• Σχόλιο του χρήστη 'Βασίλης Φυντίκογλου' | 2 Μαΐου 2020, 20:46

    Εκ παραδόσεως ακλόνητους πυλώνες της εκπαίδευσης συνιστούν τα μαθήματα που καλλιεργούν τον λόγο και την ιστορική συνείδηση, αυτά που λέμε ‘φιλολογικά μαθήματα’ (γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία). Οι δύο αυτές ζωτικές παράμετροι πλήττονται πολλαπλώς στις μέρες μας, όχι μόνον από την τεχνοκρατική διάσταση της εκπαίδευσης ή από το αίτημα για μαθήματα άμεσου ωφελιμισμού αλλά και (ή: κυρίως) από τον πληθωρισμό του εύκολου λόγου, που περιορίζεται στο επίπεδο των επικοινωνιακών αναγκών, και της εύκολης πληροφόρησης, που δίνει την ψευδαίσθηση της γνώσης. Στο σχολείο των καιρών μας τα μαθήματα λόγου και ιστορικής συνείδησης είναι μαθήματα αντίστασης και θα έπρεπε να περιβάλλονται από την αμέριστη έγνοια της πολιτείας και των θεραπόντων τους για την όσο το δυνατό καλύτερη διδασκαλία τους, ώστε να οξύνουν την ευαισθησία και την κριτική σκέψη και να καθιστούν αποτελεσματικότερο το κύριο όπλο κάθε πολίτη, τον λόγο, με τον οποίο διατυπώνει τις απόψεις του, διεκδικεί και ορίζει τη θέση του μέσα στο σύνολο. Ως εκ τούτου αυτά τα μαθήματα από τη φύση τους οφείλουν να αντίκεινται στην άκριτη εκμάθηση και τη στείρα απομνημόνευση. Και πρέπει να αποτελεί πρώτιστη μέριμνα όλων να αποκατασταθεί αυτή η στρέβλωση που τόσα χρόνια (από την εποχή της αλησμόνητης Γ΄ Δέσμης), λόγω της κρατούσας συνταγοποίησης στις πανελλαδικές εξετάσεις, μαστίζει το σύνολο των μαθημάτων της Ομάδας Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών (όπως τώρα ονομάζεται). Αυτό φυσικά μπορεί να γίνει ακόμη και στο προτεινόμενο σύστημα, μολονότι ούτε σε αυτό επιχειρείται η απεμπλοκή της Γ΄ Λυκείου από τον βραχνά της εισαγωγής στα Πανεπιστήμια και η χορήγηση ενός αυτόνομου και ισχυρού ακαδημαϊκού απολυτηρίου. Είναι απλώς θέμα βούλησης. Και είναι άμεση ανάγκη να υπάρξει αυτή η βούληση που θα απελευθερώσει και τη διδασκαλία των μαθημάτων. Σε ένα σχολείο που θα έθετε τέτοιες προτεραιότητες και θα ενσωμάτωνε τα ‘φιλολογικά’ μαθήματα με τέτοιες προϋποθέσεις, τα λατινικά ασφαλώς μπορούν να έχουν λειτουργικό ρόλο, και δεν θα έβγαινε χαμένος από τη διδασκαλία τους κανένας μαθητής. Αποτελούν το απαραίτητο συμπλήρωμα των αρχαίων ελληνικών στη συνωρίδα των κλασικών γραμμάτων που βρίσκονται στη βάση των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Ως γλωσσικό μάθημα προσφέρουν ένα διαφορετικό παράδειγμα λόγου, πειθαρχημένου και πυκνού, που μπορεί να συμβάλει στην καλλιέργεια του λόγου των μαθητών, όπως ήταν ανέκαθεν αποδεκτό για την παιδευτική αξία των κλασικών γλωσσών. Καθώς σήμερα οι μαθητές γνωρίζουν σχεδόν στο σύνολό τους κάποια άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα, στα λατινικά μπορούν να ψηλαφήσουν τις απαρχές πλήθους οικείων τους ξένων λέξεων καθώς και ουκ ολίγων που χρησιμοποιούνται στη νεοελληνική. Αυτός ο γλωσσικός στοχασμός μπορεί να συνδυαστεί γόνιμα και με ανάλογο πολιτισμικό στοχασμό, εάν, όπως είναι εύλογο, το μάθημα πλαισιωθεί με μετρημένες δόσεις ρωμαιογνωσίας, ιδίως με όψεις της που έχουν επικαιρική διάσταση. Φυσικά η διδασκαλία (και η εξέταση, αφού εν Ελλάδι αυτή καθορίζει τη διδασκαλία) θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από τη μηχανιστική εκμάθηση τύπων και την απομνημόνευση έτοιμων μεταφράσεων και ιστορικοπολιτισμικών στοιχείων και να επιμείνει στη δημιουργική κατάκτηση της γλώσσας και την κριτική ανταπόκριση στις όποιες γνώσεις και πληροφορίες. Η αναβάθμιση με αυτό το σκεπτικό των ‘φιλολογικών’ μαθημάτων στο Λύκειο και η διδασκαλία των λατινικών προφανώς δεν σημαίνουν αντιπαλότητα με άλλα συναφή αντικείμενα όπως οι κοινωνικές σπουδές. Η γλώσσα, η λογοτεχνία, η ιστορία είναι από τα μαθήματα βάσης, διδάσκονται από τα πρώτα βήματα των μαθητών και προσφέρουν ευκαιρίες συζήτησης ποικίλων θεμάτων από όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας (επαγγελματική, κοινωνική, πολιτική κ.