• Σχόλιο του χρήστη 'Πλάτων Τήνιος' | 14 Ιουνίου 2022, 12:01

    Το σκεπτικό: Σε γηράσκουσες κοινωνίες υπάρχει αδήριτη ανάγκη – οικονομική και κοινωνική, συλλογική και ατομική - για περισσότερη εργασία ατόμων μεταξύ 50 και 70. Το Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα: Ενώ ο χρόνος καταπονεί το σώμα, αυτό που παλαιότερα λεγόταν ‘σοφία’, συσσωρεύεται. Παρά ταύτα, ανώτατα όρια εργασίας, υποχρεωτική αποχώρηση, συναντώνται σε δύο επαγγέλματα: σε πιλότους και σε πανεπιστημιακούς. Το πρώτο εξηγείται ως προστασία των επιβατών· στους πανεπιστημιακούς είναι άδηλο ποιοί προστατεύονται. Αν πιστεύουμε ότι μια γηράσκουσα κοινωνία οφείλει να αξιοποιεί τους ανθρώπους της, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί χώρες όπως η Φιλανδία, η Γερμανία, η Ελλάδα, αλλά και πανεπιστήμια όπως της Οξφόρδης επιμένουν να αποπέμπουν τους δασκάλους μόλις αυτοί πιάσουν τα 67 ή λίγο αργότερα. Η Ελλάδα πρωτοτυπεί, αφού το θέμα ρυθμίζει το ίδιο το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 16): «Νόμος ορίζει το όριο ηλικίας των καθηγητών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων· εωσότου εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει το ακαδημαϊκό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους». Να σημειωθεί ότι το 1975 δεν υφίστατο ηλικία συνταξιοδότησης στο Δημόσιο, ενώ η ηλικία αποχώρησης στο ΙΚΑ ήταν πολύ μικρότερη των 60. Άρα, το 67 ως ανώτατη ηλικία φάνταζε τότε εξωπραγματικά υψηλή. Εξ άλλου, η διατύπωση του Συντάγματος καθιστά σαφές ότι για να αλλάξει (π.χ. να αυξηθεί το όριο, να καταργηθεί ή να γίνει πιο ευέλικτο) απαιτείται απλή τροπολογία. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι για ποιον λόγο το Σύνταγμα παρεμβαίνει, αλλά για ποιον λόγο η συνταγματική προτροπή νομοθέτησης αγνοήθηκε για 50 χρόνια. Από τότε, επεκτάθηκε το προσδόκιμο ζωής κατά 15 έτη, ενώ από το 2010 τα ελάχιστα όρια συνταξιοδότησης βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής. Για να ακριβολογούμε, η απαγόρευση αφορά μόνο εργασία μέσα στο Πανεπιστήμια. Σε επιστημονικά αντικείμενα με την δυνατότητα δραστηριοποίησης εκτός ακαδημαϊκού χώρου – γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί – η απαγόρευση απλώς μετατοπίζει την επαγγελματική δράση προς την ελεύθερη αγορά. Η αυξημένη επιρροή αυτών των ειδικοτήτων στα ακαδημαϊκά όργανα ίσως εξηγεί την απουσία του ζητήματος στις πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις. Η απαγόρευση, αντιθέτως, ισοδυναμεί με καταδίκη για την βασική έρευνα και για την διδασκαλία. Πριν κάποια χρόνια, η επιθυμία Ελβετών επιστημόνων να συνεχίσουν την έρευνά τους, τους υποχρέωσε να μετακομίσουν τα εργαστήριά τους στην Καλιφόρνια, όπου η εργασία στα πανεπιστήμια είναι ανεμπόδιστη από το 1994 – ένα Γκρίζο Brain Drain. Αν εξετάσουμε την Ελλάδα σε σχέση με την διεθνή πρακτική, αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι η ύπαρξη της απαγόρευσης, όσο η ακαμψία στην εφαρμογή της. Πολλές χώρες εφαρμόζουν ανώτατο όριο στα Πανεπιστήμια: Όμως αυτό κατά κανόνα είναι υψηλότερο από το Ελληνικό (Ιταλία, Ισραήλ, Νιγηρία 70), ενώ είναι σημαντικά υψηλότερο από το γενικό ελάχιστο. Προβλέπονται, επίσης, διαδικασίες για ατομικές εξαιρέσεις – αν π.χ. αν τίθεται σε κίνδυνο πρόγραμμα έρευνας. Οι εξαιρέσεις αυτές χορηγούνται με σχετική ευκολία τα πρώτα χρόνια μετά την απαγόρευση. Στην Αγγλία ο Νόμος Ισότητας 2010 επιτρέπει ανώτατο όριο μόνο όταν τεκμηριώνεται ότι προάγει ‘αντικειμενικό σκοπό’. Όμως, η Οξφόρδη, μόνη στην Αγγλία, επιμένει σε όριο στα 68, (με εξαιρέσεις ως 70). Το δικαστήριο ανέλυσε την ύπαρξη δύο αντικρουομένων εννοιών δικαιοσύνης: Από τη μια η καταπάτηση δικαιωμάτων μεγαλύτερων που εκδιώκονταν με μόνο κριτήριο την ηλικία χωρίς συνυπολογισμό ατομικών συνθηκών· από την άλλη, η ανάγκη για ανανέωση. Ειδικά στην Οξφόρδη η απαγόρευση προάγει το φλέγον εκεί ζήτημα της ταξική;, εθνοτικής και έμφυλης ποικιλομορφία – αφού επιτρέπει την είσοδο σε υποεκπροσωπούμενες ομάδες. Το θέμα της ανανέωσης είναι ίσως το ισχυρότερο επιχείρημα για ύπαρξη των ορίων. Αυτό όμως προϋποθέτει (α) πραγματική διάθεση ανοίγματος και (β) ισχυρή ζήτηση για ένταξη στα Πανεπιστήμια. Αυτή παραμένει ισχυρή εκεί όπου το Πανεπιστήμιο συνδυάζεται με ιδιωτική σταδιοδρομία, σε πολλά άλλα όμως ο ανταγωνισμός από τον ιδιωτικό τομέα δυσχεραίνει πολύ την ανανέωση. Σήμερα πολλά τμήματα δυσκολεύονται να στελεχώσουν θέσεις, ακόμη και αν έχουν μεσολαβήσει χρόνια παγώματος εκλογών. Πρόταση Το υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου θα μπορούσε να παρέμβει με τρείς τρόπους: Πρώτον, το γενικό όριο: η ηλικία των 67 είναι αναχρονιστική. Μια απλή αύξηση αυτού στα 70 (πιθανώς σταδιακά) θα έφερνε τα ελληνικά πανεπιστήμια κοντά στην διεθνή πρακτική. Δεύτερον, ατομικές εξαιρέσεις: θα έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα προέκτασης του ορίου σε ατομική βάση κατά 3-4 χρόνια προκειμένου να μην διαταραχθεί η έρευνα. Τρίτον, ευελιξία: θα έπρεπε να επεκταθεί η δυνατότητα αξιοποίησης πανεπιστημιακών που έχουν υπερβεί το ηλικιακό όριο –μια μορφή ‘ευέλικτης συνταξιοδότησης’. Ενώ το σημερινό πλαίσιο επιτρέπει μόνο την μεταπτυχιακή διδασκαλία, θα έπρεπε ο νόμος να ενθαρρύνει την διδασκαλία στα πρώτα χρόνια – εκεί όπου η συσσωρευμένη ‘σοφία’ οφείλει να μεταδοθεί στις νέες γενιές. Σημειώνεται ότι το σχέδιο προς διαβούλευση λαμβάνει κάποια (ορθά πλην διστακτικά) μέτρα για την αξιοποίηση ομοτίμων (άρθρο 170),δηλαδή στην κατεύθυνση ευελιξίας, αφήνοντας όμως το γενικό όριο χωρίς αλλαγή. Το 1975 το Σύνταγμα επέτρεψε ουσιαστική ανανέωση στα Πανεπιστήμια. Το 2022 ο κοινός νομοθέτης έχει την ευκαιρία να δώσει το παράδειγμα για το τι οφείλει να γίνει σε μια γηράσκουσα κοινωνία. Επί μέρους ενστάσεις: Η υποχρεωτική συνταξιοδότηση παραβιάζει τα δικαιώματα των μεγαλύτερων σε ηλικία μελών ΔΕΠ, επειδή τους στερεί την δυνατότητα εργασίας στο Πανεπιστήμιο με βάση ένα και μόνο εξωτερικό τους χαρακτηριστικό (την ηλικία), χωρίς την δυνατότητα εξατομίκευσης. Υπάρχουν τρία επιχειρήματα που δικαιολογούν αυτήν την παραβίαση των δικαιωμάτων στο όνομα άλλων πλεονεκτημάτων. Σε κάθε περίπτωση, η στάθμιση των αντικρουόμενων επιδιώξεων πρέπει να ακολουθεί αρχές αναλογικότητας. 1. Ανανέωση του προσωπικού, αφού ανοίγουν θέσεις για νέους. Αυτό σημαίνει ότι πανεπιστημιακός με 30 χρόνια εμπειρία είναι ευθέως συγκρίσιμος και ανταγωνίζεται τους νεότερους. Όμως είναι συμπληρωματικοί – απαιτούνται και οι δύο σε διακριτούς ρόλους. Το ζητούμενο είναι να διακριθούν οι ρόλοι. Αύξηση της κινητικότητας μεταξύ πανεπιστημίων και προς την αγορά εργασίας με μετακίνηση πανεπιστημιακών για λόγους άλλους εκτός από την συνταξιοδότηση θα βοηθούσε επίσης. 2. Προώθηση ποικιλομορφίας. Η παλαιότερη γενεά είναι ως επι το πλείστον άνδρες σε παραδοσιακά γνωστικά αντικείμενα ενώ διαθέτουν συγκεκριμένα ταξικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Νέες προσλήψεις μπορεί να διορθώσουν την υφιστάμενη κατάσταση – φτάνει η ποικιλομορφία να αποτελεί κριτήριο. 3. Αποφυγή εξευτελισμού μεγαλύτερων πανεπιστημιακών αν αυτοί πρέπει να απομακρυνθούν ακούσια (πχ λόγω γνωσιακών προβλημάτων, άνοιας κλπ). Αυτό θα ίσχυε μόνο αν δεν υπήρχε κανένας απολύτως περιορισμός. Μια αύξηση ως πχ τα 75 δύσκολα θα δημιουργούσε τέτοιο θέμα. Η μεταβατική περίοδος. Στην αρχή θα περιοριστεί η ανάγκη νέων εκλογών – αφού όσοι θα αποκλείονταν με το παλαιό καθεστώς θα παραμείνουν για περισσότερο χρόνο. Ακόμα και μετά τη μεταβατική περίοδο (δηλαδή στο steady state) αν επιμηκυνθεί η μέση θητεία -όπως είναι πιθανόν- θα υπάρχει μείωση της ροής νέων εισόδων (διατηρώντας σταθερό τον αριθμό των πανεπιστημιακών). Όμως: (α) στην Ελλάδα η μεταβατική περίοδος συμπίπτει με αύξηση του συνολικού αριθμού πανεπιστημιακών, ενώ ήδη παρουσιάζονται κενά – θέσεις παραμένουν άγονες κοκ. Η επέκταση του ορίου θα διευκολύνει τους χειρισμούς. (β) Για πολλά πεδία – μαθηματικά, οικονομικά, φυσικές επιστήμες – υπάρχει έντονος ανταγωνισμός από την αγορά και από το εξωτερικό για την προσέλκυση νέων επιστημόνων. Η επιμήκυνση θητείας κάνει την πανεπιστημιακή καριέρα συνολικά πιο ανταγωνιστική, ενώ δίνει μερική απάντηση στην έλλειψη στελεχών. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι επιχείρημα για τη ρύθμιση λεπτομερειών αποκεντρωμένα -σε επίπεδο Πανεπιστημίου ή Σχολής.