• Σχόλιο του χρήστη 'Κωνσταντίνος Μπρούσαλης-Διευθυντής Γυμνασίου Τεγέας' | 21 Ιανουαρίου 2011, 12:36

    Παραθέτω πρόσφατη επιστολή μου προς την υπουργό Παδείας που σχετίζεται με όλα τα ερωτήματα που έχουν τεθεί. Κυρία Υπουργέ Η πολιτική για το συμμάζεμα των δημόσιων οικονομικών και οι πιεστικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την αυστηρή επιτήρηση των δανειστών της χώρας έχει συμπεριλάβει φυσικά στη συζήτηση και το κόστος λειτουργίας της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Ετέθη έτσι εντονότερα και το ζήτημα της διατήρησης ή μη των μικρών (από πλευράς αριθμού μαθητών) σχολικών μονάδων. Το κόστος λειτουργίας αυτών των σχολείων συνδυάστηκε όμως και με την ποιότητα της παρεχόμενης σε αυτά εκπαίδευσης. Έτσι αμφισβητήθηκε από την ίδια την αρμόδια υφυπουργό το παρεχόμενο έργο τους (σε συνάντηση με το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ) και δημιουργείται λοιπόν ένας πρόσθετος λόγος, για να αιτιολογηθεί η κατάργηση αυτών των πολύπλευρα «αντιπαραγωγικών» σχολείων. Ποια όμως είναι η αλήθεια; Βεβαίως η κατάσταση στα μικρά σχολεία δεν είναι πάντα και παντού χωρίς προβλήματα. Είναι γνωστό ότι με ευθύνη της κεντρικής διοίκησης (πολιτικά ρουσφέτια) πολύ συχνά στο παρελθόν απογυμνώνονταν περιφερειακά σχολεία από το εκπαιδευτικό προσωπικό τους που «υπηρετούσε» σε αυτά εικονικά, ενώ οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί βρίσκονταν στην Αθήνα και πριμοδοτούνταν σκανδαλωδώς και με τα προβλεπόμενα μόρια! Ανάλογες επιπτώσεις δημιουργούσε και η πολύ καθυστερημένη χρονικά αναπλήρωση του αναγκαίου εκπαιδευτικού προσωπικού των παραπάνω σχολείων. Τέτοια φαύλα «παιδαγωγικά» συστήματα αποδιαρθρώνανε ή αποδιαρθρώνουν πιθανόν ακόμα την περιφερειακή εκπαίδευση, ευτελίζουν και υποσκάπτουν το δημόσιο σχολείο, κι όχι η δήθεν ανυπαρξία άμιλλας ή η κακή απόδοση των εκπαιδευτικών τα οποία σε πλείστες περιπτώσεις προβάλλονται υπέρβαρα, για να αποτελέσουν το άλλοθι, για να κρυφτούν άλλα λειτουργικά προβλήματα σαν τα προαναφερθέντα. Χιλιάδες όμως ικανότατοι εκπαιδευτικοί έχουν υπηρετήσει ή υπηρετούν σε μικρά περιφερειακά σχολεία. Το έργο που παράγουν με ευσυνειδησία τέτοιοι εκπαιδευτικοί είναι αδιαμφισβήτητο και καταρρίπτει τα ατεκμηρίωτα ιδεολογήματα σύμφωνα με τα οποία στα «μικρά» σχολεία δεν παράγεται υψηλής στάθμης εκπαίδευση. Η εγγύτητα του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του σε ένα μικρό σχολείο με ολιγομελή τμήματα δημιουργεί συνθήκες εντατικότερης σχέσης μαθητή και δασκάλου ακόμα και εξατομικευμένης παρέμβασης του τελευταίου στη διδακτική και παιδαγωγική πράξη με προφανέστατα πλεονεκτήματα. Το ότι τα περισσότερα μικρά σχολεία βρίσκονται στην περιφέρεια και σε απομεμακρυσμένα ορεινά χωριά ή στα νησιά στα οποία δεν λειτουργούν φροντιστήρια, και με δεδομένη την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των οικογενειών (συνήθως χαμηλού εισοδήματος) που εμπιστεύονται τα παιδιά τους στα χέρια των δημόσιων λειτουργών εκπαιδευτικών, καθιστά το ειδικό βάρος και το ρόλο των παραπάνω «μικρών» σχολείων ακόμα μεγαλύτερο αν όχι αποκλειστικό. Θα μπορούσαμε μάλιστα αβασάνιστα να ισχυριστούμε ότι σε τέτοια ακριβώς σχολεία πραγματώνεται το αποκλειστικά «καθαρό» έργο που παράγεται στο δημόσιο σχολείο, ανόθευτο από την ισχυρή επιμιξία της φροντιστηριακής «παραπαιδείας», που συνυπάρχει οργανικά. Της παραπαιδείας που αποτελεί το ζωτικό αλλά και νοσηρό ταυτόχρονα πνεύμονα, η οποία, ενώ αποδομεί το δημόσιο σύστημα, ταυτόχρονα συνδιαμορφώνει το τελικό αποτέλεσμα στα μεγάλα σχολεία των αστικών κέντρων. Διερωτόμαστε όμως πώς μπορεί να αξιολογηθεί το έργο των μεγάλων και μαζικών δημόσιων σχολείων στα αστικά κέντρα χωρίς να μετρηθεί η βαρύνουσα συνεισφορά της διαρκούς στήριξής τους (από τα πρώτα κιόλας βήματά του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση) στο ιδιωτικό παράλληλο σχολείο – φροντιστήριο; Κι ενώ τα ευδιάκριτα προβλήματα του μαθητή της μικρής σχολικής μονάδας αντιμετωπίζονται ευχερέστερα και αποτελεσματικότερα για τη βελτίωση της επίδοσής του, αντίθετα σε ένα μεγάλο και «εύρωστο» μαζικό σχολείο, ασφαλώς λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας εντατικότερης ατομικής ενασχόλησης του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του, οι «κακοί» μαθητές κινδυνεύουν απλώς να «χαθούν» και να αποτελέσουν ένα περιθωριακό στατιστικό μέγεθος. Είναι δε γνωστή η απελπιστική κατάσταση που δημιουργείται σε μεγάλες σχολικές μονάδες, όταν πολλές φορές ακυρώνονται και οι φιλότιμες προσπάθειες των εκπαιδευτικών να αποδώσουν στο έργο τους. Σε αυτό το σημείο άλλωστε πρέπει να επισημανθεί ότι από περιφερειακά μικρά σχολεία των χωριών μας χωρίς φροντιστήρια έχουν αποφοιτήσει στο πρόσφατο παρελθόν μαθητές κορυφαίων επιδόσεων με υψηλές διακρίσεις ακόμα και σε πανελλήνιο επίπεδο. (Μπορούν να αναφερθούν συγκεκριμένα στοιχεία). Ακούγεται ακόμα κατά κόρον (στην εποχή του διαδικτύου και της επανάστασης στις επικοινωνίες) η ανυπαρξία δήθεν «κοινωνικοποίησης» σε μικρές σχολικές μονάδες. Παραγνωρίζεται όμως ότι πολλές πρωτοβουλίες και σημαντικές πολιτιστικές εκδηλώσεις (θεατρικά έργα κτλ) έχουν αναπτυχθεί ακριβώς σε τέτοια «μικρά» σχολεία. Εκεί όπου δεν κατατρώγονται οι σάρκες του δημόσιου συστήματος παιδείας από το σύνδρομο και τη γάγγραινα της παραπαιδείας, ενώ ξεδιπλώνεται η δημιουργικότητα μαθητών και εκπαιδευτικών σε ένα φιλικό οικογενειακό περιβάλλον με ιδιαίτερη έμφαση στις ανθρωπιστικές πλευρές της εκπαίδευσης. Πολλά μικρά σχολεία στεγάζονται μάλιστα σε άνετα κτήρια με υπερεπάρκεια αιθουσών διδασκαλίας και εξοπλισμού, για τις σύγχρονες ανάγκες της εκπαίδευσης. Βρίσκονται σε μεγάλα γήπεδα που διαθέτουν στίβο για αθλητισμό, άνετες εγκαταστάσεις αθλοπαιδιών σε άριστο φυσικό περιβάλλον ( π.χ. στην Αρκαδία τα Γυμνάσια Βυτίνας, Καστριού κι άλλα). Επιπλέον δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι αρκετά σχολεία απολαμβάνουν και προνόμια από ντόπια κοινωφελή πατριωτικά ιδρύματα ή συγκεντρώνουν έκτακτες χρηματοδοτήσεις και δωρεές συμπατριωτών. Είναι λοιπόν άδικο να συγχέεται η αναγκαιότητα εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών της χώρας μας με το αδιαμφισβήτητο έργο που παράγουν οι μικρές σχολικές μονάδες και να αγνοείται ή να υποβαθμίζεται η μεγάλη εκπαιδευτική και πολιτιστική προσφορά τους με ότι αυτό συνεπάγεται υπέρ της υπαίθρου. Γιατί η αλληλο-συμπληρωματική λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων αποσοβεί την ολοκληρωτική κοινωνικοοικονομική κατάρρευση των μικρών περιφερειακών κέντρων και των έσχατων πυρήνων ανθρώπινης παρουσίας και κοινωνικού ιστού στην ύπαιθρο. Με αυτή την έννοια ακόμα και οι πολύ μικρές και ισχνές σχολικές μονάδες έχουν τη δική τους συνεισφορά. Πού οδηγεί όμως η διαρκής κρατική απόσυρση (ταχυδρομεία, αστυνομία, δημοτικές υπηρεσίες, σχολεία κτλ) από την ύπαιθρο; Μήπως σε περαιτέρω εκρίζωση από τις εστίες τους και όσων (ελάχιστων) νέων απομείνανε εκεί; Μήπως σε έμμεσο εξαναγκασμό εγκατάλειψής της και παντελούς απερήμωσής της με οικονομικές αλλά και απρόβλεπτες καταστροφικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις; Θα αφεθούν όλα στην υποτιθέμενη ανάπτυξη μέσω του τουρισμού; Μήπως δίνεται επίσημα το σύνθημα «Οχυρωθείτε όλοι στις πόλεις κι αφήστε στα χωριά μόνο παπάδες για να θάβουν» και «τώρα που βρήκαμε παπά (Καλλικράτη) ας θάψουμε μερικούς ακόμα»; Η παρουσία υπηρεσιών στην περιφέρεια (την ορεινή κυρίως) θα έπρεπε να αποτελεί βασική εθνική πολιτική σαν ελάχιστη επιδότηση για την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής μεταφοράς και μετάγγισης πόρων από τα υπερσυγκεντρωτικά κέντρα στη λεηλατημένη και κατεστραμμένη κοινωνικοοικονομικά περιφέρεια της Ελλάδας. Αν μιλάμε όμως για εξοικονόμηση πόρων και για ορθολογική κατανομή τους (στην Παιδεία) μήπως θα έπρεπε να αρχίσουμε από κάπου άλλού; Μήπως πρέπει να στρέψουμε αλλού την προσοχή μας αντί να κοιτάμε να «βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι» αποσύροντας λίγες μικρές σχολικές μονάδες βασικής εκπαίδευσης από την ύπαιθρο; Μήπως πρέπει να εξορθολογίσουμε διοικητικές δομές και να καταργήσουμε π.χ. περιττούς ενδιάμεσους κόμβους και γραφεία απλουστεύοντας διαδικασίες που δεσμεύουν μάχιμο εκπαιδευτικό προσωπικό και επιτείνουν τη γραφειοκρατία; Μήπως καταργώντας άλλες αδικαιολόγητες ελαστικές δαπάνες ή ακατανόητα προνόμια; Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε την απλόχερη πολιτική ίδρυσης και διασποράς ανά την επικράτεια πανεπιστημιακών σχολών και ΤΕΙ με τις πιο απίθανες ειδικότητες όπου εισάγονται σωρηδόν νέοι με εξευτελιστικές βαθμολογίες χωρίς όμως να εξασφαλίζουν επαγγελματική προοπτική; Ποιο είναι το αιματηρό κόστος για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αλλά και για τα δημόσια οικονομικά; Πώς γίνεται η κατασπατάληση πόρων για μονάδες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αμφίβολης σκοπιμότητας όπου συνδυάζονται κι αποκαλύπτονται «ακαδημαϊκά» σκάνδαλα «υψηλότατου» επιπέδου, νεποτισμός, κακοδιαχείριση κτλ; Μήπως επιτέλους πρέπει να εξετάσουμε και να συμμαζέψουμε τα τεράστια κόστη από τη στέγαση δημόσιων υπηρεσιών (και του υπουργείου Παιδείας) σε ακατάλληλα διάσπαρτα ιδιωτικά κτήρια μέσα στις πόλεις σαν την Τρίπολη π.χ. όπου ξετρυπώνονται από τον πολίτη ανάμεσα σε κακόγουστες πολυκατοικίες, πολιορκημένες από Ι.Χ αυτοκίνητα ή σε απίθανες μονοκατοικίες ή ακόμα και μέσα στους σταθμούς των λεωφορείων του ΚΤΕΛ! Μήπως όλα αυτά συνιστούν πλευρές μιας χρεοκοπημένης διαχείρισης των οικονομικών της χώρας; Μήπως είναι καιρός να αξιοποιηθούν λίγο έξω από τον αστικό πυρήνα της Τρίπολης στα γειτνιάζοντα χωριά και κάποια ευρύχωρα άδεια κτήρια (π.χ. πρώην Δημ. Σχολεία) για στέγαση διοικητικών υπηρεσιών της Εκπαίδευσης συνδυασμένα με τακτική δημόσια συγκοινωνία με πολύπλευρο όφελος από την οριζόντια περιαστική ανάπτυξη; Ειδικά στη δημογραφικά εξαντλημένη και διαρκώς απισχνούμενη ορεινή Αρκαδία θεωρώ πάντως ότι υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για περαιτέρω καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων και η μείωση δαπανών που θα προκύψει θα είναι ασήμαντη. Σε κάθε περίπτωση όμως το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερη προσοχή από τα αρμόδια όργανα διοίκησης της Εκπαίδευσης και με αποφασιστική γνωμοδότηση των δημοτικών Αρχών. Γενικά η διατήρηση ή κατάργηση μιας σχολικής μονάδας να εξετάζεται με κριτήρια: 1. Τη στήριξή της ή όχι από την τοπική κοινωνία. 2. Τις συνθήκες μεταφοράς των μετακινούμενων μαθητών από τις εστίες τους λαμβανομένων υπ’ όψιν των συγκοινωνιακών δυσκολιών στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές. 3. Τη στήριξή της από του Δήμους. 4. Την κατάσταση της κτηριακής και λοιπής υποδομής της. 5. Την προοπτική διατήρησης μιας κρίσιμης μάζας μαθητικού δυναμικού περίπου 5 μαθητών ανά τμήμα (με πολύ ελαστική εφαρμογή) ανάλογα με τις συγκυρίες ιδιαίτερα στα νησιά. 6. Την αξιολόγηση της βιωσιμότητάς της σε μια περίοδο μερικών σχολικών ετών και με βάση τη διαμορφούμενη προοπτική φοίτησης μαθητών.