• Σχόλιο του χρήστη 'Άγγελος Σοφιανίδης' | 12 Ιουνίου 2022, 14:35

    Το νομοσχέδιο εισάγει μια σειρά από αλλαγές στην οριοθέτηση και στο έργο των μελών ΕΔΙΠ που είναι ακατανόητες ή άδικες και μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία του Πανεπιστημίου. α. Άρθρο 21 (παράγραφος 6): Παρότι σε διάφορα σημεία του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι τα μέλη ΕΔΙΠ έχουν γνωστικό αντικείμενο αυτό δεν ορίζεται σαφώς στο άρθρο που αναφέρεται σε αυτό. Ο προσδιορισμός του τρόπου ορισμού του γνωστικού αντικειμένου πρέπει να συμπεριληφθεί στο εν λόγω άρθρο. β. Άρθρο 127: Πολύ θετική η αλλαγή που διευθετείται το ζήτημα με τη παροχή διδακτικού έργου από τους δημόσιους υπάλληλους (εξαίρεση από τις διατάξεις άδειας άσκησης ιδιωτικού έργου με αμοιβή). Τα μέλη ΕΔΙΠ πρέπει να συμπεριληφθούν ως δημόσιοι υπάλληλοι σε αυτή τη διάταξη. γ. Άρθρο 164 (παράγραφος 1): Τα μέλη ΕΔΙΠ υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την λειτουργία των Τμημάτων τους διδάσκοντας θεωρητικά μαθήματα του επιστημονικού αντικειμένου τους. Παρόλα αυτά, στο νομοσχέδιο το έργο τους περιορίζεται ως "εργαστηριακό – εφαρμοσμένο διδακτικό έργο". Αυτή η αλλαγή (που είναι ακατανόητο πως προέκυψε) αφ’ ενός υποβαθμίζει τον ρόλο των μελών ΕΔΙΠ και το έργο τους και κυρίως θα κάνει αδύνατη την υποστήριξη των μαθημάτων των Τμημάτων. Η ανάθεση "αυτοδύναμης διδασκαλίας" θεωρητικών μαθημάτων πρέπει να ενσωματωθεί στο εν λόγω άρθρο. Επιπλέον, στο νομοσχέδιο δεν δίνεται η δυνατότητα στα μέλη ΕΔΙΠ να συμμετέχουν στην επίβλεψη (οι κάτοχοι διδακτορικών και στο γνωστικό τους αντικείμενο) και στην εξέταση (όλων των μελών ΕΔΙΠ) Διδακτορικών Διατριβών παρόλο που δίνεται αυτή η δυνατότητα στελέχη της αγοράς και "λέκτορες εφαρμογών" (που πιθανό δεν είναι κάτοχοι διδακτορικών), αντίστοιχα. Η παραχώρηση αυτού του δικαιώματος είναι δίκαιη, λογική και ακαδημαϊκά ορθή. δ. Άρθρο 164 (παράγραφος 2): Στο άρθρο αυτό που ορίζεται η βαθμίδα των ΕΔΙΠ δεν γίνεται αναφορά στο εργασιακό τους ωράριο, όπως γινόταν σε παλιότερους νόμους κατ' αναλογία αυτού των μελών ΔΕΠ. Η ασάφεια πρέπει να ρυθμιστεί. ε. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως τα μέλη ΕΔΙΠ είναι ερευνητές/ερευνήτριες που παράγουν σημαντικό επιστημονικό έργο για το πανεπιστήμιο. Στο νομοσχέδιο δεν προβλέπεται η δυνατότητα για άδειες απουσίας μικρής διάρκειας -ούτε για ένα ολιγοήμερο συνέδριο. Θεωρώ ότι πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα εκπαιδευτικής άδειας και σε μέλη ΕΔΙΠ (όπως προβλεπόταν και στο Π.Δ 147/2009). στ. Άρθρο 243 (παράγραφος 6): Στο άρθρο αναφέρεται η δυνατότητα των μελών ΕΔΙΠ και ΕΕΠ να συμμετέχουν σε Προγράμματα των ΕΛΚΕ χωρίς να καταβάλλονται εισφορές υπέρ του e-ΕΦΚΑ, αλλά παραλείπεται η αναφορά σε προγράμματα ή έργα που συγχρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ. Αναφορά που πρέπει να συμπεριληφθεί. ζ. Άρθρο 246(παράγραφος 4): Τα μέλη ΕΔΙΠ εξισώνονται με τα μέλη ΔΕΠ ως προς την καταβολή του 5% των αποδοχών τους από ερευνητικά προγράμματα. Όμως, στη παράγραφο 3 δεν γίνεται αναφορά σχετικά με τα ανώτατα όρια αμοιβών και ποια ποσά υπολογίζονται σε αυτά. Για λόγους ισονομίας, στην πρόβλεψη της παραγράφου 3 πρέπει να συμπεριληφθούν και οι ΕΕΠ και ΕΔΙΠ. ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΕΔΙΠ Το τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό αφορά την ακαδημαϊκή εξέλιξη των μελών ΕΔΙΠ. Πολλά από τα μέλη ΕΔΙΠ κατέχουν διδακτορικό, κάνουν έρευνα και έχουν σημαντικό δημοσιευμένο έργο, διεκδικούν και συμμετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα, διδάσκουν θεωρητικά και μη μαθήματα, επιβλέπουν πτυχιακές και διπλωματικές εργασίες και έχουν εν γένει ακαδημαϊκό προφίλ και έργο που θα επέτρεπε την εξέλιξη τους σε βαθμίδα ΔΕΠ. Ιστορικά (στις απαρχές της βαθμίδας) τα μέλη ΕΔΙΠ πιθανόν δεν είχαν τέτοιο προφίλ και ρόλο και η μη εξέλιξη μπορεί να ήταν φυσιολογική, η διατήρηση του καθεστώτος μη δυνατότητας ακαδημαϊκής εξέλιξης των μελών ΕΔΙΠ σε μέλη ΔΕΠ με βάση το σημερινό προφίλ και έργο τους είναι κατάφορα άδικη και αρνητική για το πανεπιστήμιο. Η παροχή αυτής τη δυνατότητας θα ενισχύσει το προφίλ των Πανεπιστημίων, θα ανανεώσει και θα δώσει ώθηση στα Τμήματα (η δυνατότητα διεκδίκησης προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων θα είναι σημαντικά πιο εύκολη) και πολλές νέες δυνατότητες σε φοιτητές και φοιτήτριες να ασχοληθούν με την έρευνα, χωρίς αυτό να επιβαρύνει σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό.