• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Ωραιόπουλος' | 4 Μαρτίου 2011, 14:31

    Είναι επιτακτική η ανάγκη διαφοροποίησης της μέχρι σήμερα προσέγγισης των προσφερομένων προγραμμάτων σπουδών της Ελληνικής γλώσσας κυρίως για ξενόγλωσσους(που αποτελούν την πλειάδα σήμερα), με αποκλειστικό στόχο την ουσιαστική απόκτηση ευχέρειας έκφρασης στον προφορικό λόγο. Καταγράφοντας τις ως τώρα εμπειρίες διεθνώς και την πρακτική σχετικά με την αποτελεσματικότητα απόκτησης λειτουργικών δεξιοτήτων στον προφορικό λόγο, οι διαπιστώσεις μου συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η μεθολογική προσέγγιση των προσφερομένων Π/Σ της Ελληνικής γλώσσας σε ξενόγλωσσους, δεν έχει αποδώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η μακρόχρονη μελέτη, έρευνα και εφαρμογή μιας σειράς προγραμμάτων σπουδών της ελληνικής γλώσσας για ξενόγλωσσους σε αγγλόφωνες χώρες (Αυστραλία, ΗΠΑ) από το 1997, έχει καταδείξει με τον πιο καταφατικό τρόπο, ότι η εμμονή στην εκμάθηση του γραπτού λόγου ως απαραίτητη προϋπόθεση για την μετέπειτα απόκτηση λειτουργικών δεξιοτήτων στον προφορικό λόγο, είναι αναποτελεσματική. Αυτό συνίσταται κυρίως από το γεγονός ότι η γενική θεωρητική όσο και η μεθοδολογική προσέγγιση είναι εκ προοιμίου ελλαδοκεντρικές. Σε συνδυασμό μάλιστα με την εθνοκεντρική εσωστρέφεια έχει δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που ενέχει πολλούς αποκλεισμούς σε μια εποχή που ο κόσμος έχει αλλάξει και το ”παγκόσμιο χωριό” είναι πλέον καθημερινότητα. Στην πρόκληση αυτή καλούμαστε να δώσουμε μια πειστική απάντηση και να τολμήσουμε να φτιάξουμε νέους δίαυλους ουσιαστικής επικοινωνίας με στόχο τη δημιουργία ελληνόφωνων ανά την υφήλιο. -Μιλάς Αγγλικά; μας ρωτάει κάποιος αγγλόφωνος. -‘Έμαθα Αγγλικά απαντάμε, αλλά μιλάω λίγα Αγγλικά. Αναρωτηθήκαμε άραγε το γιατί; Γιατί μετά από τόσο κόπο, χρόνο και οικονομικό κόστος δεν είμαστε σε θέση να μιλήσουμε μια γλώσσα που μάθαμε; Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό ποικίλουν. Παρόλα αυτά, όλες οι απαντήσεις συγκλίνουν στη γενική αντίληψη της θεωρητικής απόκτησης δεξιοτήτων στο γραπτό λόγο σαν τη βασική προϋπόθεση για να μάθουμε στη συνέχεια πώς να τη μιλήσουμε. Αντιστρέφοντας τώρα το σενάριο, τί απαντήσεις παίρνουμε για την Ελληνική γλώσσα; - Έμαθα Ελληνικά στο σχολείο, αλλά δεν τα θυμάμαι. - Ξέρω να διαβάζω λίγο, αλλά δεν τα μιλάω. Η μάθηση μέσα από το παραδοσιακό βιβλίο αποδείχτηκε πλέον ότι δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, γεγονός που μας ώθησε στην αναζήτηση ενός άλλου δίαυλου επικοινωνίας στη διαδικασία της μάθησης. Ο επικρατέστερος, με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι αναμφισβήτητα, το διαδίκτυο το γνωστό σε όλους internet ή κυβερνοχώρος. Ο κυβερνοχώρος αποτελεί πλέον πεδίο ανταλλαγής πληροφοριών, προσφοράς εκπαιδευτικών ευκαιριών και αναζήτησης εργασίας. Προφανώς, ο «γενναίος νέος κόσμος» της πληροφορικής ωθεί τις γλωσσικές ανισότητες στα άκρα, η δε αγγλική είναι η αδιαφιλονίκητη lingua franca της εποχής της πληροφορίας. Τί σημαίνουν όλα αυτά για μια γλώσσα σαν την ελληνική; Ελληνικά μιλούν μόλις 15 εκατ. άνθρωποι ¬ αν προσθέσει κανείς στους Ελλαδίτες με τους Έλληνες της Διασποράς. Ομολογουμένως, ο κυβερνοχώρος δεν μπορεί να κάνει χειρότερη αυτήν την κατάσταση. Αντιθέτως, σύμφωνα με μια παράξενη λογική, φαίνεται να βελτιώνει κατ' αρχάς τη θέση μας και να παρέχει αξιόλογες ευκαιρίες. Μιλώντας το 1997 προς την εφημερίδα «Το