• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΓΕΡΟΣΤΕΡΓΙΟΥ' | 7 Ιουλίου 2010, 20:43

    ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΓΕΡΟΣΤΕΡΓΙΟΥ ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ) ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ: ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Επειδή έχουν ήδη αναφερθεί απόψεις για την παιδαγωγική επάρκεια και λίγο πολύ είναι παρόμοιες και οι δικές μου θα τοποθετηθώ σε συνδυασμό και με αφορμή αυτό το θέμα στη διεργασία για την επαγγελματοποίηση του εκπαιδευτή ενηλίκων γενικότερα. Στο κείμενο που θα ακολουθήσει και ειδκά στη δεύτερη παράγραφο αναφέρομαι σχετικά με την επάρκεια αλλά και σε όλο το κείμενο σχετικά με την επαγγελματοποίηση. Ο πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Ε. (Κόκκος, 2007) εντοπίζει στις μελέτες του τρεις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να θεωρηθεί η Εκπαίδευση Ενηλίκων ως επαγγελματικός τομέας: α) άτομα τα οποία διαθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα ένα σώμα γνώσεων και ικανοτήτων πάνω στην εκπαίδευση ενηλίκων, το οποίο αποκτάται μέσω ειδικής εκπαίδευσης και θεωρείται προϋπόθεση για την ικανοποιητική άσκηση του συγκεκριμένου έργου, β) άτομα τα οποία θεωρούν ως κοινή τους ταυτότητα το γεγονός ότι υπηρετούν το πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων και δεσμεύονται με συνέπεια να αναπτύσσουν τις ικανότητές τους που αντιστοιχούν σε αυτό, γ) η αναγνώριση της εκπαίδευσης ενηλίκων από την ίδια την πολιτεία ως ένα διακριτό επιστημονικό και επαγγελματικό πεδίο και η θεώρηση μόνο των ατόμων με δύο προηγούμενο χαρακτηριστικά ως αρμόδια να εκπαιδεύουν ενηλίκους. Υιοθετώντας τις παραπάνω απόψεις του Κόκκου (2007), ήδη στην Ελλάδα υπάρχουν ευκαιρίες εξειδίκευσης τόσο μέσω προπτυχιακών όσο και μεταπτυχιακών σπουδών σχετικών με την εκπαίδευση ενηλίκων, αλλά και άλλες δυνατότητες επιμόρφωσης στο ίδιο πεδίο, στα πλαίσια της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών γενικά. Οι ευκαιρίες αυτές οριοθετούν ήδη τη διακριτή βάση του τομέα και εντοπίζουν την ανάγκη για την ανάπτυξή του. Πιο συγκεκριμένα, από το 1997 λειτουργεί στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας το τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής (ΕΚΠ) με κατευθύνσεις στη Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση, η οποία αφορά και το ζητούμενό μας, και στην Ειδική Αγωγή. Το τμήμα αυτό προσφέρει και αντίστοιχες μεταπτυχιακές σπουδές ή και προγράμματα εξειδίκευσης και κατάρτισης σε αυτές ακριβώς της ειδικότητες. Επίσης, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης , και ειδικότερα το τμήμα της Φιλοσοφικής, προσφέρει πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στη Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση. Αλλά και το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο με το μεταπτυχιακό στην Εκπαίδευση Ενηλίκων οδηγεί σε αντίστοιχη εξειδίκευση. Τέλος, το Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου , τόσο με το μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών που αφορά στα Μοντέλα Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών Μονάδων όσο και με αυτό που αφορά στο Φύλο και Νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας, αποτελεί, μαζί με άλλα παρεμφερή επιστημονικά πεδία, σημαντική συμβολή στην εξειδίκευση ατόμων διαφόρων ειδικοτήτων και κυρίως εκπαιδευτικών στο πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων. Όπως προκύπτει από τα προγράμματα σπουδών των παραπάνω πανεπιστημιακών σχολών, οι απόφοιτοι διαθέτουν ένα σώμα γνώσεων και ικανοτήτων στην εκπαίδευση ενηλίκων, το οποίο αξιοποιείται τόσο κατά την απασχόληση του αποφοίτου ως στέλεχος σε δομές εκπαίδευσης ενηλίκων όσο και κατά το έργο του ως επαγγελματίας πλέον εκπαιδευτής ενηλίκων. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι συνίσταται κλάδος ΠΕ 72 «Εκπαιδευτικών Ενηλίκων », ο οποίος αφορά στους αποφοίτους του τμήματος Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με κατεύθυνση «Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση» που περιγράφηκε και παραπάνω ή στους αποφοίτους του τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με κατεύθυνση «Εκπαιδευτική Πολιτική» ή Πανεπιστημιακών Τμημάτων της ημεδαπής ή με αναγνωρισμένο ως αντίστοιχο και ισότιμο πτυχίο της αλλοδαπής. Σύμφωνα με αυτή την απόφαση «...οι εκπαιδευτικοί του κλάδου ΠΕ 72 τοποθετούνται με διορισμό, μετάθεση ή απόσπαση στα ΕΕΕΕΚ και απασχολούνται στην υλοποίηση προγραμμάτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσης ενηλίκων πολιτών με ή χωρίς αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, που σχεδιάζονται και εκπονούνται από τη Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης ή από οποιονδήποτε άλλον επίσημο κρατικό φορέα έχει την ευθύνη σχεδιασμού και εκπόνησης ανάλογων προγραμμάτων». Από την άλλη, τόσο το Υπουργείο Απασχόλησης μέσω του ΕΚΕΠΙΣ όσο και το Υπουργείο Παιδείας μέσω της ΓΓΔΒΜ έχουν κατά καιρούς οργανώσει επιμορφώσεις εκπαιδευτικών με σκοπό την πιστοποίησή τους ως εκπαιδευτές ενηλίκων. Εντούτοις, αυτά τα προγράμματα δεν αποσκοπούν απαραιτήτως στην απόκτηση πιστοποιητικών-αδειών για την πρακτική άσκηση του επαγγέλματος (Tobias, 2003). Σύμφωνα λοιπόν με τις παραπάνω ευκαιρίες που στην Ελλάδα παρέχονται σε εκπαιδευτικούς ή άτομα διαφόρων ειδικοτήτων, υιοθετείται η βασική άποψη του Κόκκου (2007) ότι πρέπει τόσο από τα άτομα όσο και από την πολιτεία να θεωρείται και να ορίζεται ως εκπαιδευτής ενηλίκων, ή ακόμη και στέλεχος στην εκπαίδευση ενηλίκων, εκείνος που έχει κατά προτεραιότητα πανεπιστημιακές σπουδές ή ειδικές επιμορφώσεις, σε συνδυασμό με σχετική επαγγελματική εμπειρία, ενώ παράλληλα να γίνεται σαφής η κοινή τους ταυτότητα σε ένα διακριτό από τα άλλα επιστημονικό και επαγγελματικό πεδίο. Βεβαίως, η πλειοψηφία των εκπαιδευτών ενηλίκων φαίνεται να μην υιοθετεί την επαγγελματική στάση, κυρίως λόγω των ελλιπών συνθηκών εργασίας και της εργασιακής ανασφάλειας, ενώ η θέση της πολιτείας κρίνεται μάλλον αμφισβητήσιμη και αποσπασματική. Με βάση τις παραπάνω τοποθετήσεις παρατηρείται μια αντίφαση σε σχέση με την τάση προς επαγγελματοποίηση του πεδίου της εκπαίδευσης ενηλίκων. Από τη μια η ανάγκη για διασφάλιση της επαγγελματικότητας και το κύρος της εργασίας τους και από την άλλη η απαίτηση για την παραγωγή μιας σχετικά τυποποιημένης γνώσης βασισμένης σε ερευνητικά πορίσματα, στην καθιέρωση επαγγελματικών πιστοποιητικών, σε μια λογική γραφειοκρατικών συστημάτων με τεχνική λογική και κανόνες αγοράς (Connelly, 1996). Η εκπαίδευση ενηλίκων είναι ένας χώρος που από τη φύση του καλλιεργεί κουλτούρες, νοοτροπίες, δεξιότητες και στάσεις ζωής και σίγουρα μια ψυχρή επαγγελματική και οικονομική διάσταση δε συμβαδίζει απόλυτα και απαραίτητα με τους κανόνες για εφαρμογή της ευελιξίας στη μάθηση και της επανατροφοδότησης των γνώσεων και ικανοτήτων. Συνεπώς, εκείνο που πρέπει να κατακτηθεί ώστε να ισορροπήσει αυτή η αντιφατική κατάσταση είναι η διαμόρφωση μια κοινής επαγγελματικής ταυτότητας (Bron & Jarvis, 2007) ανθρώπων που επιλέγουν να υπηρετήσουν το πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων και που διατίθενται να μοιραστούν κοινούς στόχους και ρόλους, προσαρμοσμένους στις ανάγκες των εκπαιδευομένων και της πολιτείας. Αυτή η κοινή ταυτότητα είναι σημαντικό να βασίζεται σε ένα κοινό οργανωσιακό πλαίσιο μέσω του οποίου θα εκφράζονται, θα καθιερώνονται και θα υλοποιούνται οι κοινοί στόχοι, η κοινή νοοτροπία, η κοινή τυπική εκπαίδευση και συνεχιζόμενη επιμόρφωση και κατάρτιση επαγγελματικών εκπαιδευτών ενηλίκων, μια κοινή κωδικοποιημένη γλώσσα και ορολογία, μια κοινή και διαρκώς ανανεώμενη και βελτιωμένη στάση απέναντι στον τρόπο υπηρέτησης των βασικών αρχών, μεθόδων, τεχνικών της εκπαίδευσης ενηλίκων. Οι επαγγελματικές λειτουργίες, όπως αυτές κυρίως παρουσιάζονται μέσα από τη σχετική μελέτη του Πανεπιστημίου Αιγαίου για το νέο επαγγελματικό προφίλ του εκπαιδευτή ενηλίκων στον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι οιεξής: κατηγοριοποιηθούν σε διοικητικές, παιδαγωγικές και διαστάσεις συμπεριφορών και αξιών. Συγκεκριμένα αναφέρονται ως λειτουργίες: οργανωσιακή, διδακτική – παιδαγωγική, εμψυχωτική λειτουργία, κοινωνικοπολιτισμική. Με άλλα λόγια, είναι σημαντικό να προσδοθεί στην έννοια της επαγγελματοποίησης μια επιστημολογική, καινοτόμος και εναλλακτική διάσταση, η οποία παντρεύει τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης ενηλίκων με τα νέα περιβάλλοντα απασχόλησης και εργασίας στη σύγχρονη κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας.