• Σχόλιο του χρήστη 'Scientia potentia est' | 3 Μαΐου 2020, 02:37

    Scientia potentia est (= Η γνώση είναι δύναμη) Χωρίς να αμφισβητείται η χρησιμότητα οποιασδήποτε επιστήμης προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (βλ. Κοινωνιολογία) στο διάβα του χρόνου, ενώ αποτελεί αδιαπραγμάτευτο αίτημα η όσο το δυνατόν σφαιρικότερη ενημέρωση των μαθητών σε όλο το φάσμα των επιστημονικών πεδίων και μάλιστα με βάση τα επικαιροποιημένα δεδομένα της εποχής, πριν την ολοκλήρωση του σχολικού τους βίου, το δίλημμα που τίθεται εν προκειμένω αφορά στο προβάδισμα του "μαθήματος" των Λατινικών έναντι της Κοινωνιολογίας ή αντίστροφα (όχι την ιεραρχική αξιολόγηση των αντίστοιχων επιστημονικών κλάδων για την οποία μεριμνά καθημερινά και ακούραστα ο ανελέητος οικονομικός ανταγωνισμός) στο πλαίσιο των Πανελλήνιων Εξετάσεων και μόνο. Γι’ αυτό τον λόγο και δεν θα αναλωθώ να παρουσιάσω τα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα υπέρ της επιστημονικής θεμελίωσης εκάστης γνωστικής περιοχής. Οι επικρίσεις που εκτοξεύονται κατά των Λατινικών αφορούν, ως επί το πλείστον, στον τυποποιημένο χαρακτήρα του μαθήματος σε εξεταστικό επίπεδο, οι οποίες σε συνδυασμό με τη μακρά θητεία του ίδιου σχολικού εγχειριδίου επιτείνονται και μεγεθύνονται, χωρίς να ευθύνεται η ίδια η επιστήμη ή οι θεράποντες εκπαιδευτικοί. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούν οι επικριτές ότι πρόκειται για ένα μάθημα εν πολλοίς τεχνικό για τις ανάγκες μόνο των εξετάσεων και υπό τις ασφυκτικές συνθήκες που επικρατούν στο σχολικό πρόγραμμα των τελευταίων τάξεων του Λυκείου. Δεν έχει προηγηθεί η πολύχρονη τριβή με το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο , όπως συμβαίνει με τα Αρχαία Ελληνικά (6 έτη συνεχούς διδασκαλίας), για να αναφερθούμε μόνο σε παρόμοια αντικείμενα. Το συγκεκριμένο μάθημα αποτελεί εισαγωγή σε μια γνωστική περιοχή αρκετά εκτεταμένη, όπως συμβαίνει σε μια ξένη γλώσσα, όπου διδάσκονται στην αρχή τα βασικά δομικά στοιχεία (ώστε να μοιάζει υπερβολή η αυστηρή εξέταση απαιτητικότερων ζητημάτων!) και επηρεάζει τη μελέτη ενός ευρύτερου συνόλου επιστημονικών κλάδων, των οποίων οι μελλοντικοί φοιτητές θα πρέπει να είναι τουλάχιστον επαρκώς εφοδιασμένοι, όταν κληθούν στο επίπεδο ακαδημαϊκών τους σπουδών να τους αντιμετωπίσουν. Από την άλλη πλευρά, το μάθημα της Κοινωνιολογίας, με μακρά παράδοση και αδιάλειπτη παρουσία στη μαθητική ζωή ήδη από τα χρόνια του Δημοτικού, στο πλαίσιο πολλών μαθημάτων (ενδεικτικά Ιστορίας) αλλά και πάνω από όλα Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής/ Αγωγής του Πολίτη κ.τ.ό. είχε και έχει πάντοτε περισσότερο χρόνο για να επικοινωνήσει τα επιστημονικά του δεδομένα, χωρίς, απ' όσο γνωρίζουμε, να έχει κατορθώσει είτε να δημιουργήσει πολίτες αντάξιους των διδαγμάτων του στην καθημερινότητα είτε να αποφύγει το μηχανιστικό τρόπο μετάδοσης και εξέτασης του αντικειμένου του και μάλιστα σε μια γλώσσα οικεία και σε σχέση με ένα κατά τεκμήριο ανερχόμενο γνωστικό επίπεδο των μαθητών που η κριτική αξιοποίηση της κατακτημένης από καιρό γνώσης του αντικειμένου τους θα έπρεπε να αποτελεί το ζητούμενο. Άλλωστε, κατά το παρελθόν η διδασκαλία του μαθήματος της Κοινωνιολογίας σε επίπεδο αντίστοιχων εξετάσεων είχε εξίσου με τα Λατινικά μετέλθει παρόμοια εξεταστικά πρότυπα (όπως ισχύει εν γένει με όλα τα εξεταζόμενα σε πανελλήνιο επίπεδο μαθήματα) , προφανώς όχι γιατί το ήθελε η ίδια η επιστήμη της αλλά γιατί έτσι απαιτούσαν οι ταχύτατες διαδικασίες αξιολόγησης. Το να προσπαθεί ένας επιστημονικός κλάδος, όπως η Κοινωνιολογία, να καταξιωθεί μέσω μιας αγοραίας και ευτελούς επιχειρηματολογίας κατά των πρακτικών των εξετάσεων (που εν πολλοίς τον αφορούν ή μέλλεται να τον αφορούν) αποτελεί πάνω απ' όλα δεοντολογικό ατόπημα και δείχνει στυγνό επιστημονικό τυχοδιωκτισμό. Νομίζω πως με την επάνοδο των Λατινικών αποκαθίσταται πρωτίστως η ισότιμη και πληρέστερη εκπροσώπηση των επιστημονικών αντικειμένων στο σύγχρονο σχολείο και το πρόγραμμά του και δευτερευόντως καταξιώνεται το μάθημα ως πανελλαδικά εξεταζόμενο. Εναλλακτικά, αν ο ευσεβής πόθος των συναδέλφων Κοινωνιολόγων είναι να αποκτήσουν το παπικό πρωτείο μεταξύ των θεωρητικών επιστημών, μπορούμε, με την πείρα του μακραίωνου παρελθόντος που μελετούμε και τη βαθιά επίγνωση του εκπαιδευτικού λειτουργήματος που μας διακρίνει, να τους το παραχωρήσουμε δοκιμαστικά, υπό τον όρο να μας παραχωρήσουν τις μισές τουλάχιστον από τις διδακτικές ώρες που διακονούν την επιστήμη τους στη 12ετή εκπαίδευση και να επιχειρήσουμε τότε τη σύγκριση που τώρα ασεβώς αξιώνουν.