Βήμα» δύο ελληνόφωνοι «προφήτες» του κυβερνοχώρου, που δεν χρειάζονται συστάσεις, υπέδειξαν τις ευκαιρίες για την Ελλάδα στα «νέα σύνορα» της πληροφορικής. Πρώτος ο Νικόλας Νεγκροπόντε, ιδρυτής και επικεφαλής του Media Lab στο ΜΙΤ, παρατήρησε ότι «η ψηφιακή εποχή είναι ό,τι πρέπει για την Ελλάδα». Ο Νεγκροπόντε επεσήμανε ότι, από πολιτισμική άποψη, η παγκοσμιοποίηση που ευαγγελίζεται το Δίκτυο έρχεται γάντι στον οικουμενισμό της ελληνικής κουλτούρας. Από τεχνολογική άποψη, το Internet θα ενώσει Ελλαδίτες και αποδήμους. Ανάλογη άποψη έχει και ο διευθυντής του Εργαστηρίου της Επιστήμης των Υπολογιστών του ΜΙΤ Μάικλ Δερτούζος: «Η Ελλάδα μπορεί σε έναν ή δύο αιώνες να μετατραπεί από φυσικά δεμένη χώρα της Μεσογείου στο ελληνικό δικτυωτό έθνος», επεσήμανε. Αν ο κυβερνοχώρος «ξαναζεσταίνει» το όραμα μιας οικουμενικής Ελλάδας, ακόμη και η υπάρχουσα δικτύωση του Internet βοηθά τη χώρα μας να βγει από την απομόνωση της γλωσσικής περιφέρειας. Στην «ηλεκτρονική δημοκρατία» του Διαδικτύου υπάρχει θέση για όλους.Η Ελλάδα έχει εξορμήσει πλέον στο Internet ¬ και είναι προσβάσιμη με το πάτημα ενός κουμπιού στα τερματικά όλου του κόσμου. Εν τούτοις, το μέλλον υπόσχεται πολύ περισσότερα. Η απομόνωση των λεγομένων «μικρών» γλωσσών, ανάμεσά τους και της ελληνικής, ενδέχεται να πάψει να υφίσταται στον κυβερνοχώρο. Συμπερασματικά, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ο κυβερνοχώρος ενισχύει μεν δραματικά την παγκόσμια κυριαρχία της αγγλικής, ιδίως απέναντι σε γλώσσες που εννοούν να την ανταγωνίζονται, όπως η ισπανική και η γαλλική• σε «μικρότερες» όμως γλώσσες, όπως η ελληνική, παρέχει μοναδικές ευκαιρίες και αποτελεί πρόκληση ¬ με κυριότερο δέλεαρ την έξοδο από την απομόνωση και την εξόρμηση στον χαώδη ωκεανό της παγκόσμιας κοινωνίας της πληροφορίας. Τα Ελληνικά αποτελούν σήμερα μία από τις λιγότερο διδασκόμενες (και ομιλούμενες) γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια παραθέτω την προσέγγιση μου για τη διδακτική από απόσταση της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, θέτοντας ως ομάδα-στόχο ξενόγλωσσους ενήλικες, που θεωρούν βασικό ανασταλτικό παράγοντα την αδυναμία επικοινωνίας στην ελληνική γλώσσα. Το πρόγραμμα σπουδών θα προσφέρεται μέσα από μια πρωτοποριακή πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης, με στόχο ο ξενόγλωσσος σπουδαστής να εξοικειωθεί με τις επικοινωνιακές δομές της ελληνικής γλώσσας και να υιοθετήσει θετική στάση απέναντι στον πολιτισμό της. Επίσης, η προσέγγιση για τη δομή και τη λειτουργία των μαθημάτων ακολουθεί τις νεότερες μεθοδολογικές αρχές της ερευνητικής κοινότητας, δηλαδή αυτές της αυτόνομης μάθησης, της θεωρίας της εποικοδόμησης της γνώσης, αλλά κυρίως της επικοινωνιακής μεθόδου. Ακόμα, ο προτεινόμενος σχεδιασμός των μαθημάτων αλλά και όλου του δικτυακού χώρου έχει γίνει βάσει των αρχών του ορθού σχεδιασμού εκπαιδευτικού υλικού για χρήση από απόσταση χρησιμοποιώντας την πλατφόρμα σύγχρονης τηλεκπαίδευσης Moodle,που υιοθετήθηκε πλήρως πλέον και από το Υπουργείο ως το κύριο εργαλείο τηλεκπαίδευσης, σε συνδυασμό με επικουρικές διαδικτυακές εφαρμογές ήχου και εικόνας σε πραγματικό χρόνο, που βελτιώνει και συμπληρώνει την επικοινωνία και τα κανάλια αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Απομένει η εύλογη κατάρτιση των εκπαιδευτικών που ακόμα αναρωτιούνται αν θα πρέπει να μπουν σε αυτό το περιβάλλον εκπαίδευσης ή θα κρατούν το βιβλίο και θα διδάσκουν από την έδρα.