• Αθήνα, 29 Ιουνίου 2010 ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ Στο πλαίσιο της Δημόσιας Διαβούλευσης για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών παραθέτει τις απόψεις του, που έχουν ως ακολούθως: Αναμφισβήτητα, η συγκρότηση ενός Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, που θα βρίσκεται μάλιστα σε αντιστοίχιση με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων, συνιστά μία καθόλα θετική κίνηση αφού μπορεί να συμβάλλει: • Στη δημιουργία ενιαίου πλαισίου αναφοράς, σ’ ένα χώρο καίριας σημασίας τόσο για τις ελληνικές επιχειρήσεις όσο και γενικότερα για την εθνική μας οικονομία, γεγονός που διευκολύνει την επίλυση προβλημάτων συγκρισιμότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ουσιαστικής αποτίμησης των σχετικών προγραμμάτων, κ.ά. • Στην ταχεία στελέχωση των επιχειρήσεων με τα κατάλληλα για τις απαιτήσεις κάθε εργασιακής θέσης άτομα, με στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας, μέσω μιας πιο αποτελεσματικής σύνδεσης του ¨θρανίου¨ με τους χώρους εργασίας. • Στην εκλογίκευση των αμοιβών των εργαζομένων (τάση εξομοίωσης των αμοιβών των εργαζομένων με τα ίδια επαγγελματικά προσόντα, στα πλαίσια μιας επιχείρησης, ενός κλάδου και στο σύνολο της οικονομίας). • Στην ενθάρρυνση της κινητικότητας των εργαζομένων στον κοινοτικό χώρο και την ενίσχυση της ενδοκοινοτικής επιχειρηματικής συνεργασίας. • Στην αντικειμενικοποίηση των διαδικασιών εξέλιξης των εργαζομένων. • Στον ορθολογικότερο επαγγελματικό προσανατολισμό και τον καλύτερο προγραμματισμό, των επιθυμητών, από κάθε νέο, σχεδίων μάθησης και κατάρτισης. • Στην συνειδητοποίηση της σημασίας και της προώθησης του θεσμού ¨της διά βίου μάθησης¨και • Στην εναρμόνιση του θεσμικού πλαισίου της χώρας μας με τα αντίστοιχα των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε., στον τομέα αυτό. Ο φορέας που θα επιφορτισθεί με την υλοποίηση του Ελληνικού Εθνικού Πλαισίου Προσόντων θα πρέπει: • Να στελεχωθεί κατάλληλα ώστε να είναι αποτελεσματικός και να λειτουργεί αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των οποιονδήποτε συντεχνιακών συμφερόντων ή ομάδων. • Να ενημερώνεται διαρκώς για τις εξελίξεις στο χώρο και να διαθέτει πλήρη και αναλυτική γνώση: - Των πραγματικών προσόντων που παρέχει η εκάστοτε τυπική η μή τυπική ως και η άτυπη μάθηση. - Των επιμέρους αναγκών των επιχειρήσεων σε έμψυχο υλικό και των αναγκαίων προσόντων για την αποτελεσματική κάλυψή τους. - Των διεθνών τάσεων στους τομείς αυτούς, λαμβανομένων υπόψη και των σχετικών διεθνών εξελίξεων. Για τους λόγους αυτούς, στη σύνθεση του ανωτέρω φορέα επιβάλλεται να υπάρχουν και άτομα που γνωρίζουν καλά τη λειτουργία των επιχειρήσεων, τις επιμέρους ανάγκες τους και τα προσόντα που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών αυτών. Κατά τη γνώμη μας, με δεδομένη την κοινοτική προεργασία στον τομέα αυτό, το μέσον του 2011, θεωρείται, κατ’ αρχήν, ένα λογικό όριο για την κατάρτιση του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων, εφόσον: • Η προεργασία είναι καλά σχεδιασμένη και • Τηρηθεί το αντίστοιχο χρονοδιάγραμμα δράσης. Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα παράτασης του σχετικού χρονικού ορίου. Ειδικότερα, όσον αφορά τους στόχους του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων στην Ελλάδα, επισημαίνουμε τα ακόλουθα: Με το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων επιδιώκεται η απόκτηση ενός, γενικότερα αποδεκτού ¨εθνικού εργαλείου¨, το οποίο θα βρίσκεται σε άμεση αντιστοίχιση με το ανάλογο ευρωπαϊκό, που θα ταξινομεί ορθολογικά και με διαφάνεια, τα διάφορα επαγγελματικά προσόντα που κάθε άτομο αποκτά, στο πλαίσιο της δια βίου μάθησης, από κάθε μαθησιακή οδό, καθιστώντας εύκολη, την αντικειμενική σύγκριση των χαρακτηριστικών, του περιεχομένου και του επιπέδου τους, ιδιαίτερα κατά το στάδιο της ένταξής του στον εργασιακό χώρο. Ασφαλώς, οι στόχοι της διαδικασίας αντιστοίχισης, της διαφάνειας, της διασφάλισης ποιότητας, της διευκόλυνσης πρόσβασης κ.ά., μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους. Είναι, βεβαίως, προφανές ότι τόσο η λειτουργικότητα όσο και η αποτελεσματικότητα του Ε.Π.Π. θα δοκιμαστεί στο στάδιο που θα ακολουθήσει τη δημιουργία του, οπότε, πιθανόν, να χρειαστούν διορθωτικές παρεμβάσεις. Πάγια επιδίωξη του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών ήταν η σύνδεση των επιχειρήσεων με το χώρο της εκπαίδευσης. Ζητούμενο είναι, η δυνατότητα της εργοδοσίας να επιλέγει, εύκολα και χωρίς αμφιβολία, προσωπικό με τα προσόντα που απαιτούνται για την κάλυψη συγκεκριμένων θέσεων εργασίας, ανεξάρτητα της μαθησιακής διαδικασίας που αυτά αποκτήθηκαν, η δυνατότητα δηλαδή του επιχειρηματία να γνωρίζει εκ των προτέρων, τι μπορεί να του αποδώσει ένας εργαζόμενος με συγκεκριμένα πτυχία ή πιστοποιητικά, στην επιχείρησή του. Σε κάθε περίπτωση, η σύνδεση των επιχειρήσεων με το χώρο της εκπαίδευσης, όταν γίνεται κατά τρόπο συντεταγμένο και διαφανή, δεν μπορεί παρά να έχει θετικά αποτελέσματα για όλα τα μέρη. Η αντιστοίχιση των εθνικών, ευρωπαϊκών, κ.λ.π. ¨τίτλων¨ με τα προτεινόμενα οκτώ επίπεδα είναι ένα, κατ’ αρχήν, σημαντικό πρώτο βήμα. Θα πρέπει όμως να συγκεκρινοποιηθεί το σύστημα αναγνώρισης και κατηγοριοποίησης των επαγγελματικών προσόντων για τα άτομα που ακολούθησαν τη ¨διαδρομή¨ της άτυπης εκπαίδευσης/κατάρτισης, με δεδομένο ότι και η αποκτώμενη εμπειρία είναι ένας σημαντικός παράγοντας βελτίωσης της παραγωγικότητας. Σε μια πρώτη φάση (τριετούς π.χ. διάρκειας) το Ε.Π.Π. θα πρέπει να λειτουργήσει, αποκλειστικά, ως πλαίσιο πληροφόρησης και προσανατολισμού, για να υπάρξει η δυνατότητα επαναξιολόγησης στοιχείων του, στο πλαίσιο μίας αμφίδρομης επικοινωνίας με τα ενδιαφερόμενα μέρη. Σχετικά με τους Τύπους Προσόντων στην Ελλάδα θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι: Η κατηγοριοποίηση των απαιτούμενων προσόντων σε γνώση, δεξιότητες και ικανότητες, εάν αναλυθεί επακριβώς το περιεχόμενο που αποδίδεται στις έννοιες αυτές, θεωρείται μία ικανοποιητική βάση για τη συγκρότηση του Ε.Π.Π.. Η περιγραφή των αποκτούμενων προσόντων θα πρέπει να είναι σαφής και η ομαδοποίησή τους κατά κατηγορίες θα πρέπει να γίνεται χωρίς επικαλύψεις και υπερβολικές λεπτομέρειες. Το όλο σύστημα πρέπει να έχει λειτουργικό χαρακτήρα. Η καταχώρηση και επί μέρους προσόντων στο Ε.Π.