με σκόπιμη(;) απόφαση της πολιτικής ηγεσίας. Τελικό αποτέλεσμα είτε η εξαγωγή φοιτητών στο εξωτερικό με τα αντίστοιχα προβλήματα ή η στροφή τους σε ιδιωτικά ή κυπριακά Ιδρύματα. Αντιθέτως, εφόσον η Πολιτεία επιθυμεί να στηρίξει τα ΠΜΣ και για τους χαμηλού εισοδήματος πολίτες της χώρας μας τα βήματα είναι απλά και συγκεκριμένα: Η1: Να απαλλαγούν τα ΠΜΣ από τις εκ προοιμίου κρατήσεις ύψους 35% υπέρ ΑΕΙ και ΕΛΚΕ. Αμέσως το κόστος των διδάκτρων μπορεί να μειωθεί στα 2/3! Η2. Να θεωρηθούν οι αμοιβές των διδασκόντων στα ΠΜΣ ως ερευνητικό έργο (ανάλογο του επιδόματος βιβλιοθήκης των ΔΕΠ/ΕΠ) και συνεπώς να είναι αφορολόγητο! Αμέσως το κόστος των διδάκτρων μπορεί να μειωθεί στο 30%! Η3: Να δοθεί από την Πολιτεία (και να καταβληθεί για χρηματοδότηση των ΠΜΣ) ένας ικανός αριθμός υποτροφιών (χωρίς αποκλεισμούς ΑΕΙ και υποκειμενική πριμοδότηση ειδικοτήτων) για τους οικονομικά ασθενέστερους και άριστους υποψήφιους μεταπτυχιακούς φοιτητές, ενώ για τους υπόλοιπους να θεσμοθετήσει τη χορήγηση άτοκων φοιτητικών δανείων πενταετούς ή δεκαετούς διάρκειας με έναρξη εξόφλησης μετά την ολοκλήρωση του ΠΜΣ. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμη μια σύντομη οικονομική ανάλυση αναφορικά με την τελική διάθεση των καταβαλλομένων διδάκτρων. Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι καταβάλλονται από έναν φοιτητή 1000 ευρώ. Αμέσως τα 350 ευρώ καταλήγουν στον προϋπολογισμό του ΑΕΙ (διαχειρίζονται από τον Πρύτανη/Πρόεδρο και από τον Πρόεδρο του ΕΛΚΕ!!!). Για λόγους απλότητας ας υποθέσουμε ότι τα υπόλοιπα 650 ευρώ διατίθενται ως αμοιβές των διδασκόντων μελών ΔΕΠ/ΕΠ. Επί των 650 ευρώ υπάρχουν ΝΕΕΣ κρατήσεις περίπου 10% υπέρ του ΕΛΚΕ των ΑΕΙ! Συνεπώς στους διδάσκοντες διατίθενται (ονομαστικά καθώς σε κάθε αμοιβή γίνεται παρακράτηση 20% για την εφορία) περίπου 600 ευρώ. Τα χρήματα αυτά φορολογούνται επί του παρόντος με ποσοστό 32-42% και μετά από πρόσθεση της εισφοράς αλληλεγγύης το συνολικό ποσοστό που καταλήγει στα ταμεία του κράτους κυμαίνεται από 35% έως 50%! Ανακεφαλαιώνοντας, τα απλά μαθηματικά μας λένε ότι: από τα 1000 ευρώ που καταβάλει ο κάθε φοιτητής τα 400 ευρώ χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων (απουσία κρατικής χρηματοδότησης) τα περίπου 300 ευρώ καταλήγουν στο κράτος μέσω της εφορίας και μόνο τα 300 ευρώ για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων εκπαίδευσης των ΠΜΣ!!! Εφόσον πράγματι η Πολιτεία επιθυμεί τη διευκόλυνση των πολιτών στην πρόσβαση των ΠΜΣ, μπορεί όντως να μειώσει τα όποια τέλη εγγραφής στο επίπεδο του 30% των σημερινών αρκεί να μηδενίσει τις επιμέρους κρατήσεις υπέρ των ΑΕΙ-ΕΛΚΕ (φυσικά θα πρέπει να καταβάλει χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό για την ισοδύναμη κάλυψη των χρηματικών αναγκών των Ιδρυμάτων) αφετέρου να αποποιηθεί η ίδια των σχετικών φορολογικών εσόδων, χαρακτηρίζοντας νομοθετικά τις αμοιβές των διδασκόντων ως αφορολόγητες! Βάσει των παραπάνω, είναι προφανές ότι η πρόταση Νόμου: 1) Οδηγεί σε απαξίωση το μεγαλύτερο αριθμό των υφιστάμενων υψηλού επιπέδου ανταγωνιστικών Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών, που έχουν διαμορφωθεί μετά από επί σειρά ετών προσπάθεια και συσσωρευμένη εμπειρία και στερεί από τους έλληνες φοιτητές τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν στη χώρα τους εξειδικευμένα και υψηλού επιπέδου μεταπτυχιακά. 2) Οδηγεί στο εξωτερικό και εκτός δημόσιων ελληνικών ΑΕΙ μεγάλο αριθμό φοιτητών θέτοντας τελικά σε αμφισβήτηση τις προθέσεις της κυβέρνησης για τη δωρεάν παρακολούθηση μεταπτυχιακών σπουδών. 3) Στερεί σημαντικού ύψους χρηματοδότηση των ΑΕΙ της χώρας. 4) Στερεί φορολογικά έσοδα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, όπως και στα Ειδικά Σχόλια επί της πρότασης νόμου που ακολουθούν (με ξεχωριστό κείμενο) αποδεικνύεται, είναι προφανές, και από την ιδιαίτερα πολύπλοκη γραφειοκρατική διαδικασία που προτείνεται για τη λήψη λειτουργικών αποφάσεων, ότι επιχειρείται η θεσμοθέτηση σειράς ανυπέρβλητων εμποδίων για την επιβίωσή των ΠΜΣ, καθώς για παράδειγμα απαιτείται η πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των μελών των εμπλεκόμενων συλλογικών οργάνων για λήψη αποφάσεων, τη στιγμή που η εκλογή των Πρυτανικών αρχών απαιτεί απλή πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην εκλογική διαδικασία!!! Με κάθε ειλικρίνεια Δρ Ι.Κ. Καλδέλλης Καθηγητής ΑΕΙ Πειραιά ΤΤ Αιμιλία Μ. Κονδύλη Καθηγήτρια ΑΕΙ Πειραιά ΤΤ