• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Αγαπάκης' | 23 Ιανουαρίου 2011, 15:33

    Τα τελευταία χρόνια η εκπαιδευτική κοινότητα στον τόπο μας βρίσκεται ενώπιον μιας αντιφατικής πραγματικότητας. Παρά την αύξηση με ανησυχητικούς ρυθμούς του φαινομένου της μαθητικής διαρροής και της σχολικής εγκατάλειψης στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης, ταυτόχρονα παρατηρείται σημαντική τάση συσσώρευσης των μαθητών σε ορισμένες σχολικές μονάδες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σχολικές μονάδες να ασφυκτιούν λόγω του υπερβολικά μεγάλου αριθμού μαθητών που εγγράφονται σε αυτές, ενώ κάποιες άλλες συρρικνώνονται. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αναπόφευκτα πολλαπλά προβλήματα. Οι κτιριακές υποδομές των σχολικών μονάδων που σφύζουν από μαθητές αδυνατούν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες της πολυπληθούς μαθητικής κοινότητας, γεγονός που παρακωλύει την ομαλή διεξαγωγή όλων των μαθημάτων. Οι υπάρχουσες σχολικές αίθουσες δεν επαρκούν για να συμπεριλάβουν τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό των μαθητών, ενώ πολλές από εκείνες τις αίθουσες που προορίζονταν για παρουσιάσεις ή προβολές, λόγω του ότι διέθεταν τον κατάλληλο υλικοτεχνικό εξοπλισμό, αποτελούν πλέον -εξ ανάγκης- αίθουσες διδασκαλίας για τα νεοσυσταθέντα κάθε χρονιά τμήματα. Επίσης σε πολλά σχολικά συγκροτήματα χρησιμοποιούνται ως αίθουσες διδασκαλίας χώροι εντελώς ακατάλληλοι από πλευράς ασφάλειας και υγιεινής ενώ σε πολλά άλλα τοποθετούνται λυόμενες αίθουσες συρρικνώνοντας τον αύλειο χώρο του σχολείου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν σχολικές μονάδες που διαθέτουν επαρκείς κτιριακές εγκαταστάσεις, οι οποίες όμως μένουν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητες, λόγω του περιορισμένου αριθμού μαθητών που εγγράφονται σε αυτές. Στα σχολικά αυτά συγκροτήματα (ορισμένα μάλιστα από τα οποία έχουν ανεγερθεί πρόσφατα) υπάρχει διαθεσιμότητα θέσεων για περισσότερους μαθητές, δυστυχώς όμως δεν υπάρχει ανάλογο ενδιαφέρον για την κάλυψη των θέσεων αυτών. Η πραγματικότητα που σκιαγραφήθηκε παραπάνω δημιουργεί στο δημόσιο σχολείο, πέραν του κτιριακού, ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που σχετίζεται με την εμφάνιση διδακτικών ανισοτήτων ανάμεσα στους μαθητές της ίδιας περιοχής. Το έργο των εκπαιδευτικών δυσχεραίνεται μέσα σε πολυπληθή τμήματα, καθώς οι ίδιοι αδυνατούν στο πλαίσιο της διδασκαλίας να αναγνώσουν και να ανταποκριθούν στις ανάγκες όλων ανεξαιρέτως των μαθητών. Αντιθέτως, οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν σε σχολικές μονάδες που διαθέτουν ολιγομελή τμήματα, έχουν το χρονικό περιθώριο να ενσκήψουν στα αιτήματα όλων των μαθητών τους, παρακολουθώντας και υποβοηθώντας εκ του σύνεγγυς τη μαθησιακή πορεία τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι πασιφανές ότι αυτό που χρειάζεται να γίνει άμεσα είναι ο επανακαθορισμός των περιοχών που «τροφοδοτούν» τις σχολικές μονάδες στους διευρυμένους σήμερα Δήμους. Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, θα πρέπει να προσδιοριστεί εκ νέου ο αριθμός των μαθητών στις συνοικίες των αστικών κέντρων και των χωριών του κάθε Δήμου. Πολλές από αυτές ίσως έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω της αυξανόμενης πληθυσμιακής μετατόπισης σε προάστια που βρίσκονται έξω από το αστικό κέντρο ενώ κάποια χωριά έχουν πληθυσμιακά συρρικνωθεί. Ωστόσο η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να ολοκληρωθεί αιφνιδιαστικά με προχειρότητα και αποσπασματικές ρυθμίσεις ερήμην της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά και της κάθε τοπικής κοινωνίας γενικότερα. Θα πρέπει να προηγηθεί διάλογος με τους εμπλεκόμενους φορείς, προκειμένου να ληφθούν υπόψη όλες οι παράμετροι, ώστε η ανακατανομή να είναι ισότιμη για όλα τα σχολεία. Έτσι θα ωφεληθούν οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί στην άσκηση του διδακτικού τους έργου.