• Κατ’ αρχάς μια επισήμανση ως προς τη διαδικασία: Βασική προϋπόθεση κάθε αποτελεσματικής διαβούλευσης αποτελούν η παροχή επαρκούς πληροφόρησης στους συμμετέχοντες και η διασφάλιση συνθηκών που προωθούν την ενεργό και ευρεία συμμετοχή σε αυτή. Κατά συνέπεια, η «Σύνοψη αρχών σχεδίου νόμου για την ανάπτυξη της Διά Βίου Μάθησης» (με την οποία αντικαταστάθηκε το αρχικό κείμενο με τίτλο «Σύνοψη επί κειμένου εργασίας-Νομοσχέδιο για την ανάπτυξη της Διά Βίου Μάθησης») θα μπορούσε να συνοδεύεται και από το πλήρες κείμενο, προκειμένου να αποσαφηνίζονται περαιτέρω τα επιμέρους σημεία, αφού μάλιστα υπήρξαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο κειμένων. Επιπλέον, η περιορισμένη χρονική διάρκεια της διαβούλευσης (μόλις 8 ημέρες) αποβαίνει εις βάρος των απαραίτητων συλλογικών διεργασιών στο πλαίσιο των άμεσα ενδιαφερομένων φορέων, με στόχο την κατάθεση σχολίων και προτάσεων. Όλα αυτά δημιουργούν εύλογα ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της διαβούλευσης σε σχέση βεβαίως με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΔΒΜΘ. Το περιεχόμενο του κειμένου των αρχών του υπό διαμόρφωση (;) σχεδίου νόμου για τη ΔΒΜ υποδηλώνει την πρόθεση εκ μέρους της πολιτείας για τη διευθέτηση ζητημάτων που είχαν εντοπισθεί και στο πλαίσιο της προηγούμενης διαβούλευσης σχετικά με την ανάπτυξη εθνικής πολιτικής για τη ΔΒΜ στη χώρα μας. Ωστόσο παράλληλα, προκαλεί και πολλές απορίες, καθώς δεν αποσαφηνίζονται επαρκώς ζητήματα που υπήρξαν και τότε αντικείμενο προβληματισμού. Για παράδειγμα, γιατί αντί ενός ενιαίου μητρώου εκπαιδευτών ενηλίκων, μητρώα των επιμέρους φορέων; Αποτελεί ζητούμενο η «κινητικότητα» των εκπαιδευτών μεταξύ αυτών και πώς θα διασφαλίζεται; Ο καθορισμός προδιαγραφών είναι επαρκής προϋπόθεση για την αποτελεσματική εκπαίδευσή τους, αν αυτή γίνεται από τους μεμονωμένους φορείς; Άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως αυτό της διασφάλισης της ποιότητας της διά βίου μάθησης, αναφέρεται ότι θα διευθετηθούν με τη «συγκρότηση συστημάτων παρακολούθησης» και τη θέσπιση «προδιαγραφών». Σε πολλά επίσης σημεία του κειμένου υπάρχουν αναφορές για θέματα που θα ρυθμίζονται, όμως το πώς θα γίνει αυτό δεν αποτελεί θέμα διαβούλευσης; Αν και η αναφορά στο «Πρόγραμμα Εφαρμογής» θα μπορούσε να θεωρηθεί καλή ένδειξη για την υλοποίηση βασικών αρχών του σχεδίου νόμου, εντούτοις το κείμενο παραμένει «ελλιπές» και δε δίνει τη δυνατότητα για διάλογο επί της ουσίας. Όσοι όμως ασχολούμαστε εδώ και πολλά χρόνια με την εκπαίδευση ενηλίκων και τη διά βίου μάθηση, ξέρουμε πια ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν, αυτό που μετράει είναι ο τρόπος και οι δυνατότητες εφαρμογής τους στην πράξη. Κι έχουμε επίσης κατανοήσει ότι «αν μεταφυτέψεις λύσεις για τα προβλήματα της χώρας σου δανεισμένες από άλλες κουλτούρες, χωρίς προηγούμενη κριτική ανάλυση της δικής σου πραγματικότητας είναι καταδικασμένες να μην καρπίσουν» (Θεόφραστος Γέρου, 1983, Περιοδικό Αυτομόρφωση, τεύχος 1). Το Δ.Σ. του Συλλόγου Μονίμων Υπαλλήλων Γενικής Γραμματείας ΔΒΜ