• Σχόλιο του χρήστη 'Γιάννης' | 11 Φεβρουαρίου 2011, 07:43

    Αποφάσισα να γράψω κάποια πράγματα σ’ αυτό το βήμα μετά από προτροπή συναδέλφων, αν και δεν πιστεύω ότι θα ωφελήσουν. Κι αυτό γιατί η «διαβούλευση» αυτή, μόνο διαβούλευση δεν θεωρώ ότι είναι. Γιατί ως διαβούλευση εγώ αντιλαμβάνομαι μια διαδικασία στην οποία η μία πλευρά (το υπουργείο μας επί του προκειμένου) βάζει τις απόψεις του στο τραπέζι και ζητάει μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία να ακούσει τις απόψεις των υπολοίπων (επί του προκειμένου εκπαιδευτικών, γονέων, μαθητών και γενικά κάθε ενδιαφερόμενου) πάνω στα συγκεκριμένα πράγματα που έχει ήδη ώστε, αν χρειαστεί, να μεταβάλει άποψη. Αυτό βλέπω και στις διαβουλεύσεις άλλων υπουργείων. Υπάρχει το προσχέδιο ή το σχέδιο νόμου και επ’ αυτού γίνεται η συζήτηση. Εδώ, υπάρχει ένα κείμενο με γενικές διαπιστώσεις, πολλές απ’ τις οποίες δεν είναι πραγματικές κι από κει και πέρα ζητείται η άποψη για το τι να κάνουμε πάνω σε διάφορα θέματα. Το πρώτο και βασικό θέμα είναι: Τι θέλουμε να πετύχουμε με την «ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη διασπορά»; Για ποιο λόγο την προωθούμε; Γιατί πληρώνουμε (πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία) γι’ αυτήν; Στις περισσότερες από τις μέχρι τώρα τοποθετήσεις η ελληνόγλωσση εκπαίδευση δεν φαίνεται να περιορίζεται μόνο στη διασπορά (δηλ. τους όπου γης Έλληνες) αλλά έχει πιο διευρυμένη ομάδα – στόχο. Η ιδέα είναι ότι με τη διάδοση της Ελληνικής γλώσσας προκύπτουν εθνικά οφέλη. Αν λοιπόν θέλουμε να έχουμε όφελος όχι μόνο από το ότι τα παιδιά των μεταναστών θα μπορούν να σταθούν στην Ελλάδα, τότε πρέπει να δούμε την Ελληνόγλωσση εκπαίδευση σε ευρεία βάση και οργανωμένα. Κάτι τέτοιο απαιτεί έναν οργανωμένο φορέα που θα προωθεί την Ελληνική γλώσσα στο στυλ των αντίστοιχων ξένων Ινστιτούτων (αναφέρω ως παράδειγμα τα Γαλλικό, Γκαίτε, Βρετανικό κλπ). Για να ανταποκριθεί σωστά στο ρόλο του θα πρέπει να εφοδιαστεί με εργαλεία για διάδοση της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης. Παράλληλα, βέβαια θα πρέπει μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία να προωθείται και ο ελληνικός πολιτισμός (π.χ. με προβολές επιλεγμένων ελληνικών ταινιών, υποτιτλισμένων τις οποίες θα ακολουθεί κατόπιν συζήτηση ή με ελληνική μουσική κλπ). Πέρα όμως από τη γοητεία που ασκεί η Ελλάδα και η ελληνική γλώσσα στους ξένους, θα πρέπει να προσφέρουμε και γλωσσομάθεια στων Ελλήνων τις κοινότητες. Για να γίνεται αυτό θα πρέπει και πάλι να υπάρχουν εργαλεία για τη διδασκαλία της ως παράλληλης με τη μητρική και με κύριο στόχο τα παιδιά των μεταναστών. Στην περίπτωση αυτή και ανάλογα με την περιοχή εγκατάστασης θα πρέπει να τροποποιείται ο τρόπος προσφοράς μιας και σε κάποια απ’ αυτά (αυτών που οι γονείς τους μεταναστεύουν ακόμα σήμερα) τα ελληνικά είναι η μητρική τους γλώσσα, σε άλλα παιδιά, τρίτης γενιά προερχόμενα από αμιγή ελληνικής καταγωγής οικογένεια, τα ελληνικά είναι