Π. θα μπορούσε να ενισχύσει τη λειτουργικότητα του συστήματος υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα μπορούσαν να περιγραφούν αντικειμενικά, με όρους μαθησιακού αποτελέσματος, (ποιά συγκεκριμένη τυπική ή άτυπη εκπαίδευση/κατάρτιση οδηγεί στο συγκεκριμένο προσόν) και εφόσον αυτά θα μπορούσαν να καταταχθούν, αντικειμενικά, σε επίπεδα, χωρίς να δημιουργούνται στρεβλώσεις του συστήματος ή περιορισμοί της συγκρισιμότητας των στοιχείων του. Επαναλαμβάνουμε ότι το μείζον είναι η δημιουργία ενός λειτουργικού συστήματος, το οποίο, χωρίς να αδικεί, δεν θα τιμωρεί με την αναποτελεσματικότητά του. Άλλωστε, υπάρχει δυνατότητα διόρθωσης και βελτίωσής του. Όσον αφορά την ενσωμάτωση της μη τυπικής και άτυπης μάθησης στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων θεωρούμε ότι: Οι όροι: τυπική εκπαίδευση, μη τυπική εκπαίδευση και άτυπη μάθηση, εννοιολογικά καλύπτουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα είδη μάθησης που υπάρχουν ή μπορούν να υπάρξουν (στο προβλέψιμο μέλλον) στη χώρα μας, ώστε να είναι κατανοητά ακόμη και από κάποιον μή ειδικό. Ως ιδιαίτερα επείγουσα, εμφανίζεται η αναγκαιότητα επέκτασης της αναγνώρισης και πιστοποίησης της μη τυπικής εκπαίδευσης και της άτυπης μάθησης στους κλάδους όπου η εμπειρία του εργαζομένου έχει μεγαλύτερη σημασία στην όλη παραγωγική διαδικασία και στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, που συνήθως απέκτησαν τα προσόντα τους εκτός του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος. Περαιτέρω επισημαίνεται ότι ως προτεραιότητα νοείται η τομή ανάμεσα στην συσσωρευμένη ¨πρακτική¨ εμπειρία σε διάφορους τομείς δραστηριότητας και στις κατευθύνσεις που θέλουμε να δώσουμε στην ελληνική οικονομία. Αναφορικά με τα μαθησιακά αποτελέσματα και το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων επισημαίνεται ότι: Το ΕΒΕΑ, ως Ν.Π.Δ.Δ. δεσμεύεται αυστηρά από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, στο θέμα της στελέχωσης, αξιολόγησης και προαγωγής του προσωπικού του. Σε κάθε περίπτωση όμως, επιδιώκει την έμπρακτη αξιοποίηση των υπαλλήλων του, λαμβάνοντας υπόψη και την εμπειρία που αυτοί έχουν αποκτήσει στα διάφορα, επί μέρους, γνωστικά αντικείμενα με τα οποία έχουν ήδη ενασχοληθεί. Ο προτεινόμενος μηχανισμός για την εκτίμηση των προσόντων, είναι πράγματι ένα χρήσιμο εργαλείο, υπό την προϋπόθεση ότι η όλη διαδικασία αξιολόγησης του μαθησιακού αποτελέσματος θα σχεδιαστεί σωστά, θα παραμείνει αυστηρά αντικειμενική και θα έχει δυναμικό χαρακτήρα, δηλαδή η επαγγελματική επάρκεια δεν θα πιστοποιείται εφάπαξ, αλλά θα ελέγχεται, περιοδικά, καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου. Ο προσανατολισμός του συστήματος στα μαθησιακά αποτελέσματα είναι ένας σωστός και εφικτός στόχος. Απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται η ύπαρξη ενός απαράκαμπτου ¨ελάχιστου¨ θεωρητικών γνώσεων οι οποίες θα πρέπει να ανανεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Περαιτέρω το ζήτημα εντοπίζεται στον προσδιορισμό της διαδικασίας αποτίμησης και σύνδεσης του μαθησιακού αποτελέσματος με τις ειδικότερες ανάγκες που απαιτούνται για την κάλυψη των επιμέρους θέσεων εργασίας. Για τον αριθμό επιπέδων στο Ελληνικό Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων τονίζεται ότι: Υπάρχουν όντως προσόντα που μπορούν να αποκτηθούν μέσα από διαφορετικές μαθησιακές διαδρομές. Στην περίπτωση αυτή η αρχή της ισοτιμίας των προσόντων είναι νοητή και θεμιτή. Το γεγονός αυτό, βεβαίως, δεν θα πρέπει να οδηγεί στην αποδοχή ¨ψευδεπίγραφων διαδικασιών¨ και πάσης φύσεως ¨αλχημειών¨ που θα οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που η Πολιτεία σκόπιμα θα πρέπει να θεωρεί ως προσόντα, μόνο εκείνες τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητες που αποκτήθηκαν, μέσα από ορισμένες, μόνον μαθησιακές διαδρομές. Ένα Ε.