λπ.). Οι κοινωνικές και πολιτικές σπουδές είναι μαθήματα του εκπαιδευτικού εποικοδομήματος, προϋποθέτουν την ωριμότητα που έχουν δημιουργήσει τα ‘φιλολογικά’ και τα άλλα βασικά μαθήματα και μπορούν να συμπληρώσουν και να συστηματοποιήσουν τις γνώσεις και τον προβληματισμό των μαθητών. Ζητούμενη θα έπρεπε να είναι η συνεργασία αυτών των μαθημάτων και σίγουρα αποτέλεσε έκπληξη η απουσία της κοινωνιολογίας από τη Γ΄ Λυκείου, ενώ ερωτηματικά προκαλεί και η αφαίρεση των όρων «Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών» από την ονομασία της Ομάδας Προσανατολισμού (που πλέον είναι απλώς «Ανθρωπιστικών Σπουδών»), αφού συνεχίζει να στεγάζει τα Τμήματα που θεραπεύουν αυτές τις επιστήμες. Ακόμη χειρότερα, ο οβελισμός αυτός φαντάζει να προκλήθηκε από την επαναφορά των λατινικών, παρόλο που η επαναφορά τους, που ορθά έγινε, δεν αποκλείει καθόλου την ενσωμάτωση και της κοινωνιολογίας στο προτεινόμενο πρόγραμμα ιδίως τώρα που αυξάνονται οι ώρες γενικής παιδείας στη Γ΄ Λυκείου. Ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί η (κατά τις πληροφορίες στον Τύπο) εισαγωγή του λεγόμενου «κόντρα μαθήματος» (π.χ. μαθηματικών ως μαθήματος γενικής παιδείας για τους μαθητές των Ανθρωπιστικών Σπουδών); Γιατί να μην παραμείνει η κοινωνιολογία ως μάθημα γενικής παιδείας, και να ολοκληρωθεί ο κύκλος της διδασκαλίας των οικείων μαθημάτων από τις προηγούμενες δύο τάξεις; Τα χαρακτηριστικά του μαθήματος, όπως τα περιγράφουν οι θιασώτες του, το καθιστούν ιδανικό για τον χώρο της γενικής παιδείας ακόμη και για το σύνολο των μαθητών. Ή, αφού στο ελληνικό σχολείο κανένα μάθημα δεν θεωρείται κύρους αν δεν είναι πανελλαδικώς εξεταζόμενο, γιατί να μην υπάρξει διάκριση Πεδίων μεταξύ των τόσων (πλέον των τριακοσίων) Τμημάτων που συστεγάζονται κάτω από τον τίτλο των «Ανθρωπιστικών Σπουδών» κατά το παράδειγμα διάκρισης των Επιστημονικών Πεδίων στην Ομάδα Προσανατολισμού Θετικών Σπουδών και Σπουδών Υγείας; Ή, στην ίδια λογική, γιατί να μην υιοθετηθεί ακόμη και η λύση ενός πέμπτου πανελλαδικώς εξεταζόμενου μαθήματος για όλες τις Ομάδες Προσανατολισμού (όπου στην Ανθρωπιστικών Σπουδών θα είναι η κοινωνιολογία) με μικρή ανακατάταξη στις ώρες διδασκαλίας των εξεταζόμενων μαθημάτων, όπως εισηγούνται πάμπολλες προτάσεις, μιας και σε κάθε πεδίο υπάρχει μια έλλειψη που αφήνει ανικανοποίητο μέρος των εκπροσωπούμενων Τμημάτων, ενίοτε και κατά τρόπο παράλογο, όπως συμβαίνει με τα Τμήματα Πληροφορικής; Λύσεις (και μάλλον όχι δύσκολες) υπάρχουν και δεν πρέπει να περιλαμβάνουν τον αποκλεισμό κάποιου γνωστικού πεδίου. Μια ύστατη κουβέντα για τη σημασία των λατινικών στη μετά το Λύκειο φάση. Μπορεί να μη συνεχίζουν τον βίο τους σε πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα (παρόλο που ουκ ολίγες επιστήμες διατηρούν σε ισχύ λατινική ορολογία για τις συνεννοήσεις των θεραπόντων τους), αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των Κλασικών Σπουδών στα τμήματα Φιλολογίας. Η εισαγωγή σε άλλες σύγχρονες θεωρητικές σπουδές μπορεί να είναι απλώς ένα εξαμηνιαίο μάθημα, με το οποίο αποκτά κανείς τις βασικές γνώσεις και αρχές της επιστήμης του. Για τα λατινικά, ωστόσο, όπως και για κάθε γλωσσικό μάθημα, η έλλειψη προπαιδείας ουσιαστικά υπονομεύει την πανεπιστημιακή διδασκαλία τους, αφού η κατάκτηση μιας γλώσσας γίνεται σταδιακά και απαιτεί χρόνο, και επηρεάζει την ποιότητα της κατάρτισης των φιλολόγων, θέτοντας σε κίνδυνο και την αξιολόγηση των αρχαιογνωστικών σπουδών στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Δεν είναι ασήμαντη αυτή η παρενέργεια, μολονότι βάσει όσων προαναφέρθηκαν άλλες παράμετροι έχουν (και πρέπει να έχουν) προτεραιότητα στην υπεράσπιση των λατινικών ως σχολικού μαθήματος.