παράλληλη γλώσσα ενώ στην περίπτωση μικτών γάμων μπορεί να είναι και δεύτερη γλώσσα. Η τελευταία περίπτωση είναι πολύ ιδιαίτερη μιας και συνήθως αποφασίζουν να μάθουν τα ελληνικά σε μεγάλη ηλικία και αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα, να γίνουν αυτοί οι συμπατριώτες μας οι γέφυρες για να προσεγγιστεί η προηγούμενη ομάδα. Ακούγεται ανεπίσημα η ιδέα για «δίγλωσσα» σχολεία. Αυτό είναι κάτι που έχει νόημα για την υποχρεωτική εκπαίδευση. Το πώς ακριβώς θα είναι αυτά τα δίγλωσσα (ή και απλή ένταξη των Ελληνικών μέσα σε πολύγλωσσα προγράμματα) είναι κάτι που εξαρτάται από την χώρα υποδοχής. Για παράδειγμα η απόφαση της Αυστραλίας για διδασκαλία των Ελληνικών στα σχολεία της είναι ένας τρόπος. Το δίγλωσσο σχολείο πρέπει να είναι τέτοιο που να καλύπτει τις ανάγκες των μαθητών για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας (με δυνατότητα πιστοποίησης) και παράλληλα την προσαρμογή τους στο υπάρχον περιβάλλον των χωρών στις οποίες μένουν. Όμως αυτό που θα δώσει προοπτική στα σχολεία αυτά είναι το τι δυνατότητες θα υπάρχουν για το μετά. Επίσης, το δίγλωσσο σχολείο απαντά στις ανάγκες των νέων παιδιών αλλά όχι των μεγαλύτερων. Για την περίπτωση αυτή (όπως και γι' αυτούς που για διάφορους λόγους δεν εντάχθηκαν σε δίγλωσσο σχολείο) η ύπαρξη τμημάτων που θα δίνουν αυτή τη δυνατότητα είναι εκ των ουκ άνευ. Το ποιος θα έχει την ευθύνη και την υποστήριξη των τμημάτων αυτών είναι ένα άλλο ζητούμενο που θα πρέπει να διασαφηνιστεί. Υπεύθυνη θα είναι η τοπική κοινότητα ή το ελληνικό κράτος μέσω των κατά τόπους προξενείων; Θα γίνεται με τοπικούς πόρους ή Θα υπάρχει υλική υποβοήθηση απ' την Ελλάδα; Η βοήθεια αυτή θα εξασφαλίζει μόνο διδακτικό υλικό ή και διδάσκοντες ή θα καλύπτει το σύνολο των εξόδων; Από κει και πέρα, οι ανάγκες σε κάθε χώρα είναι διαφορετικές. Σε χώρες που το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ακόμα πίσω, θα έπρεπε να προωθηθούν μορφές εκπαίδευσης με στόχο να καλύψουν ακόμα και τις βασικές ανάγκες των εκεί ομογενών (κατά κύριο λόγο, και μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαθέσιμων θέσεων να μπορούν στα σχολεία αυτά να φοιτούν και αλλογενείς μαθητές που το επιθυμούν). Σε χώρες με αναπτυγμένο εκπαιδευτικό σύστημα, τα πράγματα διαφέρουν. Εξαρτάται και από τον αριθμό των παιδιών που υπάρχουν σε κάθε χώρα ή περιοχή. Για παράδειγμα, τα Ελληνικά Λύκεια στη Στουτγάρδη αριθμούν σήμερα γύρω στους 200 μαθητές. Απ’ αυτούς τα 3/4 περίπου είναι παιδιά μεταναστών (παλιότερων αλλά και νεότερων, που μεταναστεύουν σήμερα) και οι υπόλοιποι παιδιά εκπαιδευτικών αποσπασμένων στην περιοχή. Ο αριθμός αυτός είναι υπέρ του δέοντος ικανός για να δικαιολογήσει τη συνέχιση της ύπαρξης αμιγών Ελληνικών Λυκείων. Σε άλλες χώρες ή περιοχές με μικρό και διάσπαρτο αριθμό ομογενών ίσως δεν έχει νόημα η δημιουργία ή η συνέχιση λειτουργίας τους. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και χρειάζεται τη δική της αντιμετώπιση.