Π.Π. με οκτώ επίπεδα, με δυνατότητα, μάλιστα, καταχώρησης και επιμέρους προσόντων, με τη βοήθεια συστήματος πιστωτικών μονάδων και σε αντιστοιχία με το ευρωπαϊκό, θεωρείται ικανοποιητικό υπό το πρίσμα της εξυπηρέτησης του γενικότερου κοινωνικού και οικονομικού οφέλους της χώρας. Η διαδικασία εξάλλου όσον αφορά τους προτεινόμενους περιγραφικούς δείκτες του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων (E.Q.F.) ως αφετηρία για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι που να κάνουν αναγκαία τη σύνταξη ενός εξειδικευμένου ελληνικού πίνακα περιγραφικών δεικτών. Εάν κριθεί σκόπιμη η ανάπτυξη νέων περιγραφικών δεικτών για το Ε.Π.Π. είναι φρονιμότερο αυτή να γίνει από ένα ολιγομελές κεντρικό όργανο και στη συνέχεια, οι σχετικές εργασίες να δοθούν για αξιολόγηση στις ενδιαφερόμενες κλαδικές οργανώσεις. Για να διασφαλιστεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη όλων των συμμετεχόντων κατά τη διαδικασία της αντιστοίχισης επιβάλλεται να ακολουθηθούν αντικειμενικές διαδικασίες, να υπάρχει πλήρης διαφάνεια και να ληφθούν υπόψη οι θέσεις των επιχειρήσεων και των άλλων φορέων που θα κληθούν να αξιοποιήσουν το Ε.Π.Π. Πέραν όλων αυτών, θεωρούμε αναγκαίο, να προηγηθεί η εισαγωγή συστημάτων αξιολόγησης και διασφάλισης της ποιότητας σε κάθε φορέα παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης αλλά και σε κάθε σύστημα πιστοποίησης γνώσεων. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων και κυρίως η διαδικασία αναγνώρισης προσόντων, να μην οδηγήσει στις γνωστές αγκυλώσεις του παρελθόντος (έμμεση επιλεκτική κατοχύρωση προνομιακών δικαιωμάτων ορισμένων ομάδων πτυχιούχων, που προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό και αύξηση του κόστους ορισμένων υπηρεσιών ή εργασιών). Τέλος, όσον αφορά σε κάποιες ¨πρώτες σκέψεις¨ για την αντιστοίχιση είμαστε σύμφωνοι με την προτεινόμενη διαδικασία, δηλαδή να επιχειρηθούν οι πρώτες αντιστοιχίες στις αρχές του 2011. Αυτονόητα, η αναγνώριση προσόντων, σε όλα τα άτομα που επιθυμούν να εργαστούν στη χώρα μας, σε μία εποχή προώθησης της ελεύθερης μετακίνησης και εργασίας, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, είναι ένα θέμα που σχετίζεται άμεσα, με τη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, την καταπολέμηση της ανεργίας, την ποιοτική βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, την εδραίωση της αξιοκρατίας και την ορθολογικότητα των συστημάτων αμοιβών. Η αντιστοίχιση προσόντων θα μπορούσε να ξεκινήσει πιλοτικά σε κάποιους κλάδους (π.χ. τουριστικά επαγγέλματα) προτού γενικευτεί ως μέθοδος για τη συγκρότηση του Ε.Π.Π.. Συμπερασματικά, η αναγνώριση προσόντων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας γενικότερης εκσυγχρονιστικής διαδικασίας, που συνδέεται άμεσα με την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας.