• Σχόλιο του χρήστη 'Eυαγγελία Κρούπη' | 22 Ιανουαρίου 2011, 15:45

    Δύο από τα τρία παιδιά μας φοιτούν σε Πειραματικό Γυμνάσιο και Λύκειο αντίστοιχα. Η απόσταση που διανύουν καθημερινά με Ι.Χ. αυτοκίνητο ή με αστική συγκοινωνία είναι εξαντλητική. Οι ελπίδες μας ότι η συγκεκριμένη επιλογή σχολείου θα καθιστούσε την εξωσχολική βοήθεια των φροντιστηρίων περιτή διαψεύστηκε. Θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια χαρακτηριστικά των Πειραματικών Σχολείων, όπως αυτά τα βιώνουμε μέσα από την σχολική καθημερινότητα των παιδιών μας. Από αυτά προκύπτουν προτάσεις βελτίωσης της λειτουργίας τους. Ας δούμε κάποια πλεονεκτήματα των Πειραματικών Σχολείων: 1. Το κατά βάση υψηλό επίπεδο διδασκαλίας και μάθησης σε σχέση με το αντίστοιχο επίπεδο ενός δημόσιου σχολείου. Τα πειραματικά σχολεία διατηρούν αποθέματα της παλιάς τους "αίγλης". 2. Το εκπαιδευτικό προσωπικό βρίσκεται με την έναρξη της σχολικής χρονιάς στη θέση του, σπάνια υπάρχουν μεγάλα διαστήματα αναμονής κάποιας συγκεκριμένης ειδικότητας. 3. Μεταξύ των διδασκόντων σημειώνεται συνήθως υγιής ανταγωνισμός για επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων, ιδιαίτερα όταν προετοιμάζονται για δειγματικές διδασκαλίες με ακροατήριο εντός και εκτός του σχολικού τους χώρου (συνάδελφοι, φοιτητές, καθηγητές άλλων σχολείων ή σχολών κλπ.). 4. Αν και το σύστημα εισαγωγής προϋποθέτει την κλήρωση των μαθητών, υπάρχει μια ομοιογένεια της μαθητικής κοινότητας. Η εν λόγω ομοιογένεια διευκολύνει από τη μία κατά μεγάλο μέρος την εκπαιδευτική διαδικασία και από την άλλη αποτρέπει μαθητές – γονείς μαθητών με χαμηλότερο επίπεδο να μπουν στη διαδικασία συμμετοχής σε μια κλήρωση με αμφίβολο αποτέλεσμα για ένα σχολείο που βρίσκεται (συνήθως) μακριά από τον τόπο διαμονής τους. 5. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις των πειραματικών σχολείων βρίσκονται σε περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, σημαντικός παράγοντας για την ψυχική υγεία και ηρεμία μαθητών και εκπαιδευτικών. Ας δούμε όμως και κάποια μειονεκτήματα των Πειραματικών Σχολείων: 1. Ο ιστός της μαθητικής κοινότητας και κατ’ επέκταση των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων είναι ιδιαίτερα εύθραυστος. Οι αποστάσεις δεν ευνοούν την ταύτιση μαθητών και γονιών με σχολεία που βρίσκονται μακριά από τον τόπο διαμονής τους και που επακόλουθα έχουν τις τοπικές τους ιδιαιτερότητές, τα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά κ.ο.κ. Αυτό γίνεται αντιληπτό από την πολύ χαμηλή συμμετοχή των γονέων-κηδεμόνων στις συνελεύσεις του συλλόγου τους. 2. Η υποχρηματοδότηση των Πειραματικών Σχολείων έχει τα ίδια τραγικά αποτελέσματα με οποιοδήποτε άλλο σχολείο, με τη διαφορά ότι σε αυτά ανοίγει μία τεράστια ψαλίδα μεταξύ σκοπών λειτουργίας τους σαν σχολεία καινοτόμων δραστηριοτήτων / εκπαιδευτικών διαδικασιών και της απογοητευτικής καθημερινής λειτουργίας σε αίθουσες κλουβιά ή ανύπαρκτες αίθουσες φυσικών επιστημών, ξένων γλωσσών, πληροφορικής, οπτικοακουστικών μέσων κλπ. 3. Το εκπαιδευτικό προσωπικό –πέρα από την προϋπόθεση της πενταετούς προϋπηρεσίας στη δημόσια εκπαίδευση- συγκροτείται όπως σε κάθε άλλο σχολείο με τα γνωστά κριτήρια τοποθέτησης (αίτηση υποψηφίου, συγκέντρωση μορίων) και λαμβάνει μία οργανική «προσωποπαγή» θέση που καθιστά κάθε βελτίωση, νεοτερισμό, αλλαγή μεθόδου διδασκαλίας (και αλλαγή νοοτροπίας) αδύνατη. Η λύση θα ήταν μία – πάντα σε λογικά πλαίσια και συνεξετάζοντας τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε σχολείου ξεχωριστά- ανανέωση του διδακτικού προσωπικού μετά το πέρας π.χ. μιας εξαετίας. Οι γνώσεις που τυχόν αποκτήθηκαν στα Πειραματικά Σχολεία θα μπορούσαν έτσι να συμβάλλουν στην αναβάθμιση άλλων δημοσίων σχολείων. Επίσης, τα τυπικά προσόντα πρόσληψης του εκπαιδευτικού προσωπικού πρέπει να διευρυνθούν. Όχι το μεταπτυχιακό, αλλά οι προσπάθειές του για μια αξιοπρεπή, δημιουργική και ευφάνταστη μαθησιακή διαδικασία, η συμμετοχή του σε προγράμματα και δρώμενα πέρα από την ίδια τη διδασκαλία, είναι ίσως σημαντικότερα κριτήρια. 4. Η ομοιογένεια που αναφέρεται στα θετικά στοιχεία αναμφισβήτητα μπορεί από άλλη σκοπιά να αποτελέσει ένα εξίσου αρνητικό σημείο αναφοράς. Οι μαθητές των Πειραματικών Σχολείων σίγουρα δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας. Η ένταξή τους σε αυτή μετά την αποφοίτηση μπορεί να έχει κατά συνέπεια και τις αντίστοιχες δυσκολίες προσαρμογής. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος αντίθεσής μου με την ίδρυση Προτύπων-Αριστείων. 5. Παρότι η κλήρωση ορίζει συγκεκριμένο αριθμό εισακτέων μαθητών (33 αγόρια και 33 κορίτσια, δηλαδή 66 μαθητές ανά σχολική χρονιά), τα τρία τμήματα που συγκροτούνται είναι συγκριτικά με άλλα δημόσια σχολεία ιδιαίτερα πολυπληθή (27-30μαθητές), γεγονός που αφήνει ερωτηματικά σε σχέση με το αδιάβλητο του συστήματος εισαγωγής. 6. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί η αγωνία των οικογενειών με περισσότερα του ενός παιδιού όταν για κάθε τους παιδί είναι απαραίτητη η εκ νέου συμμετοχή στην κλήρωση. Σε περίπτωση που η «τύχη» δεν είναι με το μέρος τους, η σχολική καθημερινότητα μεταξύ δύο ή και τριών ακόμη διαφορετικών σχολείων είναι όχι απλά δύσκολη αλλά σημαίνει στην κυριολεξία το «διαμελισμό» της οικογένειας και κάθε κοινωνικής τους δραστηριότητας. Θεωρώ ότι η εισαγωγή των αδελφών-μαθητών θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη, κάτι που εφαρμόζεται π.χ. και στα σχολεία του Αρσακείου ή άλλων σχολείων με ημιδημόσιο χαρακτήρα.