• Σχόλιο του χρήστη 'Γ.Π.Π.' | 9 Δεκεμβρίου 2010, 20:33

    Ο θεσμός του μέντορα αρχικά φαντάζει ελκυστικός. Τι το καλύτερο από έναν έμπειρο εκπαιδευτικό ο οποίος θα καθοδηγεί νεοδιόριστους στο δύσκολο δρόμο ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Ιδιαίτερα όταν και άλλα κράτη τον έχουν υιοθετήσει! Έχουν όμως έτσι τα πράγματα; Ας δούμε τα όσα προβλέπει το κείμενο διαβούλευσης και ας τα συνδυάσουμε με τη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα. 1. Τυπικά προσόντα. Το κείμενο μιλά για εκπαιδευτικό με μεγάλη εκπαιδευτική και διδακτική εμπειρία. Πώς όμως προσδιορίζεται το μεγάλη; Με τα χρόνια υπηρεσίας; Τη συμμετοχή σε καινοτόμες δράσεις; Ίσως με κάποιου είδους συνδυασμό τους; Ποια βαρύτητα θα έχει κάθε παράμετρος, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί και με όσα ακολουθούν (επιστημονικό υπόβαθρο, γνώση της κουλτούρας της περιοχής); Αν, για παράδειγμα, μοριοδοτηθούν τα χρόνια υπηρεσίας θα ακολουθηθούν τα όσα προβλέπονται και για την επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης όπου δεν υπάρχει διαφορά αν κάποιος έχει 26 ή 36 χρόνια; Και οι καινοτόμες δράσεις; Αν δεν θεωρούνται σημαντικές για την επιλογή στελεχών εκπαίδευσης (δεν μοριοδοτούνται), γιατί θα πρέπει να είναι σημαντικές για έναν ιεραρχικά κατώτερο θεσμό; Φανταστείτε για παράδειγμα ένα Σχολικό Σύμβουλο ή ένα Διευθυντή Εκπαίδευσης που δεν έχει ούτε μία καινοτόμο δράση στο βιογραφικό του και τη σχέση τους με τους μέντορες της περιοχής τους. Αν πάλι πρέπει να μοριοδοτήσουμε τη συμμετοχή σε τέτοιου είδους δράσεις θα αξιολογούνται το ίδιο η απλή εκπόνηση και εκτέλεση ενός απλού προγράμματος με την διευθυνση πιο σύνθετων όπως για παράδειγμα τα προγράμματα του ΕΙΝ; Το ύψος της μοριοδότησης θα καθοριστεί χαμηλά ή ψηλά (θα συμβαίνει δηλαδή ότι παρατηρείται και στις υπόλοιπες επιλογές στελεχών όπου τα επιπλέον πτυχία πλην του πρώτου, μοριδοτούνται ελάχιστα έως καθόλου (το τρίτο για παράδειγμα πανεπιστημιακό πτυχίο); Και πώς όλα τα παραπάνω θα πιστοποιούν την αποτελεσματικότητα και διδακτική επάρκεια του υποψήφιου μέντορα; Η εκπόνηση μιας σειράς προγραμμάτων Αγωγής Υγείας ή Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης δείχνουν απαραίτητα και έναν επαρκή εκπαιδευτικό, τη στιγμή μάλιστα που το ΔΕΠΠΣ δεν είναι κυρίως διαθεματικό; Με ποιον τρόπο θα αξιολογηθεί το υπόλοιπο κομμάτι της παρουσίας του εκπαιδευτικού στην τάξη; Ακόμα πιο δύσκολη είναι η διαπίστωση του βαθμού της "γνώσης της τοπικής κουλτούρας". Πρώτα - πρώτα πώς, ποιος και με ποια κριτήρια, καθορίζει την έννοια τοπική εκπαιδευτική κουλτούρα και ιδιαίτερα όταν οι συνεχείς μετακινήσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού (17% κάθε χρόνο)αλλά και των Διευθυντών των σχολικών μονάδων (ως γνωστόν δεν υπάρχει διοικητική συνέχεια μια και που τα στελέχη επανακρίνονται ουσιαστικά εκ του μηδενός κάθε τέσσερα χρόνια και είναι συχνό το φαινόμενο να υποβιβάζονται μετά από μία ή δύο θητείες)δεν επιτρέπουν τη δημιουργία της. Αλλά ακόμα και αν μπορούσε να αποτιμηθεί ποσοτικά μία τέτοια έννοια, τι θα γίνει με όσους μέντορες θα μετακινηθούν; θα πρέπει ουσιαστικά να ξεκινήσουν από την αρχή, εφόσον δεν θα είναι γνώστες της κουλτούρας του προορισμού τους. Επιπλέον, εφόσον η εκπαίδευση ως εφαρμοσμένη δεοντολογική επιστήμη επιτρέπει τη δημιουργία διαφορετικών σχολών σκέψης για το "δέον γενέσθαι" σε αυτήν και κατ'επέκταση για τους ρόλους και τον επιθυμητό τύπο εκπαιδευτικού, πώς θα συντονιστούν μέντορας και καθοδηγούμενος αν ασπάζονται διαφορετικές σχολές σκέψης; 2. Προϋποθέσεις επιλογής. Η πενταετία (που όπως σωστά παρατηρεί συντάκτης άλλου άρθρου καλύπτεται από πολλούς αναπληρωτές) είναι επαρκής χρόνος για απόκτηση της ζητούμενης εμπειρίας και αν όχι πώς προσδιορίζεται το ελάχιστο χρονικό διάστημα που θα πιστοποιεί εμπειρική επάρκεια; Να σημειωθεί ότι όταν επιδιώκεται υψηλή ποιότητα το "άνοιγμα του παιχνιδιού" απαιτεί να "βάλεις τον πήχη" ψηλά και όχι το αντίθετο. Αλλά και το να διδάσκεις τα δύο προηγούμενα χρόνια μπορεί να είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη στελέχωση αυτού του θεσμού; Ένας/μία εκπαιδευτικός με 6 χρόνια υπηρεσίας κρίνεται ικανότερος από έναν/μία με 32, αλλά με απουσία με αναρρωτική τον προηγούμενο χρόνο; Από κει και πέρα κάθε Σχολικός Σύμβουλος θα επιλέγει στηριζόμενος σε κάποια από τα κριτήρια που αναφέρονται παραπάνω (και ποια;)ή θα υπάρχει κοινή αντιμετώπιση από όλους; Οι πίνακες θα είναι ονομαστικοί μόνο ή θα περιλαμβάνουν και την όποια μοριοδότηση (με άλλα λόγια θα υπάρχει διαφάνεια στις επιλογές ή θα παρατηρηθεί ότι συμβαίνει σήμερα κατά την επιλογή των ανώτερων διοικητικών βαθμίδων, όπου κανένας δεν γνωρίζει το πώς, ποιος και γιατί); 3. Καθήκοντα. Όλα τα καθήκοντα που περιλαμβάνει το κείμενο διαβούλευσης αποτελούν σήμερα καθήκοντα των Σχολικών Συμβούλων. Οι τελευταίοι φαίνεται να απομακρύνονται από εκείνους στους οποίους σήμερα δίνουν κατά προτεραιότητα στήριξη, περιοριζόμενοι σε ρόλο αποδελτιωτή των εκθέσεων που θα καταθέτουν νεοδιόριστοι/ες και μέντορας. Αν ισχύσει κάτι τέτοιο δεν αποτελεί υποβάθμιση του ρόλου τους και αυτό το θέλει η εκπαιδευτική κοινότητα; 4. Οργανωτικά. Νεοδιόριστοι/ες σήμερα τοποθετούνται κατά κύριο λόγο σε περιοχές με μεγάλο αριθμό ολιγοθέσιων σχολείων και σίγουρα σε ικανή απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Το κράτος, προκειμένου να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες για μέντορες θα πρέπει να απασχολήσει αναλογικά μεγάλο αριθμό υπηρετούντων εκπαιδευτικών, με τουλάχιστον δυσάρεστα αποτελέσματα για την ομαλή λειτουργία του προγράμματος. Αν αναλογιστεί κάποιος τον αριθμό των μεντόρων αλλά και των μετακινήσεων που αυτοί θα πρέπει να κάνουν (μόνο για το 2ο έτος της σχέσης πάνω από 15) σε περιοχές όπως οι Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, η Μεσσηνία, η Λακωνία, τα Επτάνησα, θα διαπιστώσει τις δυσλειτουργίες που θα εμφανιστούν σε μεγάλο αριθμό σχολικών μονάδων των περιοχών αυτών. Πρόβλημα που σε μεγάλο βαθμό δεν αντιμετωπίζεται ούτε και στην περίπτωση μαζικών συγχωνεύσεων ή/και καταργήσεων των μικρών μονάδων (μπορεί να καταργηθούν ολιγοθέσια ή μικρά Γυμνάσια ή Λύκεια, όπου αυτό είναι εφικτό, με διοικητικές πράξεις, αλλά δεν μπορούν να κτιστούν και αίθουσες που ίσως λείπουν με την ίδια ταχύτητα). Τέλος, αλλά όχι τελευταίο, σε μια εποχή που μειώνονται κάθε είδους έξοδα, πώς η πολιτεία θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το κόστος που