• Σχόλιο του χρήστη 'A.M.' | 5 Μαΐου 2020, 21:10

    Παρατηρήσεις και Προτάσεις του Π.Ε.Σ.Ε.Α. επί του πολυνομοσχεδίου για την «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» 1. Για Νηπιαγωγείο Άρθρο 2: Ο Π.Ε.Σ.Ε.Α. θεωρεί ότι η εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στο Νηπιαγωγείο, έστω και πιλοτικά, έρχεται σε αντίθεση με τη φιλοσοφία του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών του Νηπιαγωγείου, οδηγώντας εν τέλει στη σχολειοποίησή του, σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου των Προέδρων και Κοσμητόρων των Παιδαγωγικών Τμημάτων και Σχολών. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν έχουν κατακτήσει πλήρως την μητρική τους γλώσσα ώστε να μπορέσουν να μάθουν μία δεύτερη γλώσσα. Τα δίγλωσσα νήπια και στα νήπια με μαθησιακές δυσκολίες θα επικρατήσει σύγχυση με την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας. Αυτή η νομοθετική ρύθμιση φαίνεται να απορρέει από την προώθηση της πολυγλωσσίας που αποτελεί κεντρικό στόχο της Ε.Ε. (Γιαν Φίγκελ , Επίτροπος Ε.Ε.). Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο «Ευρυδίκη» 2017, στις περισσότερες χώρες η ξένη γλώσσα ξεκινά στην ηλικία μεταξύ 6 και 7 ετών και σε άλλες χώρες στην ηλικία των 8 και 9 (Γερμανία, Φινλανδία, Πορτογαλία κ.ά). Μόλις τρεις χώρες (Πολωνία, Κύπρος και Βέλγιο) όρισαν ως υποχρεωτική την εκμάθηση ξένων γλωσσών στο προσχολικό επίπεδο (Eurydice Report: Key Data on Teaching Languages at School in Europe 2017 Edition). Τα σχολεία για να ανταποκριθούν κατάλληλα στις προσταγές της οικονομίας έχουν την τάση να προσφέρουν τα Αγγλικά ως πρώτη ξένη γλώσσα επιδεικνύοντας οικονομικό ρεαλισμό και επενδύοντας στην κατάρτιση νέων εκπαιδευτικών, φροντίζοντας η ξένη γλώσσα να αποτελεί πρόσθετο μάθημα στη διάρκεια της αρχικής κατάρτισης αυτών. Σε πολλές χώρες της Ε.Ε. το διδακτικό προσωπικό, που διαθέτει τα τυπικά προσόντα διαδασκαλίας, επιμορφώνεται σε ξένες γλώσσες, λαμβάνει συμβουλευτική υποστήριξη και του ανατίθεται η διδασκαλία της ξένης γλώσσας ιδιαίτερα στις πρώτες τάξεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σε αρκετές χώρες της Ε.Ε., ανάμεσά τους και η Ελλάδα, ζητούμενο παραμένει το πρόγραμμα σπουδών της αρχικής κατάρτισης στις σχολές των εκπαιδευτικών το οποίο δεν περιλαμβάνει επαρκή κατάρτιση ώστε να διευκολυνθεί η διδασκαλία ξένων γλωσσών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στη χώρα μας έχουμε το παράδειγμα της διδασκαλίας της δεύτερης ξένης γλώσσας από καθηγητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης οι οποίοι διδάσκουν σε Γυμνάσια και συμπληρώνουν το ωράριό τους στα Δημοτικά. Σημαντικά είναι και όσα αποτυπώνονται στο δίκτυο «Ευρυδίκη» αλλά και από έρευνες: Α) Σύμφωνα με την έκθεση ευρωπαϊκού δικτύου «Ευρυδίκη» για το 2005, το 99% των μαθητών του Γυμνασίου μαθαίνει Αγγλικά με Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε. 87%. Παρ’ όλα αυτά κι ενώ τα Αγγλικά είναι υποχρεωτικά από την Α΄ Δημοτικού, όμως έχουμε το παράδοξο οι γονείς επιλέγουν να επιλέγουν την εγγραφή των παιδιών τους στο ιδιωτικό φροντιστήριο για την εκμάθηση ξένων γλωσσών με οικονομική επιβάρυνσή τους που φτάνει περίπου κατ’ έτος τα 440 εκατομμύρια ευρώ -σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ICAP και τα δεδομένα των οικογενειακών προύπολογισμών της ΕΣΥΕ (2005). Β) Οι μαθητές διδάσκονται Αγγλικά εννέα (9) έτη και δεν μπορούν να έχουν επάρκεια στην ξένη γλώσσα από κρατικό φορέα. Γ) Οι μαθητές από την Ε΄ Τάξη του Δημοτικού διδάσκονται και δεύτερη ξένη γλώσσα. Όμως κι εδώ έχουμε το φαινόμενο, ενώ στο Δημοτικό για δεύτερη ξένη γλώσσα οι μαθητές να προτιμούν τα Γαλλικά στο 68% περίπου, στο Λύκειο να συρρικνώνεται στο 10%. Τα Γερμανικά να είναι στο Γυμνάσιο στο 27% περίπου και στο Λύκειο μόλις στο 2%. Δ) Για τους μαθητές που έχουν μαθησιακές δυσκολίες όπως και για τους μαθητές με διαφορετική μητρική γλώσσα δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, ώστε οι μαθητές αυτοί να μπορούν να διδαχθούν την ξένη γλώσσα με εξειδικευμένο εκπαιδευτικό. Κατά το νόμο, αρκεί να απαλάσσεται ο μαθητής από το μάθημα και τη βαθμολογία της ξένης γλώσσας με το διαχωρισμό του από τους άλλους μαθητές και τη στέρηση ενός βασικού του εκπαιδευτικού δικαιώματος, με δήλωση του γονέα/κηδεμόνα. Είναι καιρός τα προβλήματα της διδασκαλίας της ξένης γλώσσας –σε Δημοτικό και Γυμνάσιο- να αποτελέσουν αντικείμενο ενός ουσιαστικού διαλόγου των εκπαιδευτικών φορέων με το Υπουργείο Παιδείας, χωρίς αιφνιδιασμούς και με μέτρα που δε συνάδουν με την «επιστήμη της παιδαγωγικής», ενώ είναι ημίμετρα εναρμονισμού με τις νόρμες της Ε.Ε. και συντεχνιακών πολιτικών.