• Σχόλιο του χρήστη 'Σκίννερ Ανδρέας-Γεώργιος' | 4 Μαΐου 2020, 13:51

    Λάθος η ύπαρξη του «κατά κεφαλήν εισοδήματος» το οποίο ισούται με το υψηλότερο μεταξύ του «κατά κεφαλήν οικογενειακού εισοδήματος» και του «ατομικού εισοδήματος», καθώς βασίζεται στη λανθασμένη αντίληψη πως το ατομικό εισόδημα του αιτούντος μετεγγραφή δεν διαιρείται μεταξύ των μελών της οικογένειάς του, όπως ακριβώς και των γονέων. Δυστυχώς, ειδικά στην Ελλάδα του 2020, λόγω των οικονομικών δυσκολιών στην Ελλάδα του βασικού μισθού €650 και της ανεργίας 17%, τα όποια έσοδα των εργαζομένων νέων ξοδεύονται σε μεγάλο βαθμό στην κάλυψη των αναγκαίων οικογενειακών εξόδων. Ως προσωπικό παράδειγμα, φοιτητής με ατομικό εισόδημα €2900, που μένει μόνος με την ανύπαντρη, άνεργη μητέρα του. Το κατά κεφαλήν οικογενειακό εισόδημα βρίσκεται στα €1450, αλλά λόγω των τρεχόντων δαπανών (ΔΕΚΟ, τρόφιμα, αποπληρωμή χρεών), το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα είναι πολύ χαμηλότερο. Όμως, κατά κεφαλήν εισόδημα θα θεωρηθούν τα €2900, αριθμός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ένας φοιτητής θα προτιμούσε να μη χρειάζεται να εργαστεί για να μπορέσει να ζήσει και να συνεχίσει τις σπουδές του, ώστε να μπορέσει να συγκεντρωθεί σε αυτές και να τις ολοκληρώσει εγκαίρως, αλλα και να λάβει αξιόλογη βαθμολογία στο πτυχίο του. Οι εργαζόμενοι φοιτητές κατά μεγάλη πλειοψηφία εργάζονται από ανάγκη, ανάγκη που δημιουργήθηκε από τις πολιτικές λιτότητας, και δεν πρέπει να τιμωρούνται για την εργασία τους αυτή. Άλλωστε, ο φοιτητής που αναζητεί να μετεγγραφεί, αναζητεί εγγύτητα στον τόπο κατοικίας του, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την όποια εργασία του προσφέρει το εισόδημα αυτό. Βεβαίως για φοιτητές οι οποίοι έχουν απεξαρτηθεί από την οικογένειά τους, σωστό θα ήταν το κατά κεφαλήν εισόδημά των πράγματι να προκύπτει από το ατομικό τους εισόδημα, όπως για παράδειγμα φοιτητές που δεν λογίζονται ως εξαρτώμενα μέλη στη φορολογική δήλωση των γονέων τους. Βέβαια, πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητο ότι το ατομικό αυτό εισόδημα είναι αποτέλεσμα εργασίας, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις θα παύσει κατόπιν μετακίνησης του εργαζομένου-φοιτητού σε άλλη πόλη. Συνεπώς, προτείνεται το δικαίωμα επιλογής δήλωσης ατομικού εισοδήματος ως κατά κεφαλήν εισόδημα, αντί του κατά κεφαλήν οικογενειακού εισοδήματος, επιλογή που θα βρίσκεται στην ευχέρεια του αιτούντος, δεδομένων ορισμένων κριτηρίων. Παράλληλα, προτείνεται η μοριοδότηση της εργασίας, ώστε να μην διευκολυνθεί η φοίτηση των εργαζομένων και να μη βρεθούν αυτοί στο δίλημμα «Παιδεία ή επιβίωση». Τέλος, στη λάθος κατεύθυνση κινείται ο υπολογισμός του κατά κεφαλήν εισοδήματος ως μέσος όρος των πραγματικών εισοδημάτων της προηγούμενης τριετίας, καθώς ακόμα και εν έτει 2020, μετά από χρόνια σταθερής, αλλά βεβαίως αργής, μείωσης της ανεργίας, απολύονται σε μηνιαία βάση πολλοί εργαζόμενοι· αυτή η ξαφνική ανεργία εύκολα μπορεί να προκαλέσει ανάγκη για μετεγγραφή του σπουδάζοντος τέκνου. Συν τοις άλλοις, για την ευρεία κοινωνική πλειοψηφία, τα χαμηλότερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, τα οποία τυχόν αυξημένα εισοδήματα του παρελθόντος παρέμεναν εισοδήματα βιοπορισμού και όχι χλιδής. Βεβαίως, αγνοώντας πως η κυβέρνηση φαντάζεται «αλλοίωση» της οικονομικής κατάστασης των αιτούντων και υποθέτοντας πώς η κυβέρνηση προβλέπει ανάπτυξη και αύξηση εισοδημάτων, ο υπολογισμός του μέσου όρου εισοδημάτων τριετίας μπορεί να προστατεύσει τους αιτούντες από «τιμωρία» της οποιασδήποτε αύξησης του εισοδήματος, το οποίο άλλωστε δύσκολα θα σημαίνει άνεση, αλλά αντίθετα θα προορίζεται προς κάλυψη των αναγκών και εξόδων που μέχρι πρότινος έμεναν ακάλυπτα. Σαν εναλλακτική λύση προτείνεται να θεωρηθεί κατά κεφαλήν εισόδημα το χαμηλότερο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα της προηγούμενης τριετίας.