συνεπάγεται η δημιουργία ενός νέου θεσμού. όταν για παράδειγμα κόβει στο μισό τις μετακινήσεις των στελεχών εκπαίδευσης προκειμένου να εξοικονομήσει όσα περισσότερα μπορεί; 5. Σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα: Τη στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη ο διάλογος για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η δημιουργία ενός θεσμού που σχετίζεται με αυτήν πριν η τελευταία πάρει οριστική μορφή είναι μάλλον άκαιρη (σήμερα φαίνεται να διεξάγονται ο διάλογος για το μέντορα όπου υποστηρίζεται ότι οι Β΄και Γ΄ φάσεις της εισαγωγικής επιμόρφωσης στα ΠΕΚ θα συνδυαστούν με το πρώτο έτος του και παράλληλα ένας άλλος για την επιμόρφωση, επομένως και για την εισαγωγική, που μπορεί να οδηγήσει σε κατάργηση των ΠΕΚ). Αλλά και αργότερα θα πρέπει πρώτα να απαντηθούν ερωτήματα, όπως όλα όσα τέθηκαν στις πρώτες παραγράφους αυτού του κειμένου πριν αποφασιστεί η υιοθέτησή του από την πολιτεία. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Εδώ και χρόνια η ελληνική εκπαίδευση κατατρέχεται από τα ίδια προβλήματα που απασχολούν και την υπόλοιπη κρατική λειτουργία: διοικητική ασυνέχεια (συχνές αλλάγες διοικήσεων που εμποδίζουν τη δημιουργία διοικητικής κουλτούρας ), έλλειψη αξιοκρατίας (νόμοι που "φωτογραφίζουν" πρόσωπα, περιορίζοντας ή αποκλείοντας προσόντα, όπως το ότι το Υπουργείο Δια Βίου Μάθησης δεν αξιολογεί ως προσόν την εκπαίδευση ενηλίκων για τη επιλογή όσων είναι επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον, ακόμα και αν αυτή έχει γίνει από φορείς του, αλλά μοριοδοτεί την συνδικαλιστική συμμετοχή μέσω της παρουσίας σε υπηρεσιακά συμβούλια ), έλλειψη αυτονομίας (ακόμα και όταν αποκεντρώνονται οι διοικητικές αρμοδιότητες το κράτος "φροντίζει" να ελέγχει το ποιοι θα τις υπηρετήσουν στις νέες θέσεις που δημιουργούνται, πολιτικοποιώντας έτσι την διοικητική ιεραρχία και αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη δύο παράλληλων προσεγγίσεων: μιας διοικητικής πάνω στην οποία θα έρχεται να "πατήσει" η πολιτική)κ.τ.λ.. Έτσι λαμβάνονται αποφάσεις που η μία αναιρεί το περιεχόμενο της άλλης. Στο χώρο της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, ενώ από τη μια το κράτος αυξάνει τα όρια συνταξιοδότησης, εξαντλεί από την άλλη κάθε κίνητρο παραμονής, αφού ο/η εκπαιδευτικός δεν έχει να περιμένει μετά την εικοσαετία ούτε κάποια μείωση ωράρίου (ενώ λογικά τα τελευταία χρόνια θα ήταν κάτι τέτοιο περισσότερο απαραίτητο), ούτε κάποια έμπρακτη επιβράβευση (με μοριοδότηση, για παράδειγμα, όλων των χρόνων υπηρεσίας του και μάλιστα μεγαλύτερη όσο αυτά αυξάνουν). Η πολιτεία πρέπει πρώτα να επιλέξει ανάμεσα σε ένα πρότυπο ουσιαστικής διοικητικής και εκπαιδευτικής αυτονομίας των σχολικών μονάδων, όπου όσοι αποτελούν την εκπαιδευτική κοινότητα θα οργανώνουν τη πορεία τους στη μάθηση, υποβοηθούμενοι από άλλους φορείς της (Σύμβουλους, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Πανεπιστήμια) και όπου μέντορας θα είναι δυνητικά κάθε μέλος της κοινότητας αυτής και σε ένα άλλο που θα αφορά κυρίως την ατομική εξέλιξη κάθε εκπαιδευτικού και όχι τη θέση του ανάμεσα στα μέλη της. Ο μέντορας, όπως τουλάχιστον διαγράφεται στο κείμενο διαβούλευσης, αφορά κυρίως αυτό το τελευταίο.