• Θα πρέπει οι διαδικασίες αξιολόγησης των εκπαιδευτικών να ακολουθούν αυτό που προτάσσει ως κύριο στόχο η σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία: “Το improve not to prove”. Δηλαδή η διαδικασία αξιολόγησης γίνεται πρωτίστως για να λάβει ο αξιολογούμενος εκπαιδευτικός ανατροφοδότηση ώστε να βελτιωθεί και να αποδώσει καλύτερα στο παιδαγωγικό, διδακτικό και διοικητικό του έργο. Στο σχέδιο νόμου διαφαίνεται ότι η αξιολόγηση διολισθαίνει σε μια διαδικασία «αποτίμησης» του έργου του εκπαιδευτικού, η οποία θα κρίνει και την παραμονή του ή όχι στο σχολείο. Επιπροσθέτως ενώ η αξιολόγηση της παιδαγωγικής επάρκειας του διδακτικού προσωπικού γίνεται από ένα συλλογικό όργανο, το Επιστημονικό Εποπτικό Συμβούλιο (ΕΠΕΣ), η αξιολόγηση των άλλων δύο παραμέτρων, διδακτικό και υπηρεσιακό έργο γίνεται από ένα πρόσωπο. Στην περίπτωση του διδακτικού και επιστημονικού έργου την αξιολόγηση κάνει ο Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου, ενώ την Υπηρεσιακή Επάρκεια ο Διευθυντής του Προτύπου ή Πειραματικού Σχολείου. Γίνεται αντιληπτό ότι με αυτό τον τρόπο περιορίζεται η αντικειμενική διάσταση της αξιολόγησης και μεγαλώνει η πιθανότητα μεροληψίας θετικής ή αρνητικής εξαιτίας της προσωπικής και επαγγελματικής σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ αξιολογητών και αξιολογούμενων. Προτείνεται η δημιουργία ενός ενιαίου πλαισίου αξιολόγησης από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.), η οποία σε συνεργασία με τα ΕΠΕΣ των Προτύπων και Πειραματικών Σχολείων θα εφαρμοστεί στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα και τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού να αξιολογήσουν τον Διευθυντή, το Συντονιστή και το ΕΠΕΣ για την απόδοση του. Η αμφίδρομη διαδικασία αξιολόγησης θα συμβάλλει στην εμπέδωση μιας κουλτούρας βελτίωσης, όπου όλοι θα αξιολογούνται από όλους.